diaNEOsis: Η Δρ. Μακαντάση περιγράφει τους τομείς που χρειάζεται ενίσχυση ο ελληνικός πρωτογενής τομέας για να ανταπεξέλθει

Τι λέει η Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις σε συνέντευξή της στο Agrocapital για το μέλλον του πρωτογενούς τομέα

Τους τομείς στους οποίους ο ελληνικός πρωτογενής τομέας θα πρέπει να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά του περιγράφει η Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις,Δρ Φαίη Μακαντάση σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Agrocapital.

Στέκεται στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας αλλά και γενικότερα στη λεκάνη της Μεσογείου, μιλά για την ανάγκη ηλικιακής ανανέωσης του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα καθώς και για τις βελτιώσεις που χρειάζονται από την πλευρά της Πολιτείας. 

Η κ. Μακαντάση επισημαίνει ότι οι τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να ανεβαίνουν υπογραμμίζοντας ότι είναι αρκετά δύσκολο να φανεί πότε θα ξεκινήσει η αναστροφή αυτής της τάσης.

Απαισιόδοξη είναι η Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις ως προς το κόστος σε λιπάσματα και ζωοτροφές, που «πιέζουν» τα κόστη των αγροτών και κατ’ επέκταση και των τιμών στα ράφια, μιας και το μεθάνιο, το βασικό συστατικό του φυσικού αερίου, η τιμή του οποίου παραμένουν ακόμη σε υψηλά επίπεδα. 

Τέλος, η Δρ κ. Μακαντάση μιλώντας στο Agrocapital και συγκεκριμένα στον Γιώργο Μπακόλα, εκτιμά ότι η σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό, θα έχει διττό στόχο: την καλύτερη εμπειρία για τον επισκέπτη αλλά και πολλαπλασιαστικά οφέλη για τη ελληνική οικονομία.

Η Δρ Φαίη Μακαντάση είναι Επικεφαλής Ερευνών του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού "διαΝΕΟσις".
Έχει ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια, δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και έχει συγγράψει και επιμεληθεί επιστημονικά κοινωνικο-οικονομικές μελέτες που αφορούν την Ελλάδα και την έξοδο της χώρας από την κρίση.

Η συνέντευξη της Διευθύντριας Ερευνών διαΝΕΟσις, Δρ. Φαίη Μακαντάση, στο Agrocapital

Ερ: Πιστεύετε ότι ο αγροτικός τομέας της Ελλάδας είναι ανταγωνιστικός; Ποιες είναι οι κύριες αλλαγές που πρέπει να γίνουν;

Απ: Τα δεδομένα εξαγωγών και εισαγωγών της χώρας τεκμηριώνουν ότι ναι, σε πολλά επιμέρους γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα οι Έλληνες παραγωγοί είναι ανταγωνιστικοί, καθώς καταφέρνουν να βρουν αγοραστές στις διεθνείς αγορές. Η ελληνική γη και –προς το παρόν τουλάχιστον– το ελληνικό κλίμα ασφαλώς δημιουργούν συνθήκες που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, τουλάχιστον για κάποια προϊόντα και τους παραγωγούς τους. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι είμαστε ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί σε κάποια φρούτα και λαχανικά, καθώς και σε κάποια δημητριακά, ενώ μάλλον έχουμε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στα κρέατα.

Συνολικά, το επιμέρους εμπορικό ισοζύγιο στα προϊόντα του αγροτικού τομέα, μαζί με αυτά της αλιείας και της δασοκομίας είναι πλεονασματικό (€3,2 δισεκ. εξαγωγών, έναντι €2,1 δισεκ. εισαγωγών), κάτι που υποδηλώνει καλή μέση ανταγωνιστικότητα. Αυτό, όμως, δεν είναι ένα στατικό συμπέρασμα που μας επιτρέπει να επαναπαυτούμε.

Αφενός, τα κράτη-μέλη της ΕΕ, που είναι οι κύριοι εμπορικοί μας εταίροι στα αγροτικά προϊόντα, εμφανίζουν πολύ καλύτερες επιδόσεις σε πολλούς ποιοτικούς και οικονομικούς δείκτες του αγροτικού τομέα (όπως είναι η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών, το μέσο επίπεδο χρησιμοποιούμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ανά αγρότη και ανά καλλιεργήσιμο στρέμμα, η εκπαίδευση των αγροτών, η μέση και διάμεση ηλικία του αγροτικού πληθυσμού, η μέση κλίμακα παραγωγής κ.ά.), χωρίς να παρατηρείται κάποια βελτίωσή μας τα τελευταία χρόνια.

