Κτηνοτροφία: Μεταξύ κρίσης και αναγέννησης ποια είναι η έξοδος;

Πώς θα σώσουμε την Κτηνοτροφία; Οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέματα…αλήθειες που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε

Απότομη Πτώση στην Παραγωγή Κρέατος και Ζωικού Κεφαλαίου στην ΕΕ και την Ελλάδα το 2024

Η κτηνοτροφία στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μία κρίσιμη φάση, καθώς το 2024 αναμένεται να καταγραφούν σημαντικές μειώσεις στην παραγωγή κρέατος και στον πληθυσμό των ζώων. Η πτώση αυτή δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά αποτελεί συνέχεια μίας καθοδικής πορείας που έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 21ου αιώνα. Ωστόσο, τα τελευταία δεδομένα, κυρίως εξαιτίας της εξάπλωσης ασθενειών όπως η ευλογιά και η πανώλη των αιγοπροβάτων, εντείνουν τις πιέσεις στον τομέα της κτηνοτροφίας, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Η πλειονότητα των πληθυσμών ζώων της ΕΕ κρατείται σε λίγες μόνο χώρες και είχε σημαντικό ζωικό πληθυσμό στα τέλη του 2022, υπήρχαν 134 εκατομμύρια κεφάλια χοίρων, 75 εκατομμύρια κεφάλια βοοειδών και 70 εκατομμύρια κεφάλια αιγοπρόβατα. Η Ισπανία αντιπροσώπευε περίπου το ένα τέταρτο των πληθυσμών χοίρων (25,4 %) και προβάτων (24,5 %) της ΕΕ το 2022, ενώ η Ελλάδα είχε παρόμοιο μερίδιο του πληθυσμού των αιγών της ΕΕ (26,3 %) και η Γαλλία ένα κάπως μικρότερο μερίδιο (22,7 %) του πληθυσμού των βοοειδών.

Ορισμένες χώρες της ΕΕ είναι σχετικά εξειδικευμένες όσον αφορά την κτηνοτροφία για παράδειγμα, η Ιρλανδία αντιπροσώπευε το 8,8 % των βοοειδών της ΕΕ το 2022 (λίγο περισσότερο από ό,τι στην Ισπανία και την Ιταλία), ενώ η Δανία αντιπροσώπευε το 8,6 % του πληθυσμού των χοίρων της ΕΕ (λίγο λιγότερο από ό,τι στη Γαλλία). Μετά την Ισπανία, ο δεύτερος και τρίτος μεγαλύτερος πληθυσμός προβάτων στην ΕΕ ήταν η Ρουμανία (17,4 % του συνόλου της ΕΕ) και η Ελλάδα (12,5 %).

 Πτωτική τάση στην παραγωγή κρέατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το 2022, η παραγωγή κρέατος στην ΕΕ σημείωσε σημαντική πτώση, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στο χοιρινό κρέας. Η παραγωγή υποχώρησε κατά 5,7%, φτάνοντας τους 22,1 εκατομμύρια τόνους, ενώ η παραγωγή κρέατος πουλερικών μειώθηκε κατά 1,5%. Η πτώση συνεχίστηκε και στον τομέα του βόειου κρέατος, όπου η παραγωγή υποχώρησε κατά 2,4%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας παρέμεινε σταθερό, γύρω στους 500.000 τόνους.

Η ΕΕ παρήγαγε περίπου 0,5 εκατομμύρια τόνους αιγοπρόβειου κρέατος το 2022, ήτοι 1,1 % περισσότερο από ό,τι το 2021. Το πρόβειο κρέας αντιπροσώπευε τη συντριπτική πλειονότητα (περίπου 90 %) της συνδυασμένης συνολικής παραγωγής.
Τα τρία τέταρτα του πρόβειου κρέατος της ΕΕ το 2022 παρήχθησαν στην Ισπανία (27,8 %), τη Γαλλία (18,2 %), την Ιρλανδία (14,5 %) και την Ελλάδα (14,3 %). Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι κύριοι παραγωγοί κατσικίσιου κρέατος είναι η Ελλάδα και η Ισπανία.

    Μείωση του κτηνοτροφικού πληθυσμού στην ΕΕ

Τα τελευταία 20 χρόνια, οι πληθυσμοί των ζώων στην Ευρώπη παρουσιάζουν συνεχή πτώση. Από το 2002 έως το 2022, ο πληθυσμός των αιγοπροβάτων στην ΕΕ μειώθηκε κατά 20%, ενώ η μείωση στα βοοειδή ανήλθε στο 9%. Οι μειώσεις αυτές οφείλονται σε περιβαλλοντικές πιέσεις, αυστηρότερους κανονισμούς για την ευημερία των ζώων στο πλαίσιο της στρατηγικής «Farm to Fork», καθώς και στις αλλαγές στη ζήτηση για ζωικά προϊόντα.

