Μείωση 28% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας
Παρά την επιβεβαίωση μιας μέτριας αύξησης της παραγωγής ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καλλιεργητική περίοδο 2023/24, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποίησε ότι άλλοι βασικοί δείκτες για τον τομέα εξακολουθούν να είναι πολύ κακοί.
Σύμφωνα με την τελευταία της έκθεση για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του γεωργικού τομέα, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ε.Ε. θα αυξηθεί κατά 7% σε σύγκριση με το 2022/23, φθάνοντας τους 1.489.000 τόνους. Παρά την αύξηση, η τρέχουσα απόδοση παραμένει 28% κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών.
Η διαθεσιμότητα του ελαιολάδου - ο συνδυασμός της παραγωγής, των αποθεμάτων και των εισαγωγών μείον τις εξαγωγές και την κατανάλωση - είναι επίσης χαμηλή, με προβλεπόμενη μείωση κατά πέντε τοις εκατό σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και έντονη μείωση κατά 28 τοις εκατό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας.
Τα αποθέματα εκκίνησης ήταν 406.000 τόνοι και τα τελικά αποθέματα αναμένεται να μειωθούν στους 365.000 τόνους λόγω της αναζωπύρωσης των εισαγωγών από παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους, όπως η Τουρκία και η Τυνησία, και από παραγωγούς του νότιου ημισφαιρίου, συμπεριλαμβανομένης της Αργεντινής και της Χιλής.
«Ενώ το επίπεδο των αρχικών αποθεμάτων μπορεί να φαίνεται άνετο, οφείλεται κυρίως στη μειωμένη ζήτηση, τόσο στην Ε.Ε. όσο και παγκοσμίως», έγραψε η Επιτροπή.
Καθώς οι τιμές του ελαιολάδου αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια, οι Βρυξέλλες ανέφεραν ότι πολλοί καταναλωτές στράφηκαν σε φθηνότερα βρώσιμα έλαια ή μείωσαν την κατανάλωση ελαιολάδου.
Η κατανάλωση στην Ε.Ε. αναμένεται να μειωθεί σε 1.189.000 τόνους, 18,6% κάτω από τον μέσο όρο των προηγούμενων πέντε ετών.
Η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, όπου το ελαιόλαδο είναι βασικό προϊόν, αναμένεται να παρουσιάσουν πιο απότομη μείωση της κατανάλωσης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η κατανάλωση θα μειωθεί κάτω από 900.000 τόνους, σημειώνοντας σημαντική μείωση κατά 19,9% σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται επίσης να μειωθεί το 2023/24, πέφτοντας στα 2,6 κιλά, δηλαδή κατά 19,2% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας.
Ενώ οι τιμές του ελαιολάδου στην προέλευση έχουν μειωθεί από τα υψηλά επίπεδα ρεκόρ που έφτασαν στα μέσα Ιανουαρίου, παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας.
Στην έκθεση αναφέρεται το παράδειγμα των τιμών του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στη Jaén, την αγορά αναφοράς της Ισπανίας. Στα τέλη Μαρτίου, οι τιμές του έξτρα παρθένου ελαιολάδου ήταν 2,5 έως 2,7 φορές πάνω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η μειωμένη διαθεσιμότητα για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο σημαίνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν πάνω από τον μέσο όρο της πενταετίας βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
«Το 2023/24, είναι πιθανό να σημειωθεί κάποια πρόσθετη μείωση [της ζήτησης ελαιολάδου], καθώς η μετάδοση από τις τιμές παραγωγού στους καταναλωτές (ιδίως εάν επιβεβαιωθούν θετικότερες εξελίξεις στη συγκομιδή) θα πάρει χρόνο», έγραψε η Επιτροπή.
Αυτό το σενάριο θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τη ζήτηση ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρία τοις εκατό.
Η Επιτροπή σημείωσε πώς η παγκόσμια ζήτηση είναι επίσης αδύναμη, αναφέροντας την πτώση των εξαγωγών προς την Κίνα και την Ιαπωνία κατά 14% κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες της σοδειάς.
Οι τιμές επηρεάζουν επίσης τις εξαγωγές και τη ζήτηση από το εξωτερικό, με αναμενόμενη πτώση 10 τοις εκατό στις εξαγόμενες ποσότητες.
«Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. θα παραμείνει μια ελκυστική αγορά για εισαγωγές, τόσο λόγω της χαμηλότερης εγχώριας διαθεσιμότητας όσο και λόγω των υψηλότερων τιμών», σημειώνεται στην έκθεση. Οι εισαγωγές αναμένεται να φθάσουν τους 200.000 τόνους στο τέλος της τρέχουσας καλλιεργητικής περιόδου.