«Καθώς ο ρυθμός της απώλειας της βιοποικιλότητας συνεχίζεται σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητος, η σύνδεσή της με άλλες σοβαρές παγκόσμιες προκλήσεις γίνεται όλο και περισσότερο προφανής», επισημαίνεται στην Έκθεση "Protected Planet 2020", που υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και του IUCN.
Η εν λόγω έκθεση που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, έρχεται λίγο πριν την επικαιροποίηση των παγκόσμιων στόχων για τη φύση και τη θέσπιση του παγκόσμιου πλαισίου για τη βιοποικιλότητα, που πρόκειται να συμφωνηθούν στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα στο Κουνμίνγκ της Κίνας, τον Οκτώβριο του 2021, και σε συνέχεια της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030.
Με βάση μάλιστα την ευρωπαϊκή στρατηγική ξεκαθαρίζεται ότι η απώλεια της βιοποικιλότητας και η κλιματική κρίση είναι αλληλοεξαρτώμενες. «Όταν η μία επιδεινώνεται, επιδεινώνεται και η άλλη».
Ενώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο παγκόσμιος πληθυσμός άγριων ειδών μειώθηκε κατά 60% τα τελευταία 40 χρόνια, ένα εκατομμύριο είδη κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, την ώρα που το μισό του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), 40 τρισ. ευρώ, εξαρτάται από τη φύση.
Αύξηση των προστατευόμενων περιοχών, αμφισβητούμενη η αποτελεσματικότητα
Σχολιάζοντας την Έκθεση ο Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), καθηγητής Κώστας Τριάντης, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι, ενώ παγκοσμίως κάνουμε σημαντικά βήματα αυξάνοντας τις προστατευόμενες περιοχές, καθώς θα ξεπεράσουν το 17% της χερσαίας έκτασης του πλανήτη, η αποτελεσματικότητα της προστασίας αυτής είναι αμφισβητούμενη».
Όπως αναφέρει, «σε αρκετές περιπτώσεις ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως προστατευόμενης δεν συνοδεύεται από το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και κυρίως τα απαραίτητα "εργαλεία", για παράδειγμα σταθερή χρηματοδότηση και υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων διατήρησης».
Κρίσιμα στοιχεία που συχνά απουσιάζουν, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι επίσης η διαφάνεια και η λογοδοσία. «Γι' αυτό και θεωρώ την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος μια ημέρα απολογισμού και όχι εορτασμού», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, η έκθεση Protected Planet 2020, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη ορθής διαχείρισης των οικοσυστημάτων αν και επισημαίνει ταυτόχρονα τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία 10 χρόνια για την ανάπτυξη του παγκόσμιου δικτύου προστατευόμενων περιοχών.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της Έκθεσης, «πριν ακόμη η πανδημία COVID-19 αναδείξει στη συνείδηση του κοινού τα σοβαρά προβλήματα της μη βιώσιμης εκμετάλλευσης της φύσης, η ευαισθητοποίηση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της απώλειας της βιοποικιλότητας και της κλιματικής κρίσης εντείνονταν».
Τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι ξεκάθαρα: «Καθώς μπαίνουμε στη νέα δεκαετία, είναι σαφές ότι η απώλεια βιοποικιλότητας πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι μόνο για χάρη των ειδών και των οικοσυστημάτων, αλλά και για να διασφαλιστεί η επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών».
Όπως ο κ. Τριάντης τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η απώλεια της ποικιλίας της ζωής στη γη, της βιοποικιλότητας δηλαδή, και η κατάρρευση των οικοσυστημάτων είναι δύο από τις σημαντικότερες απειλές για την ανθρωπότητα τις ερχόμενες δεκαετίες. Πέραν, όμως, των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων στις ανθρώπινες κοινωνίες, θα μου επιτρέψετε να αναφέρω δύο ακόμα πιο θεμελιώδεις λόγους για την ανάγκη προστασίας των ζωικών και των φυτικών ειδών: Ο πρώτος είναι απλώς ότι υπάρχουν. Κάθε είδος είναι δηλωτικό της μοναδικότητας της ζωής - και αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να το προστατεύσουμε. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η βιοποικιλότητα κάθε χώρας αποτελεί εθνικό πλούτο. Τα φυτά και τα ζώα της Ελλάδας -τα περισσότερα μοναδικά παγκοσμίως- είναι η κληρονομιά μας, αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας και ισχυρός δεσμός με τον τόπο μας. Συνεπώς, η απώλεια κάθε μοναδικού είδους αφαιρεί και ένα τμήμα της ταυτότητάς μας».
