Η μεγάλη επιστροφή της ελληνικής μεταποίησης

Οι «πρωταθλητές», οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες

«Είναι μύθος το ότι η Ελλάδα δεν παράγει». Με τη φράση αυτή σε εκδήλωση που διοργάνωσαν το Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη και το ΙΟΒΕ, ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας συνόψισε τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα: Νέες προκλήσεις και προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης».

Η μελέτη καταγράφει την ανθεκτικότητα που επέδειξε η ελληνική βιομηχανία στην περίοδο της πανδημικής και της ενεργειακής κρίσης, αλλά και την ισχυροποίησή της καθώς αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα της ελληνικής ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα:

– η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 9,1% το 2022 (από 7,8% το 2019 και 7,6% το 2009)

– με 413.000 εργαζόμενους το 2022, η μεταποίηση αναδεικνύεται στον τρίτο μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας (μετά το εμπόριο και την αγροτική παραγωγή)

– η αξία των εξαγωγών της μεταποίησης καταγράφει σημαντική άνοδο ( 14,1% του ΑΕΠ το 2022 από 4,9% το 2009)
– οι επενδύσεις στην μεταποίηση είναι οι δεύτερες υψηλότερες στον ιδιωτικό τομέα (μετά τα ακίνητα) και τα πάγια κεφάλαια ανήλθαν σε 3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 (αριθμός σχεδόν τριπλάσιος από τον αντίστοιχο του 2013)

– η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταποίηση είναι η υψηλότερη της ελληνικής οικονομίας, με 29,6 χιλιάδες ευρώ ανά εργαζόμενο (έναντι €18,7 χιλ. για το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα)

– οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) υπερδιπλασιάστηκαν (φτάνοντας τα 425 εκατομμύρια ευρώ το 2021)

«Η συνολική συμβολή της εγχώριας μεταποίησης υπολογίζεται σε 24% του ΑΕΠ της χώρας το 2021. Σε όρους απασχόλησης, η επίδραση εκτιμάται σε 1,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας το 2021» τονίζει η μελέτη του ΙΟΒΕ.

Οι «πρωταθλητές» της ελληνικής μεταποίησης
Τρόφιμα-ποτά-προϊόντα καπνού, προϊόντα διύλισης πετρελαίου, βασικά μέταλλα και μεταλλικά προϊόντα είναι οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της μεταποίησης το 2022.

Ο μεγαλύτερος εργοδότης είναι ο κλάδος της μεταποίησης τροφίμων, ενώ και στον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας καταγράφεται σημαντική αύξηση των θέσεων εργασίας.

Κορυφαία εξαγωγικά προϊόντα (μετά τα προϊόντα διύλισης πετρελαίου) είναι το αλουμίνιο και τα φαρμακευτικά σκευάσματα. Ακολουθούν προϊόντα του κλάδου τροφίμων – επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά, ελαιόλαδο και άλλα έλαια-λίπη και γαλακτοκομικά – τυροκομικά προϊόντα.

Σε ότι αφορά στις επενδύσεις, ο κλάδος τροφίμων- ποτών-προϊόντων καπνού πραγματοποίησε το 2021 τις υψηλότερες επενδύσεις σε απόλυτο μέγεθος ( 659 εκατ. ευρώ), ενώ τον ακολούθησε ο κλάδος προϊόντων διύλισης πετρελαίου με 406 εκατομμύρια ευρώ. Σημαντική αύξηση των επενδύσεων παρουσίασε και ο κλάδος φαρμακευτικών προϊόντων, ο οποίος διπλασίασε τις επενδύσεις του, ενώ τα βασικά μέταλλα σχεδόν τις τριπλασίασαν την τελευταία τετραετία.

Ο μακρύς δρόμος της σύγκλισης

Αν και οι επιδόσεις της ελληνικής μεταποίησης είναι ενθαρρυντικές, η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει μεγάλη (και σε κάποιες περιπτώσεις μεγαλώνει).

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα καταγράφει την τέταρτη μικρότερη συμμετοχή της βιομηχανίας στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας (9,1% σε σύγκριση με το 15,1% του μέσου όρου της ΕΕ και το 14,9% της Ευρωζώνης). Η συμμετοχή στη συνολική απασχόληση απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (10% στην Ελλάδα, 16% στην ΕΕ).

Στην ελληνική μεταποίηση οι μικρές επιχειρήσεις κυριαρχούν (αν και ο αριθμός τους έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια) με ότι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγικότητά τους.

Χάσμα, επίσης, χωρίζει τις αποδοχές των Ελλήνων εργαζομένων σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το 2020, οι ετήσιες δαπάνες ανά εργαζόμενο στην ελληνική μεταποίηση ήταν 21,9 χιλιάδες ευρώ, όταν στην Ευρώπη των 27 ήταν σχεδόν διπλάσιες και έφταναν στις 43,4 χιλιάδες ευρώ.

Επίσης, σημαντικά περισσότερες είναι οι ώρες απασχόλησης στην ελληνική μεταποίηση. Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ27 σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο (με 1.719 ώρες ετησίως ανά εργαζόμενο το 2020, όταν οι εργαζόμενοι της μεταποίησης στο Βέλγιο και τη Γερμανία εργάζονται 1.326 και 1.426 ώρες αντίστοιχα).

Προκλήσεις και ευκαιρίες

Η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η ανάγκη για καινοτομία και η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος της ενέργειας και του δανεισμού αποτελούν τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει μπροστά της η ελληνική μεταποίηση. Προκλήσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις αλλά και την αξιοποίηση των εργαλείων που προσφέρουν η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η Ψηφιακή μετάβαση και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

«Η θετική πορεία βασικών μεγεθών μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη αύξηση της συγκέντρωσης δραστηριότητας σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε πολλούς κλάδους μεταποίησης και τη συνεχιζόμενη υστέρηση από την υπόλοιπη Ευρώπη αναδεικνύουν τα περιθώρια για περαιτέρω εξορθολογισμό του εγχώριου τομέα, μέσα από κατάλληλες θεσμικές παρεμβάσεις, στρατηγικές επενδύσεις και επιχειρηματικές κινήσεις» τονίζει η έκθεση του ΙΟΒΕ. «Ο τομέας θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα έτη, επομένως η διατήρηση της καλής πορείας του και η ενίσχυση του ρόλου του στην ελληνική οικονομία θα απαιτήσουν περαιτέρω αλλαγές».

«Το να αποφασίσει η χώρα να μπει σε έναν ενάρετο κύκλο αύξησης της παραγωγής αγαθών δεν είναι κάτι ουτοπικό ή κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν. Είναι το μέλλον. Είναι μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική» δήλωσε ο Μιχάλης Στασινόπουλος,  προέδρος της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβουλίου Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη στην παρουσίαση της μελέτης.

Πηγή: newmoney.gr