Η νέα ΚΑΠ προβλέπει σοβαρή μείωση των άμεσων ενισχύσεων στην ελαιοκαλλιέργεια και στη κτηνοτροφία, ειδικά στην Κρήτη, και άρα αυξάνεται η αβεβαιότητα για το βιώσιμο μέλλον του πρωτογενούς τομέα και της υπαίθρου στην περιοχή μας.
Με αφορμή την ενημερωτική εκδήλωση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (2023-2027), ο βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και πρώην Υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός δήλωσε:
«Στη συζήτηση που είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή αγροτοκτηνοτρόφων από όλο το Νομό Ρεθύμνου, εκφράστηκε η αγωνία και η ανασφάλεια των ανθρώπων του πρωτογενούς τομέα για την επιβίωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στον τόπο μας. Το πολύ υψηλό κόστος παραγωγής, η ανεξέλεγκτη ακρίβεια στις ζωοτροφές, λιπάσματα, γεωργικά εφόδια, καύσιμα και ρεύμα, έχουν ήδη επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση και οι παραγωγοί είναι σε απόγνωση.
Η νέα ΚΑΠ προβλέπει σοβαρή μείωση των άμεσων ενισχύσεων στην ελαιοκαλλιέργεια και στη κτηνοτροφία, ειδικά στην Κρήτη, και άρα αυξάνεται η αβεβαιότητα για το βιώσιμο μέλλον του πρωτογενούς τομέα και της υπαίθρου στην περιοχή μας. Φαίνεται ότι απέναντι στην περίπλοκη «αρχιτεκτονική» της νέας ΚΑΠ δεν υπήρξε, με πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σοβαρή προετοιμασία, μελέτη των αρνητικών επιπτώσεων και πρόνοια για αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης όσων παραγωγικών δραστηριοτήτων υποστούν περικοπές στη χρηματοδότηση τους από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση της «ατομικής ευθύνης», μεταθέτει στους αγρότες και κτηνοτρόφους το δύσκολο έργο της αξιοποίησης των «οικολογικών σχημάτων» για να αντισταθμίσουν την πολύ μεγάλη μείωση εισοδήματος που θα προκαλέσει η κατάργηση του «πρασινίσματος» (πάνω από το 40% της ενιαίας ενίσχυσης που καταβάλλονταν μέχρι σήμερα).
Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ένα ισχυρό μέτωπο των αγροτοκτηνοτρόφων, της Αυτοδιοίκησης, των Συνεταιρισμών, των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του Ρεθύμνου και της Κρήτης, για τη διεκδίκηση μέτρων αντισταθμιστικής στήριξης του πρωτογενούς τομέα. Με προτεραιότητα στην αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών των παραγωγών, στη μείωση του κόστους παραγωγής με γενικευμένη εφαρμογή του μεταφορικού ισοδύναμου, στη δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης εργατικών χεριών και στη διασύνδεση των εξαιρετικών τοπικών μας προϊόντων με τη μεταποιητική βιομηχανία και τον τουρισμό. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει σοβαρή προστιθέμενη αξία στην τοπική οικονομία, δυνατότητα συνέχισης και ανάπτυξης της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και προοπτική αξιοπρεπούς επιβίωσης των ανθρώπων της υπαίθρου».