Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΤΡΟΠΗ, ένα σημαντικό βιβλίο για τον αμπελώνα και τις γηγενείς ποικιλίες της Κρήτης, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, από την Μαριτίνα Σταυρακάκη και τον Μανόλη Ν. Σταυρακάκη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την Κρητική Αμπελογραφία, που για πρώτη φορά παρουσιάζεται ολοκληρωμένα και έρχεται, σήμερα, να καλύψει ένα μεγάλο κενό, ιδιαίτερα μετά την μεγάλη επιτυχία των κρητικών οίνων σε ολόκληρο τον κόσμο και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ξένων να γνωρίσουν τις κρητικές ποικιλίες αμπέλου.
Στην Εισαγωγή δίδονται ενδιαφέροντα στοιχεία για τον παραδοσιακό κρητικό αμπελώνα αλλά και την μετάβαση του στα γραμμικά σχήματα, που από τη δεκαετία του 1970 εξαπλώθηκαν ταχύτατα και συνδυάστηκαν με την εισαγωγή ξενικών, κυρίως γαλλικών, ποικιλιών αμπέλου, την εγκατάλειψη της κρεβατίνας και την περιθωριοποίηση παραδοσιακών ποικιλιών όπως το Ραζακί. Παράλληλα αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος της αμπελουργίας, διαχρονικά, στην οικονομία και τον πολιτισμό της Κρήτης. Σημαντικό τμήμα της Εισαγωγής αφιερώνεται στην συγκριτική ονοματολογία και την αντιστοίχιση των ονομάτων των ποικιλιών όπως καταγράφονται από τον 14ο αιώνα, με τις σημερινές ποικιλίες.
Ακολουθεί το κεφάλαιο της Αμπελογραφίας των κρητικών ποικιλιών. Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις οι συγγραφείς διευκρινίζουν ποιες θεωρούν κρητικές ποικιλίες. Αναφέρουν (σε ελεύθερη μετάφραση) : «…Στην παρούσα έκδοση ως Κρητικές ποικιλίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες τεκμηριώνεται ή αναφέρεται ότι καλλιεργούνταν στην Κρήτη τουλάχιστον από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, ανεξάρτητα της περιοχής προέλευσης τους. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται ποικιλίες γηγενείς της Κρητικής γης (Αθήρι, Δαφνί, Δερματάς, Μαντιλαριά, Κοτσιφάλι, Βιδιανό, Πλυτό, Βιλάνα, Λιάτικο, Ταχτάς κ.ά.), ποικιλίες ανατολικής (Ακκίκι, Θραψαθήρι, Λαδικινό, κ.ά.) ή δυτικής (Τσαρδάνα, Ρωμέικο κ.ά.) προέλευσης που όμως καλλιεργούνται για αιώνες και σε ορισμένες περιπτώσεις αποκλειστικά στην Κρήτη, καθώς και ποικιλίες που «έφυγαν» από την Κρήτη και με άλλα ονόματα καλλιεργούνται σε αμπελουργικές περιοχές της χώρας (Δαφνί, Διμηνίτης, Κατσανό Πλατάνι, Ταχτάς κ.ά.)».
Η Αμπελογραφία περιλαμβάνει την προέλευση και την ιστορία 38 κρητικών ποικιλιών, την πλήρη αμπελογραφική περιγραφή, τις καλλιεργητικές ιδιότητες (παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα, συμπεριφορά στον εμβολιασμό και τα υποκείμενα, αντοχή/ευπάθεια στα παθογόνα), και τους ποιοτικούς χαρακτήρες των σταφυλιών, του γλεύκους και των αμπελουργικών προϊόντων. Κάθε ποικιλία συνοδεύεται από φωτογραφίες της νεαρής βλάστησης, του φύλλου και της σταφυλής. Σημαντικές είναι, ακόμη, οι πληροφορίες και τα ερευνητικά δεδομένα, μερικά από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά, σχετικά με την προέλευση τόσο των ποικιλιών όσο και των ονομάτων τους. Χαρακτηριστικό, από τα πολλά, είναι το παράδειγμα της ονοματολογίας της ποικιλίας Πλυτό.
«…Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος Πλυτό, είναι πολύ πιθανόν να προέρχεται από το ελληνικό ρήμα πλύνω ή πλένω. Κατά τον Μπαμπινιώτη (2009) το ρήμα πλύνω ή πλένω και οι λέξεις που μοιράζονται την ίδια ρίζα, όπως πλέω, πλωτός, πλούτος, υποδηλώνουν είτε την αφθονία σε νερό που χαρακτηρίζει τις μεγάλες και πλούσιες σε χυμό (σχεδόν υδαρείς) ράγες της ποικιλίας Πλυτό, είτε υπογραμμίζουν την λαμπρότητα και την καθαρότητα (από το πλύνω, πλυμένος) που αποτελεί χαρακτηριστικό του φλοιού των ραγών της ποικιλίας, κατά το σχήμα: πλύνω > πλούτος > Πλουτό {(αναφέρεται ως καλλιεργούμενη ποικιλία στην Κέρκυρα από τους Viala-Vermorel (1909)} > Πλυθό (όνομα της ποικιλίας στην περιφέρεια Ηρακλείου που αναφέρεται από την Φραγκάκη (1969)}> Πλυτό {και αργότερα Πλωτό, όνομα που κατά τον Κριμπά (1943) χρησιμοποιούνταν στα Κύθηρα για την ποικιλία Πλυτό}».
Τέλος στο Παράρτημα παρουσιάζονται το «Σουλτανί αμπέλι» και το «Ραζακί σταφύλι», δύο εμβληματικές ποικιλίες που συνδέθηκαν στενά με τον κρητικό αμπελουργό, ενώ δεν θα μπορούσε να λείπει και η σύντομη μεν αλλά περιεκτική αναφορά στον Κρητικό Μαλβαζία, που 700 περίπου χρόνια μετά την πρώτη παραγωγή του, προκαλεί ακόμη τεράστιο ενδιαφέρον σε αμπελογράφους, αμπελουργούς, οινοποιούς, ιστορικούς...
Την άρτια από κάθε πλευρά και καλαίσθητη έκδοση, επιμελήθηκε η Άννα Κατσουλάκη (Εκδόσεις Τροπή).