Λιπάσματα: Το κρυφό όπλο της Ρωσίας και η απάντηση της Ευρώπης

Γεωπολιτική και λιπάσματα η Ευρώπη παγιδευμένη σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι

Η ευρωπαϊκή αγορά λιπασμάτων βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς η αθρόα εισαγωγή ρωσικών λιπασμάτων, επιδοτούμενων από τις χαμηλές τιμές φυσικού αερίου, δημιουργεί σοβαρές ανισορροπίες στον ανταγωνισμό. Η πρακτική αυτή έχει οδηγήσει τους παραγωγούς λιπασμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε δυσχερή θέση, αναγκάζοντάς τους να περιορίσουν την παραγωγή ή ακόμη και να αποχωρήσουν από την αγορά, λόγω της διαρκώς μειούμενης ανταγωνιστικότητάς τους.

Η απειλή για την ευρωπαϊκή αυτάρκεια
Οι επιπτώσεις είναι ανησυχητικές: η Ευρώπη βλέπει την παραγωγική της ικανότητα να συρρικνώνεται, καθιστώντας την ολοένα και πιο εξαρτημένη από εξωτερικές πηγές προμήθειας λιπασμάτων. Η υποβάθμιση της εγχώριας παραγωγής δεν επηρεάζει μόνο τον τομέα των λιπασμάτων, αλλά θέτει σε κίνδυνο και τη συνολική γεωργική της αυτάρκεια, σε μια εποχή που η ενεργειακή κρίση και η γεωπολιτική αστάθεια απαιτούν μεγαλύτερη αυτονομία.

Γεωπολιτική και οικονομία το διπλό παιχνίδι της Ρωσίας
Η χαμηλή τιμή εξαγωγής των ρωσικών λιπασμάτων δεν αποτελεί απλώς οικονομική στρατηγική. Όπως εκτιμούν ευρωπαϊκές πηγές, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, στοχεύοντας στη χρηματοδότηση της στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία. Από την έναρξη της σύγκρουσης, η ΕΕ έχει δαπανήσει περίπου 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ για εισαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, γεγονός που ενισχύει άμεσα την οικονομική ισχύ των δύο αυτών κρατών και, κατ’ επέκταση, την πολεμική τους μηχανή.

Το χάσμα κερδοφορίας μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ
Το φθηνό κόστος παραγωγής των ρωσικών λιπασμάτων, αποτέλεσμα της κρατικής επιδότησης στο φυσικό αέριο, έχει προσφέρει στους Ρώσους παραγωγούς μεγάλα περιθώρια κέρδους. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές εταιρείες λιπασμάτων αντιμετωπίζουν αυξημένα κόστη παραγωγής λόγω της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών. Οι απώλειες αυτές περιορίζουν την ικανότητα ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών εταιρειών τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς αγορές, με αρνητικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα της γεωργίας στην ΕΕ.

Ενδοευρωπαϊκές αντιδράσεις και προτάσεις
Η κατάσταση έχει προκαλέσει την αντίδραση οκτώ κρατών-μελών της ΕΕ, τα οποία ζήτησαν την προηγούμενη εβδομάδα την επιβολή δασμών στα ρωσικά λιπάσματα, ως αναγκαίο μέτρο για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά. Η Yara Europe, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς λιπασμάτων στην ΕΕ, εξέφρασε τη στήριξή της σε έναν δασμό 30% στα ρωσικά προϊόντα, υπογραμμίζοντας ότι η ενέργεια αυτή δεν είναι απλώς ζήτημα οικονομικού ανταγωνισμού. Αντιθέτως, αποτελεί κλειδί για την εξασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης και την επίτευξη της πολυπόθητης πράσινης μετάβασης.

Η επιβολή δασμών δεν είναι πανάκεια, αλλά θεωρείται το πρώτο βήμα για την προστασία της τοπικής παραγωγής λιπασμάτων, τη διατήρηση της ευρωπαϊκής γεωργικής παραγωγής και την αποτροπή περαιτέρω χρηματοδότησης της στρατιωτικής επιθετικότητας της Ρωσίας. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τους επόμενους μήνες θα καθορίσουν εάν η Ευρώπη μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία στις αγορές της, ενισχύοντας παράλληλα την αυτάρκεια και τη γεωργική σταθερότητά της.

Η ΕΕ καλείται να διαχειριστεί ένα ζήτημα που ξεπερνά τις οικονομικές του διαστάσεις, διασφαλίζοντας ότι οι αγροτικοί της τομείς δεν θα γίνουν θύματα ενός γεωπολιτικού παιχνιδιού με μακροπρόθεσμες συνέπειες.