Περίπου το 2% των εργαζομένων της έχουν ή είχαν μολυνθεί.
Η θυγατρική του γιγαντιαίου ομίλου της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen AG στο Μεξικό ανακοίνωσε ότι περίπου το 2% των εργαζομένων της έχουν ή είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό, υπογραμμίζοντας το μέγεθος της πρόκλησης για τις εταιρείες του κλάδου που ανοίγουν ξανά τις εγκαταστάσεις τους πριν καν καταγραφεί η κορύφωση της πανδημίας.
Η Volkswagen ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη ότι κάλεσε τους εργαζομένους της να επιστρέψουν, κατά μειωμένο ποσοστό, στις εγκαταστάσεις της στην Πουέμπλα, όπου παράγονται οχήματα με τα σήματα της ίδιας και της Audi, θυγατρικής της που διαθέτει πιο πολυτελή οχήματα.
Άλλες μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, ειδικά των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, άρχισαν και πάλι τη δραστηριότητά τους σε άλλες περιοχές του Μεξικού μία ως δύο εβδομάδες πριν από τη VW.
Η πολιτεία Πουέμπλα είναι ανάμεσα σε αυτές που υφίστανται τα πιο βαριά χτυπήματα από την πανδημία του κορωνοϊού και οι αρχές σε αυτή καθυστέρησαν την επανεκκίνηση της λειτουργίας βιομηχανικών εγκαταστάσεων.
Η διεύθυνση της μεξικανικής θυγατρικής της Volkswagen, που κάνει εκτενώς τεστ για τον SARS-CoV-2 αλλά και τεστ αντισωμάτων στους υπαλλήλους της, λέει πως ως τώρα διαπιστώνει ότι περίπου το 2% προσβλήθηκε την περίοδο αφότου έκλεισε τις μονάδες της, στα τέλη Μαρτίου, ως την επανέναρξη της λειτουργίας τους.
Έχει υποβληθεί σε τεστ περίπου το 45% των 11.364 εργαζομένων του ομίλου της VW και το συμπέρασμα είναι πως περίπου 100, ή το 2%, έχει ή είχε μολυνθεί, διευκρίνισε ο όμιλος σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.
Το Μεξικό έχει μετατραπεί σε νέο επίκεντρο της πανδημίας του κορωνοϊού. Χθες Δευτέρα το Υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι κατέγραψε 759 νέους θανάτους εξαιτίας της COVID-19 και 4.577 επιβεβαιωμένα κρούσματα μόλυνσης από τον SARS-CoV-2, με τον συνολικό απολογισμό να ανέρχεται σε 22.584 νεκρούς επί συνόλου 185.122 ανθρώπων που έχει διαγνωστεί επίσημα ότι προσβλήθηκαν.
Ο πρόεδρος της χώρας Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ επικρίνεται διότι επέτρεψε να ανοίξουν ξανά εργοστάσια πολύ πρόωρα, καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι οι θάνατοι ή τα κρούσματα μόλυνσης μειώνονται.