Αφετέρου, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να πλήξει ασύμμετρα περισσότερο την ελληνική επικράτεια, και γενικότερα τις χώρες του Νότου, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, αναγκάζοντάς μας σε μεγαλύτερο βαθμό προσαρμογής. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων συνιστά μια πολύ μεγάλη πρόκληση για την ελληνική αγροτική οικονομία, την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και άμεσα σήμερα.

Ερ: Ποιο εκτιμάτε ότι είναι το μέλλον της αγροτικής οικονομίας για την Ελλάδα;

Απ: Το άμεσο μέλλον του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μεταβατικότητα και προσαρμοστικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 63,4% των Ελλήνων αγροτών, δηλαδή σχεδόν 2/3, έχει ηλικία άνω των 55 ετών! Εντός της επόμενης δεκαετίας, λοιπόν, θα χρειαστεί να ανανεώσουμε σημαντικά τον αγροτικό πληθυσμό μας, αν θέλουμε να διατηρήσουμε μια τουλάχιστον σταθερή αγροτική παραγωγή. Δεδομένου ότι η πλήρης ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού δεν είναι εφικτός στόχος, υποχρεωτικά θα πρέπει να συνοδευτεί με ενός βαθμού αναδιάρθρωση του κλάδου.

Ταυτόχρονα, λόγω της εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, οι κλιματολογικές συνθήκες στην ελληνική επικράτεια αναμένεται ότι θα διαφοροποιηθούν σημαντικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, επιβάλλοντας κατά τόπους από προετοιμασία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και υιοθέτηση νέων μεθόδων έως και αλλαγή της καλλιεργήσιμης ποικιλίας ή και της ίδιας της καλλιέργειας. Τούτων λεχθέντων, χωρίς αυτά από μόνα τους να αποτελούν εύκολους στόχους, θα πρέπει να εκλάβουμε αυτήν τη συγκυρία ως μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να ανασχεδιάσουμε το μοντέλο της αγροτικής παραγωγής μας.

Υπάρχει σημαντική σκοπιμότητα οι νεοεισερχόμενοι στον κλάδο να είναι πιο καλά καταρτισμένοι είτε σε τεχνικό επίπεδο, με μεγαλύτερη εξοικείωση με την τεχνολογία, είτε σε θεωρητικό επίπεδο που πρέπει να περιλαμβάνει εκτός από γνώσεις γεωπονικής και διοίκησης επιχειρήσεων, καθώς θα χρειαστεί και η μέση κλίμακα παραγωγής να αυξηθεί σημαντικά. Αυτά θα τους καταστήσουν αφενός ικανότερους σε μια αγροτική επιχειρηματικότητα ευκαιρίας και όχι ανάγκης και αφετέρου πιο ευέλικτους όσον αφορά στην επιλογή των καλλιεργειών και των παραγωγικών προτύπων.

Τέλος, χρειάζονται σημαντικές βελτιώσεις στο παράπλευρο θεσμικό πλαίσιο, όπως το κληρονομικό δίκαιο, η κτηματογράφηση και η γενικότερη γραφειοκρατία των μεταβιβάσεων (ώστε να διευκολυνθεί όλη η διαδικασία μεταφοράς ή εκμίσθωσης της καλλιεργήσιμης γης από τους παλαιούς προς τους νέους αγρότες, χωρίς να προκύψουν στρεβλώσεις ή απώλειες), η αγροτική ασφάλιση και, ενδεχομένως, ένα σύστημα παρατηρητηρίου καλλιεργήσιμων εκτάσεων που θα διευκολύνει την εκμίσθωση ή την παραχώρηση όσων από αυτές παραμένουν ενεργές.

