Για τη δημιουργία, από την ΕΕ, σταθερού θεσμικού πλαισίου στήριξης της πρωτογενούς παραγωγής.
Την ανάγκη άμεσης δημιουργίας θεσμικών φορέων, εντός της ΕΕ, για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, επισήμανε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε με τους ομολόγους του υπουργούς του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο περιθώριο του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας της ΕΕ.
Πρόκειται για την πρόταση που προωθείται από κοινού με την Κροατία και τη Σλοβενία, η οποία κινείται πάνω σε τρεις βασικούς άξονες:
- Αύξηση χρημάτων από την ΕΕ για διαχείριση κρίσεων.
- Η δυνατότητα χρήσης του 2% από τον προϋπολογισμό της ΚΑΠ για κάθε κράτος μέλος.
- Η απλοποίηση των διαδικασιών για την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων.
Για το ίδιο θέμα, στο Συμβούλιο Υπουργών η θέση του ΥπΑΑΤ ήταν σαφής καθώς επισημάνθηκε ότι «μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων που πλήττουν σοβαρά τη γεωργική παραγωγή και κερδοφορία είναι αδιαμφισβήτητα η κλιματική κρίση και οι μεγάλες φυσικές καταστροφές που αυτή συνεπάγεται».
Τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έχουν βιώσει τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων είτε με τη μορφή παρατεταμένης ξηρασίας και σφοδρών πλημμυρών είτε με την μορφή ασυνήθιστα υψηλών ή χαμηλών θερμοκρασιών και λειψυδρίας ή έντονων βροχοπτώσεων κατά τις ευαίσθητες χρονικές περιόδους σποράς, ανθοφορίας, καρπόδεσης και συγκομιδής. Τα αποτελέσματα είναι μείωση της εσοδείας, αύξηση παρασίτων και παθογόνων οργανισμών και υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων.
«Πέραν αυτών, οι μεγάλης κλίμακας καταστροφές έχουν επιφέρει σημαντικές απώλειες και στις αγροτικές υποδομές, υπονομεύοντας έτσι την ανάκαμψη της γεωργικής δραστηριότητας στις κάθε φορά πληγείσες περιοχές. Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για εκτίμηση της κατάστασης. Είναι επιτακτική ανάγκη να αρχίσουν οι συζητήσεις για εξεύρεση επαρκούς χρηματοδότησης, θέσπισης επίσημων συνεργιών με άλλες πολιτικές, πρωτοβουλίες και Ταμεία, καθώς και δημιουργίας ευέλικτων ad hoc μηχανισμών αντιμετώπισης γεωργικών κρίσεων».
Με αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα στηρίζει την κοινή πρόταση Σλοβενίας και Κροατίας.
Επίσης, αν σε αυτό πλαίσιο προσθέσουμε τις γεωπολιτικές αναταραχές μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πρόσφατη σύρραξη στη μέση Ανατολή, είναι κατανοητό ότι το οικονομικό περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό για μια υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα με μακροπρόθεσμο ορίζοντα στον τομέα της γεωργίας.
Θέση της Ελλάδας είναι ότι, με δεδομένο ότι ο διαρθρωμένος διάλογος για τη γεωργία θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο, έχει έρθει η ώρα να προβάλλουμε τη σημασία της στήριξης της ενωσιακής παραγωγής που διασφαλίζει την επίτευξη του στόχου της στρατηγικής μας αυτονομίας και ενθαρρύνει την προσέλκυση νέων ανθρώπων στον τομέα. Είναι κρίσιμο να διατηρήσει η Ένωση το συγκριτικό της πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε μια εποχή, όπου ο εφοδιασμός με τρόφιμα και γεωργικές εισροές έχει επανέλθει ως εργαλείο πολιτικής και επίδειξης δύναμης στο παγκόσμιο περιβάλλον».
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο ΥπΑΑΤ έχει καταστήσει σαφές ότι «πρέπει να εργαστούμε με ολιστικό τρόπο θέτοντας υπό ενδελεχή εξέταση τις προτεραιότητές μας και αναλύοντας σε βάθος τις σωρευτικές επιπτώσεις τόσο των περιβαλλοντικών στόχων της Πράσινης Συμφωνίας όσο και των εμπορικών επιδιώξεων στις συμφωνίες με τρίτες χώρες, με γνώμονα την οικονομική βιωσιμότητα των γεωργών μας».
Με δεδομένο ότι η ΕΕ βασίζεται στους αγρότες τόσο για τη διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας όσο και για τη μετάβαση σε πιο βιώσιμα συστήματα τροφίμων η ελληνική πλευρά πιστεύει ότι «οφείλουμε να αναδείξουμε τον ρόλο τους και να τους στηρίξουμε, διαφυλάσσοντας τα εισοδήματά τους».