Αύξηση των εισαγωγών ρωσικών λιπασμάτων στην ΕΕ, παρά τις κυρώσεις
Σε μια εντυπωσιακή εξέλιξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει μια σημαντική αύξηση στις εισαγωγές ρωσικών λιπασμάτων, παρά τις επιβαλλόμενες κυρώσεις. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ έχει επιβάλει περιορισμούς σε μια σειρά ρωσικών προϊόντων και υπηρεσιών, η ζήτηση για ρωσικά λιπάσματα παραμένει υψηλή, υπογραμμίζοντας τη βαθιά εξάρτηση της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής από τις εισαγωγές.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι εισαγωγές ρωσικών λιπασμάτων στην ΕΕ έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τους πρώτους πέντε μήνες του 2024, φτάνοντας σε αξία άνω των 649 εκατομμυρίων ευρώ. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στη σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής των ρωσικών λιπασμάτων, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικά για τους ευρωπαϊκούς αγρότες.
Οι κύριοι αγοραστές ρωσικών λιπασμάτων είναι η Πολωνία (467.700 τόνοι), η Γαλλία (228.500 τόνοι), η Γερμανία (214.300 τόνοι) και η Ιταλία (188.100 τόνοι), αντιπροσωπεύοντας το 57% του συνολικού όγκου των ρωσικών εισαγωγών λιπασμάτων.
Οι λόγοι πίσω από την αύξηση των εισαγωγών
Χαμηλότερο κόστος παραγωγής: Η Ρωσία διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό για την παραγωγή λιπασμάτων. Ως αποτέλεσμα, το κόστος παραγωγής των ρωσικών λιπασμάτων είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των ευρωπαϊκών παραγωγών, καθιστώντας τα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά στην αγορά.
Σταθερή παγκόσμια ζήτηση: Η παγκόσμια ζήτηση για λιπάσματα παραμένει υψηλή, υποστηρίζοντας τις τιμές και ενθαρρύνοντας τις ρωσικές εταιρείες να αυξήσουν την παραγωγή και τις εξαγωγές τους.
Περιορισμένες εναλλακτικές: Παρά τις προσπάθειες της ΕΕ να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή λιπασμάτων, οι ευρωπαίοι παραγωγοί δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τους Ρώσους όσον αφορά το κόστος.
Οι επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή
Η αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τα ρωσικά λιπάσματα εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού και τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή. Ειδικοί προειδοποιούν ότι εάν η ΕΕ συνεχίσει να εξαρτάται από τις ρωσικές εισαγωγές, θα είναι ευάλωτη σε πιθανές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και σε αυξήσεις των τιμών των αγροτικών προϊόντων.
Μια δύσκολη ισορροπία
Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δύσκολο δίλημμα. Από τη μία πλευρά, η επιθυμία να μειώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία και να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια είναι επιτακτική. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη να διασφαλίσει την ασφάλεια του εφοδιασμού με λιπάσματα και να διατηρήσει τη ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού αγροτικού τομέα είναι εξίσου σημαντική.
Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, η ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα περιλαμβάνει επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για την παραγωγή λιπασμάτων, την ενίσχυση της συνεργασίας με άλλους παραγωγούς λιπασμάτων και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας στον τομέα της γεωργίας.
Ωστόσο, οι ειδικοί σημειώνουν ότι τα ρωσικά λιπάσματα παραμένουν φθηνότερα από αυτά που παράγονται από τους ευρωπαίους κατασκευαστές, γεγονός που αποτελεί βασικό κινητήριο παράγοντα για τις εξαγωγές. Οι ρωσικές εταιρείες επωφελούνται από το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, καθιστώντας τις ιδιαίτερα ανταγωνιστικές στην αγορά.
Ο Yaroslav Kabakov, διευθυντής στρατηγικής στην επενδυτική εταιρεία Finam, τονίζει αυτό το πλεονέκτημα. Ο Sergey Grishunin, διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού αξιολόγησης NRA, συμφωνεί ότι οι ευρωπαίοι κατασκευαστές λιπασμάτων, εκτός από τη Yara της Νορβηγίας, δεν ήταν ήδη σε θέση να ανταγωνιστούν τους Ρώσους παραγωγούς όσον αφορά το κόστος παραγωγής ακόμη και πριν από την ενεργειακή κρίση στην ΕΕ το 2021. Τώρα, το πλεονέκτημα της Ρωσίας είναι ακόμη πιο έντονο.
Ο Kabakov υπογραμμίζει επίσης ότι η σταθερή παγκόσμια ζήτηση για λιπάσματα στηρίζει τις τιμές τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των λιπασμάτων στα λιμάνια της Βαλτικής τους επόμενους μήνες, επιτρέποντας στις ρωσικές εταιρείες να ενισχύσουν περαιτέρω την παραγωγή και τις εξαγωγές τους.
Ο Mark Boichuk, επικεφαλής των προγραμμάτων πρακτικής για τη γεωργία και τον καταναλωτικό τομέα στην εταιρεία συμβούλων Strategy Partners, προτείνει ότι εάν η ΕΕ εγκαταλείψει τις ρωσικές εισαγωγές λιπασμάτων, θα οδηγήσει σε υψηλότερες γεωργικές τιμές και τελικά θα αναγκάσει την Ευρώπη να εισάγει γεωργικά προϊόντα, ιδιαίτερα από τη Ρωσία.