Ερ: Μετά την πανδημία του κορονοϊού και τον πόλεμο στην Ουκρανία οι αυξήσεις στα τρόφιμα στα ράφια έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Πού θεωρείτε ότι θα σταματήσει αυτό; Έχουμε πιάσει «ταβάνι;»

Απ: Το λέτε ακριβώς όπως συμβαίνει, οι τιμές των τροφίμων είχαν μια εκρηκτική άνοδο μετά την πανδημία –με την αρχή να καταγράφεται, στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2021– και συνεχίζουν να καταγράφουν επίπεδα ρεκόρ. Το 2023 κατέγραψαν έναν «επιμέρους πληθωρισμό» (στην υποομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά») που έφτανε το 11,6%, σε ετήσια βάση, επί τιμών που ήδη το 2022 είχαν αυξηθεί κατά 11,8% σε σχέση με το 2021! Αυτός ο «επιμέρους πληθωρισμός», στα είδη διατροφής, δείχνει σαφή σημάδια αποκλιμάκωσης τους τελευταίους μήνες, με την τελευταία καταγραφή του τον Μάιο να είναι στο 3,1%.

Όμως η μείωση του πληθωρισμού δεν σημαίνει μείωση των τιμών, παρά μόνο μείωση της ταχύτητας με τον οποίο αυτές αυξάνονται. Με απλά λόγια, ακόμα και σήμερα συνεχίζουμε να καταγράφουμε αυξήσεις στο κόστος των τροφίμων, ενώ το μέσο επίπεδο των τιμών τους είναι σχεδόν 31% υψηλότερο από αυτό που ήταν στο –μακρινό πλέον– 2019 (σχεδόν διπλάσια μεταβολή από το γενικό επίπεδο τιμών: 16,2%).

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκφράσουμε οποιαδήποτε εκτίμηση του πότε θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε μια αναστολή της αυξητικής πορείας στις τιμές των ειδών διατροφής ή, ακόμα περισσότερο, αποκλιμάκωσή τους. Προς το παρόν, έχουν παρατηρηθεί κάποιες αισιόδοξες εξελίξεις σε αγορές που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα το κόστος των τροφίμων, όπως μια μερική αποκλιμάκωση των τιμών στις αγορές της ενέργειας, όμως ταυτόχρονα γινόμαστε θεατές της πρώτης γραμμής του τι συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή.

Και αναφέρομαι, φυσικά, στο φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην παγκόσμια –και ελληνική– παραγωγή ελαιόλαδου τα τελευταία δύο έτη, λόγω των κλιματικών συνθηκών στη Μεσόγειο. Αντίστοιχα προβλήματα, λόγω μειωμένων βροχοπτώσεων, εμφανίζει φέτος στην Ελλάδα και η σοδειά των σιτηρών. Σε βραχυχρόνιο, λοιπόν, επίπεδο μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποιες ενδεχόμενες μειώσεις στα κόστη των αγροτών μπορεί να επιφέρουν κάποιες οριακές ελαφρύνσεις στις τιμές των τροφίμων, αλλά μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο θα πρέπει να γίνει σαφές η ότι από τα πρώτα πεδία που θίγονται από την κλιματική αλλαγή είναι αυτό της αγροτικής παραγωγής. Και εφόσον έχουμε μείωση της παραγωγής κάποιων αγαθών, λόγω αυτού του –ας θεωρήσουμε– εξωγενούς παράγοντα, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, δεν μπορεί παρά να έχουμε αντίστοιχες αυξήσεις στις τιμές τους.


Ερ: Επίσης, οι τιμές σε λιπάσματα, ζωοτροφές κ.α. έχουν εκτοξευθεί πιέζοντας το εισόδημα των γεωργών/κτηνοτρόφων. Θα υπάρξει κάποια αποσυμπίεση; (υπάρχουν στοιχεία;)

Απ: Ένας από τους κύριους λόγους που δεν μας επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία για τις τιμές των τροφίμων στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι η κατάσταση στην αγορά των λιπασμάτων. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό ότι η κυριότερη πρώτη ύλη για τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία είναι το μεθάνιο, το βασικό δηλαδή συστατικό του φυσικού αερίου (ΦΑ).

Από το μεθάνιο παράγεται μαζικά η αμμωνία που εμπεριέχεται στα λιπάσματα, μέσω μάλιστα μιας ιδιαίτερα ενεργοβόρας διαδικασίας, που επίσης τροφοδοτείται συνήθως με ΦΑ. Όσο λοιπόν οι τιμές στην αγορά του ΦΑ παραμένουν ακόμα, αν και μετά από μεγάλη αποκλιμάκωση, σημαντικότατα αυξημένες (συγκεκριμένα, βρίσκονται σήμερα σε διπλάσιο επίπεδο από τον μέσο όρο της 5-ετίας προ της πανδημίας), δεν μπορούμε να περιμένουμε το κόστος των λιπασμάτων να επανέλθει σε «φυσιολογικά» επίπεδα.