Όπως υπογραμμίζεται και από την Έκθεση, «μπαίνουμε σε μια εποχή όπου έχουμε τη μοναδική ευκαιρία για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης, που αντιμετωπίζει η φύση. Η πανδημία COVID-19 έθεσε στο επίκεντρο των απειλών την απώλεια της βιοποικιλότητας όχι μόνο για την υγεία του οικοσυστήματος, αλλά και για την υγεία των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός δημιούργησε μία νέα ώθηση για να αξιοποιηθούν τα οφέλη των προστατευόμενων περιοχών στο πλήρες δυναμικό τους».
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, έως το 2021, τουλάχιστον το 17% των χερσαίων και εσωτερικών υδάτων, και το 10% των παράκτιων και θαλάσσιων περιοχών, διατηρούνται και προστατεύονται μέσω αποτελεσματικής και δίκαιης διαχείρισης, οικολογικά αντιπροσωπευτικών και καλά συνδεδεμένων συστημάτων προστατευόμενων περιοχών και άλλων αποτελεσματικών μέτρων διατήρησης.
Σημειώνεται ότι από το 2010, οι προστατευόμενες περιοχές καλύπτουν σχεδόν 21 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα - έκταση μεγαλύτερη από τη χερσαία έκταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας - ενώ στο δίκτυο προστίθενται νέες προστατευόμενες περιοχές κάθε μήνα καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις και άλλοι ενδιαφερόμενοι επεκτείνουν τις προσπάθειές τους, ενώ το 42% προστέθηκε την τελευταία δεκαετία.
Στην Ελλάδα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά προστατευόμενων περιοχών
Όσον αφορά τη χώρα μας, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΦΥΠΕΚΑ: «Η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά προστατευόμενων περιοχών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο - και δικαίως, δεδομένης της μοναδικότητας της βιοποικιλότητάς μας. Εξαιτίας της θεσμοθέτησης των περιοχών αυτών, σε αρκετές περιπτώσεις, τα έχουμε καταφέρει: Για παράδειγμα, ο πληθυσμός της θαλάσσιας χελώνας, Caretta caretta, αυξάνει, και το είδος δεν απειλείται πλέον με εξαφάνιση στη Μεσόγειο. Ο πληθυσμός της καφέ αρκούδας επίσης αυξάνει, ενώ και για τη μεσογειακή φώκια τα δεδομένα είναι ενθαρρυντικά. Οι επιτυχίες αυτές, που πρέπει να αναγνωρίζονται και να προβάλλονται, δείχνουν πως μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί».
«Δυστυχώς, όμως», συμπληρώνει ο κ. Τριάντης, «δεν έχουμε ακόμη ένα ενιαίο και αξιόπιστο πλαίσιο για όλα τα είδη και όλες τις προστατευόμενες περιοχές. Παρότι έχουμε θεσμοθετήσει για τις περιοχές αυτές, δεν έχουμε καταφέρει να εφαρμόσουμε μεγάλος μέρος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και κυρίως να πετύχουμε μια ορθολογική διαχείρισή τους. Για δεκαετίες τρέχουμε ασθμαίνοντας πίσω από ευρωπαϊκές οδηγίες που, σε αρκετές περιπτώσεις, εφαρμόζουμε με δυσφορία ή μερικώς. Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και δεν μπορούμε πια να τις αποφεύγουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται δε, ότι απ΄ την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι βασικές δεσμεύσεις έως το 2030 για την προστασία της Φύσης ως το 2030, αφορούν τα εξής:
1.Νόμιμη προστασία τουλάχιστον του 30 % της χερσαίας έκτασης της ΕΕ και του 30 % της θαλάσσιας περιοχής της ΕΕ και ενσωμάτωση οικολογικών διαδρόμων, στο πλαίσιο ενός πραγματικού διευρωπαϊκού δικτύου για τη φύση.
2.Αυστηρή προστασία τουλάχιστον του ενός τρίτου των προστατευόμενων περιοχών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων όλων των εναπομεινάντων πρωτογενών και παλαιών δασών της ΕΕ.
