Αισιόδοξοι οι έμποροι - απαισιόδοξοι οι παραγωγοί
Το ελαιόλαδο συνεχίζει να είναι ένας μεγάλος και «βαρύς» παράγοντας για την ακρίβεια στη χώρα μας αυξάνοντας τον πληθωρισμό κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τουλάχιστον, κι έτσι o προβληματισμός για το πώς θα κυμανθεί η τιμή του, παραμένει.
Όσον αφορά την αγορά του ελαιόλαδου σε σχέση με την πορεία της παραγωγής αλλά και των τιμών κατά τη νέα ελαιοκομική περίοδο, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, σύμφωνα με το ΕΡΤnews. Από τη μία οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία της παραγωγής ελαιόλαδου στην Ελλάδα που δεν επιβεβαιώνονται και από την άλλη η αυξημένη παραγωγή στην Ισπανία εκτιμάται ότι μπορεί να ωθήσει την τιμή του παραγωγού σε πιο χαμηλά επίπεδα.
Οι μεν παραγωγοί χαμηλώνουν τον πήχη για τις ποσότητες που θα παράξει η χώρα μας, οι δε μεταποιητές δηλώνουν αισιόδοξοι βλέποντας αύξηση της εγχώριας παραγωγής έως και 57%.
Παρόλο που οι πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για αύξηση της παραγωγής στην Ισπανία από τους 750.000 στους 1,5 εκατ. τόνους, τις τελευταίες μέρες εκπρόσωποι του κλάδου αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους στους 1 με 1,1 εκατ. τόνους.
Στην Ελλάδα, αν και αρχικά οι ελαιοπαραγωγοί ανέμεναν άνοδο της παραγωγής από τους 140.000 στους 200 με 220.000 τόνους, πλέον οι προβλέψεις τους δεν ξεπερνούν τους 150 με 160.000 τόνους. Από την πλευρά τους, στελέχη της μεταποίησης του ελαιόλαδου εκτιμούν ότι η νέα ελαιοκομική περίοδος θα κλείσει με θετικό πρόσημο και οι τιμές στο ράφι που σήμερα αγγίζουν τα 12 με 13 ευρώ το λίτρο, θα υποχωρήσουν σε ποσοστό έως και 39%.
«Εάν οι τιμές, όπως προβλέπεται σε επίπεδο παραγωγού, προσγειωθούν περίπου στα 6 ευρώ, θεωρούμε ότι θα κινηθεί περίπου στα 8 με 9 ευρώ το τυποποιημένο ελαιόλαδο ανά λίτρο» ανέφερε ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου.
Όπως αναφέρει και η μελέτη του ΙΟΒΕ για τον Σύνδεσμο Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών, το ελαιόλαδο τροφοδοτεί την ακρίβεια. Τον Μάιο ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής διαμορφώθηκε στο 3%. Ωστόσο, αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο υποχωρεί στο 0,7%. Η αύξηση της τιμής του υγρού χρυσού έχει οδηγήσει σε πτώση της κατανάλωσης κατά 27% από τους 30.000 στους 22.000 τόνους ετησίως.