Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος τα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών να μην ανακυκλώνονται στην πραγματικότητα
Από την εισαγωγή του, το 2021, η λειτουργία του ιδίου πόρου της ΕΕ που βασίζεται στα μη ανακυκλωμένα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών (αλλιώς «ο ίδιος πόρος που βασίζεται στα πλαστικά») δεν έχει κυλήσει ομαλά, καταλήγει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σε έκθεση που δημοσίευσε σήμερα.
Δεν υπήρξε έγκαιρη κινητοποίηση για την παρακολούθηση και την υποστήριξη της εφαρμογής του, με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ να είναι ανέτοιμες να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση.
Τα επίμονα προβλήματα με τη συγκρισιμότητα και την αξιοπιστία των στοιχείων, και η απουσία κατάλληλων ελέγχων που να εξακριβώνουν αν τα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών πράγματι ανακυκλώνονται δείχνουν ότι είναι πιθανό ο εν λόγω πόρος να μην υπολογίζεται ορθά.
Πέραν της συμβολής του στην αποπληρωμή του μέσου ανάκαμψης της ΕΕ, ο ίδιος πόρος της ΕΕ που βασίζεται στα πλαστικά αποσκοπεί στην κινητροδότηση για μείωση της κατανάλωσης πλαστικών προϊόντων μίας χρήσης, προώθηση της ανακύκλωσης και τόνωση της κυκλικής οικονομίας.
Κάθε κράτος μέλος συνεισφέρει 0,8 ευρώ ανά χιλιόγραμμο μη ανακυκλούμενων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών. Δεδομένου ότι τα σχετικά στοιχεία δεν καθίστανται διαθέσιμα παρά δύο χρόνια μετά το έτος που αφορούν, οι συνεισφορές υπολογίζονται με βάση τις προβλέψεις, οι οποίες στην πορεία αναπροσαρμόζονται.
Το 2023, τα έσοδα από τον ίδιο πόρο που βασίζεται στα πλαστικά ανήλθαν σε 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ή στο 4 % των συνολικών εσόδων της ΕΕ.
«Μετά από 33 χρόνια χρήσης των ίδιων και των αυτών ιδίων πόρων, το 2021 η ΕΕ εισήγαγε μία ακόμη πηγή εσόδων, η οποία βασίζεται στα μη ανακυκλωμένα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών που παράγονται στα κράτη μέλη.
Ωστόσο, οι αδυναμίες στον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω εσόδων παραμένουν πολλές», δήλωσε ο Λευτέρης Χριστοφόρου, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Καλούμε λοιπόν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπισή τους και να αξιοποιήσει τα αντληθέντα διδάγματα κατά την προετοιμασία τυχόν νέων πηγών εσόδων της ΕΕ στο μέλλον.»
Το ΕΕΣ επισημαίνει ότι μόλις πέντε χώρες της ΕΕ είχαν μεταφέρει εμπρόθεσμα την οδηγία για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας στο εθνικό τους δίκαιο, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των υπόλοιπων 22 κρατών μελών, από τις οποίες η μία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο του ελέγχου. Εξωτερικός σύμβουλος διενήργησε ελέγχους συμμόρφωσης μόλις η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο θεωρήθηκε πλήρης.
Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι τουλάχιστον μία από τις βασικές διατάξεις (για παράδειγμα, όσον αφορά τον ορισμό του «πλαστικού» και της «συσκευασίας», ή τον υπολογισμό των παραγμένων και ανακυκλωμένων πλαστικών απορριμμάτων) δεν είχε μεταφερθεί ορθά στο εθνικό δίκαιο.
Για να βρεθεί ωστόσο μια λύση στα ζητήματα αυτά χρειάζεται πολύς χρόνος, όπως σημειώνει το ΕΕΣ. Και μέχρι αυτό να γίνει, οι χώρες της ΕΕ θα συνεχίσουν κατά πάσα πιθανότητα να χρησιμοποιούν ασυνεπείς ορισμούς και ακατάλληλες μεθόδους κατάρτισης δεδομένων που επηρεάζουν τον υπολογισμό των συνεισφορών τους. Επομένως, το ΕΕΣ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διευθετήσει την κατάσταση.
Όσον αφορά το πρώτο έτος εφαρμογής του ιδίου πόρου που βασίζεται στα πλαστικά (2021), η πλειονότητα των κρατών μελών (22) είχε προβλέψει ποσότητα μη ανακυκλωμένων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών μικρότερη από εκείνη που υπολογίστηκε εντέλει με βάση τα τελικά στοιχεία.
Η πρόβλεψη για τη συνολική ποσότητα των απορριμμάτων αυτών για το 2021 ήταν κατά 1,4 δισεκατομμύρια χιλιόγραμμα μικρότερη από τις ποσότητες που αναφέρθηκαν για το εν λόγω έτος το 2023.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο ίδιος πόρος που βασίζεται στα πλαστικά να υποεκτιμηθεί κατά 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2021 (σχεδόν το ένα πέμπτο των 5,9 δισεκατομμυρίων ευρώ που εισπράχθηκαν εκείνη τη χρονιά). Προκειμένου να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός, το ποσό αυτό χρειάστηκε να αντισταθμιστεί με άλλους πόρους.
Το ΕΕΣ επισημαίνει ότι οι χώρες της ΕΕ χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους κατάρτισης δεδομένων και δεν εξισορροπούν τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Διαπίστωσε επίσης ότι μόλις έξι κράτη μέλη ανέφεραν στοιχεία σχετικά με την ανακύκλωση λαμβάνοντας ως σημείο μέτρησης την είσοδο στην εργασία ανακύκλωσης, όπως ορίζει η νομοθεσία.
Τα υπόλοιπα είχαν βασιστεί κυρίως σε στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την έξοδο από τις εγκαταστάσεις διαλογής και εφάρμοσαν μέσα ποσοστά απωλειών. Το γεγονός αυτό υπονομεύει την αξιοπιστία των εκτιμήσεων των κρατών μελών σχετικά με τις ποσότητες που ανακυκλώνονται και δυσχεραίνει την αντιπαραβολή τους, ενώ επηρεάζει με τη σειρά του την αναφορά στοιχείων σχετικά με την επίτευξη των τιμών-στόχου ανακύκλωσης που ορίζονται στην οδηγία για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας.
Τέλος, λόγω της απουσίας κατάλληλων ελέγχων, ο κίνδυνος ορισμένα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών να μην ανακυκλώνονται στην πραγματικότητα είναι υψηλός.
Η αποτέφρωση, η απόρριψη στο φυσικό περιβάλλον ή η υγειονομική ταφή των απορριμμάτων που δηλώνονται ως ανακυκλωμένα όχι μόνο συνιστά περιβαλλοντικό έγκλημα, αλλά οδηγεί και σε αδικαιολόγητη μείωση των ποσών που μπορούν να εισπραχθούν για τον ίδιο πόρο.
Σύμφωνα με το ΕΕΣ, τον ίδιο κίνδυνο εμφανίζουν και τα πλαστικά απορρίμματα που εξάγονται εκτός της ΕΕ, καθώς τα κράτη μέλη δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να επαληθεύουν ότι οι συνθήκες ανακύκλωσης σε τρίτες χώρες πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις της ΕΕ. Ως εκ τούτου, το ΕΕΣ συνιστά τη λήψη μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου αυτού.