3.Αποτελεσματική διαχείριση όλων των προστατευόμενων περιοχών, με τον καθορισμό σαφών στόχων και μέτρων διατήρησης και την κατάλληλη παρακολούθησή τους.
Σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΗΕ: Η μεγαλύτερη ανάπτυξη σε προστατευόμενες περιοχές κατά την πρόσφατη δεκαετία ήταν στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές, ενώ μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης ήταν περιοχές που υπάγονται σε εθνική δικαιοδοσία, όπου η κάλυψη αυξήθηκε στο 18,01%.
Για τον παγκόσμιο ωκεανό, το σύνολο του 7,74% υπολείπεται του στόχου κάλυψης 10%, αν και εκκρεμεί ο χαρακτηρισμός αρκετών μεγάλων θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών που θα αυξήσει αυτό το ποσοστό.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να διασφαλιστεί η διατήρηση όλων των τομέων σπουδαιότητας για τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, καθώς τα συνολικά δεδομένα παραμένουν ανεπαρκή για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και της διαχείρισης στις προστατευόμενες περιοχές, αφού οι αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ποσοστό 18,29%
Ενώ, η αυξανόμενη αναγνώριση του ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν οι προστατευόμενες περιοχές ως φυσικές λύσεις για την κλιματική αλλαγή και άλλες παγκόσμιες προκλήσεις και η συμβολή τους στην υλοποίηση πολλαπλών στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, είναι ο κυρίαρχος λόγος για σοβαρή επένδυση σε πιο αποτελεσματικά εθνικά και παγκόσμια δίκτυα.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον καθηγητή Τριάντη, «με τη δημιουργία του ΟΦΥΠΕΚΑ δίνουμε λύση στο ζήτημα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών που αναδεικνύει η έκθεση. Με την κεντρική του υπηρεσία και τις 24 αποκεντρωμένες μονάδες του, ο ΟΦΥΠΕΚΑ εξασφαλίζει για πρώτη φορά ένα ενιαίο πλαίσιο αποτελεσματικής προστασίας και μακροπρόθεσμης αξιοποίησης των φυσικών μας οικοσυστημάτων. Στόχος μας είναι ο ΟΦΥΠΕΚΑ να αποτελέσει μια "πλατφόρμα" διαλόγου μεταξύ επιστημόνων, νομοθετών και πολιτικών».
Μάλιστα, όπως έκανε γνωστό, «τις επόμενες ημέρες θα καταθέσουμε για έγκριση το τριετές σχέδιο δράσης του ΟΦΥΠΕΚΑ, με προϋπολογισμό που αγγίζει τα 150 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των 100 εκατ. από το Ταμείο Ανάκαμψης). Το σχέδιο περιλαμβάνει περισσότερες από 50 δράσεις, κυρίως έργα με λίγες αλλά στοχευμένες μελέτες, που σχετίζονται με το σύστημα διακυβέρνησης και φύλαξης των Προστατευόμενων Περιοχών, την προστασία της βιοποικιλότητας, την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, τον οικοτουρισμό, αλλά και έργα υποδομής και τοπικής ανάπτυξης».
«Ταυτόχρονα», αναφέρει, «έχουμε καταθέσει προτάσεις για την ανάληψη ανακριτικών καθηκόντων από τους φύλακες των προστατευόμενων περιοχών, την ένταξη του Ολύμπου στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, την ανάδειξη και την ενίσχυση του θεσμού των Γεωπάρκων, την εφαρμογή εισιτηρίου σε επιλεγμένες περιοχές, ως εργαλείο προστασίας τους και ανταποδοτικότητας στις τοπικές κοινωνίες, καθώς και αρκετά άλλα, που ευελπιστώ να παρουσιαστούν πολύ σύντομα».
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση του ΟΗΕ, «στο μέλλον, το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα μετά το 2020 αποτελεί σαφή ευκαιρία για να διασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές προσπάθειες θα λαμβάνουν υπόψη τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των προστατευόμενων και των διατηρημένων περιοχών».
Καθώς, «ένα παγκόσμιο δίκτυο αποτελεσματικών και δίκαιων προστατευόμενων και διατηρημένων περιοχών θα διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στη διαφύλαξη της υγείας των ανθρώπων και του πλανήτη για τις επόμενες γενιές».