Εξετάζοντας λεπτομερέστερα τις εξελίξεις μεταξύ 2021 και 2022, ο πληθυσμός των βοοειδών στην ΕΕ μειώθηκε κατά 1,2 % ενώ σημειώθηκαν εντονότερα ποσοστά μείωσης για τα πρόβατα (μείωση 2,4 %), τις κατσίκες (μείωση 4,1 %) και τους χοίρους (μείωση 5,1 %) .

Η Ισπανία και η Γερμανία παραμένουν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί χοιρινού κρέατος στην ΕΕ, ενώ η Πολωνία κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή πουλερικών. Παρ' όλα αυτά, οι περισσότερες χώρες βλέπουν πτώση στην παραγωγή τους, με εξαίρεση την Πολωνία, όπου καταγράφεται αύξηση 7,5%.

Η Κτηνοτροφία στην Ελλάδα Προκλήσεις και Ευκαιρίες

Η Ελλάδα έχει παραδοσιακά ισχυρή θέση στον τομέα της αιγοπροβατοτροφίας, κατέχοντας το 14,3% της συνολικής παραγωγής αιγοπρόβειου κρέατος στην ΕΕ το 2022. Παράλληλα, αντιπροσωπεύει το 26,3% του συνολικού πληθυσμού αιγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 12,5% του πληθυσμού των προβάτων. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν τη σημασία της αιγοπροβατοτροφίας για την ελληνική οικονομία, ειδικά σε απομακρυσμένες και ορεινές περιοχές, όπου η κτηνοτροφία παραμένει βασικός πυλώνας.

Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από τις ευρύτερες ευρωπαϊκές τάσεις. Από το 2021 έως το 2022, ο πληθυσμός των χοίρων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 5,1%, ενώ η μείωση στον πληθυσμό των προβάτων έφτασε το 2,4%. Αυτές οι μειώσεις αποδίδονται στο αυξημένο κόστος παραγωγής, τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και την μεταβολή στις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, που στρέφονται περισσότερο προς φυτικά προϊόντα.

Η Επίδραση των ασθενειών στην κτηνοτροφία το 2024

Η ελληνική κτηνοτροφία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην τοπική αγροτική οικονομία, ειδικά σε απομονωμένες περιοχές. Το 2024, οι ελληνικές κτηνοτροφικές μονάδες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια σοβαρή πρόκληση, καθώς οι επιδημίες ευλογιάς και πανώλης των αιγοπροβάτων έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος του ζωικού κεφαλαίου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της DG SANTE, η Ελλάδα έχασε πάνω από 300.000 αιγοπρόβατα λόγω των ασθενειών αυτών, με τις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και των νησιών να πλήττονται περισσότερο.Οι επιβεβαιωμένες εστίες, ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη,αλλά και την περιοχή της θεσσαλίας  ανάγκασαν τις αρχές να εφαρμόσουν αυστηρά μέτρα ελέγχου, όπως η σφαγή μολυσμένων ζώων, η απομόνωση των εκτροφών και η ενίσχυση των συνθηκών υγειονομικής ασφάλειας. Αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε σοβαρές οικονομικές απώλειες για τους κτηνοτρόφους, ενώ η μείωση της παραγωγής γάλακτος και κρέατος έχει ήδη επηρεάσει τις τοπικές αγορές.

Ωστόσο, η συνεχής μείωση του ζωικού πληθυσμού και οι περιβαλλοντικές προκλήσεις που απορρέουν από την ανάγκη για πιο βιώσιμες πρακτικές θέτουν την κτηνοτροφία ενώπιον νέων προκλήσεων. Το αυξανόμενο κόστος παραγωγής και η μεταβαλλόμενη ζήτηση για πιο φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα απαιτούν από τους παραγωγούς να προσαρμοστούν, χωρίς όμως να διακυβεύεται η βιωσιμότητα του κλάδου.

Η κτηνοτροφία στην Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί βασικό πυλώνα της τοπικής αγροτικής οικονομίας, αλλά οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε τοπικό επίπεδο, απαιτούν γρήγορη προσαρμογή και συντονισμένες ενέργειες.