Αν, μαζί με τα λιπάσματα, συνυπολογίσουμε και μια σειρά από επιπλέον παράγοντες που επηρεάζουν το κόστος ή την αποδοτικότητα των γεωργών, όπως είναι το κόστος της ενέργειας αλλά και οι –άμεσα αναγνωρίσιμες πλέον– επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αντιλαμβανόμαστε σχετικά εύκολα ότι οι τιμές των γεωργικών προϊόντων –κατ’ αρχάς– πιέζονται από την πλευρά της προσφοράς με έναν αντικειμενικό και αναπόφευκτο τρόπο.

Όταν η προσφορά παραμένει συμπιεσμένη –κι αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ–, σε αγαθά με ανελαστική ζήτηση, δεν υπάρχει πραγματικό περιθώριο να μειωθεί η τιμή. Όσον αφορά στις ζωοτροφές, αυτές κατά κύριο λόγο αποτελούνται από γεωργικά προϊόντα, με αποτέλεσμα όλες οι επιπτώσεις που περιέγραψα για τα γεωργικά προϊόντα να περνούν έμμεσα, αλλά αναλλοίωτες, και στα προϊόντα της κτηνοτροφίας. Πρόκειται για μια αδιάρρηκτη αλυσίδα αυξημένου κόστους, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καταλήγει στο τραπέζι μας.


Ερ: Ο τουρισμός στη χώρα μας σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Όμως ακόμη «λείπει» η διασύνδεση τουρισμού και αγροτικού τομέα. Ποια είναι τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν;

Απ: Πράγματι, ο τουρισμός τα τελευταία χρόνια τα πηγαίνει πάρα πολύ καλά, σε σημείο που κατά τόπους μπορεί να αναδεικνύεται και ένα ζήτημα υπερτουρισμού. Όμως, όπως καταγράφει αναλυτική μελέτη της διαΝΕΟσις για τη διασύνδεση αγροδιατροφής και τουρισμού στην Ελλάδα, η τροφοδοσία του τομέα του τουρισμού δεν έχει ιδιαίτερα έντονη τάση για χρήση τοπικών προϊόντων.

Κάτι τέτοιο θα επιτύγχανε έναν διττό στόχο: αφενός μια πληρέστερη τουριστική εμπειρία και αφετέρου περαιτέρω συμμετοχή των τοπικών οικονομιών στα οφέλη του τουρισμού και περισσότερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για ολόκληρη την ελληνική οικονομία.

Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια εν δυνάμει «win-win» κατάσταση, που το μόνο που απαιτεί είναι τη διασύνδεση, τη συνεννόηση και έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα λήψης αποφάσεων από τους δύο κλάδους, ο εγκλωβισμός στην κοντόφθαλμη επιδίωξη του άμεσου κέρδους δεν μας έχει επιτρέψει να την επιτύχουμε (πρόκειται για ένα παράδειγμα του «διλήμματος των 2 φυλακισμένων»).

Ωστόσο η μελέτη της διαΝΕΟσις καταλήγει σε έναν προτεινόμενο οδικό χάρτη, που προσφέρει τον μηχανισμό που απαιτείται για τη φυγή από την κακή τρέχουσα ισορροπία. Το πρώτο βήμα σε αυτόν τον οδικό χάρτη είναι η σύσταση ενός «Γαστρονομικού DMMΟ» ο οποίος θα επιτρέψει ένα ενιαίο εθνικό branding της γαστρονομικής μας ταυτότητας, με εξειδίκευση κατά τόπους, μια συστηματοποίηση προγραμμάτων και συστημάτων του γαστρονομικού τουρισμού, τη μεταφορά γνώσης και τεχνογνωσίας, και μια ενιαία προβολή και marketing του εθνικού γαστρονομικού προϊόντος.

Από εκεί και πέρα, παρέχονται επίσης πολλές προτάσεις για το κεντρικό, το περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο, όπως η δημιουργία ενός ψηφιακού δικτύου πληροφόρησης και διασύνδεσης αγροδιατροφής και τουρισμού́, η ανάπτυξη ειδικά προσαρμοσμένων πακέτων “all-inclusive” που να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά κατανάλωσης τοπικών προϊόντων και ένα πρόγραμμα δημιουργίας πωλητηρίων και προθηκών σε ξενοδοχεία και εστιατόρια με συνεργασία Δήμων και Επιμελητηρίων.