Η εγχώρια αγορά των προϊόντων Π.Ο.Π. & Π.Γ.Ε. εξετάζεται σε πρόσφατη μελέτη της Infobank Hellastat Α.Ε. Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη Αλέξη, Economic Research & Sectoral Studies Analyst, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει επίσημα 101 ελληνικά προϊόντα Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε., αριθμός που κατατάσσει τη χώρα μας στην 5η θέση της Ε.Ε.
Από τα προϊόντα αυτά, τα 74 είναι Π.Ο.Π. και τα 27 Π.Γ.Ε. Η πολυπληθέστερη κατηγορία είναι τα φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί & όσπρια με 31 προϊόντα, τα 29 είναι ελαιόλαδα, τα 11 ποικιλίες ελιάς, τα 21 τυριά, ενώ έχουν αναγνωριστεί και 9 προϊόντα των υπολοίπων κατηγοριών.
Το 2012 η Ελλάδα παρήγαγε συνολικά περίπου 150.000 τόνους προϊόντων Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε., με την αξία της αγοράς να εκτιμάται σε €650 εκ. Από την ποσότητα αυτή, τα 2/3 καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά, ενώ τα υπόλοιπα εξάγονται, κυρίως στην Ε.Ε.
Το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου όγκου απαρτίζουν τα τυριά: το παραπάνω έτος στη χώρα μας παρήχθησαν 97.000 τόνοι τυριών (65% του συνόλου), από τους οποίους οι 86.500 τόνοι ήταν φέτα. Η παραγωγή φέτας δεικνύει κάμψη 15.000 τόνων από το 2010, καθώς οι παραγωγοί γάλακτος υφίστανται υψηλό κόστος παραγωγής λόγω των ανοδικών τιμών των ζωοτροφών. Οι εξαγωγές φέτας το 2012 ανήλθαν σε 35.000 τόνους, ποσότητα που τα τελευταία χρόνια εμφανίζει άνοδο, παρά την οικονομική ύφεση.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα προϊόντα, παρήχθησαν 9.700 τόνοι μήλων Ζαγοράς Πηλίου, 8.000 τόνοι ροδάκινων Νάουσας, 6.800 τόνοι μήλων Καστοριάς, 5.500 τόνοι κορινθιακής σταφίδας, 4.600 τόνοι ακτινίδιων Πιερίας κ.λπ. Στον τομέα των ελαιολάδων ξεχώρισαν τα ελαιόλαδα Σητείας Λασιθίου (3.700 τόνοι), Χανίων (2.600 τόνοι) και Καλαμάτας (1.600 τόνοι).
Αν και τα ελληνικά προϊόντα θεωρούνται υψηλής ποιότητας, εν τούτοις λίγα μόνο καταφέρνουν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαγωγών και να αποκτήσουν σημαντική θέση σε αγορές του εξωτερικού, εκμεταλλευόμενα την πιστοποίησή τους. Αντιθέτως, τα περισσότερα διακινούνται κυρίως εντός των συνόρων, όπως εξάλλου και πριν καταχωρισθούν επίσημα από την Ε.Ε.
Ο κλάδος πλήττεται από αθέμιτο ανταγωνισμό λόγω διακίνησης χύμα ποσοτήτων και ψεύτικων πιστοποιήσεων. Επίσης, σε περιόδους χαμηλής εγχώριας παραγωγής, κοινή πρακτική αποτελούν οι ελληνοποιήσεις εισαγόμενων προϊόντων (π.χ. ελαιολάδου).
Εξάλλου, ο θεσμός της πιστοποίησης δεν στηρίχθηκε επαρκώς από μια μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική. Επομένως, η ελληνική αγορά είναι αρκετά μικρότερη σε σχέση με το μέγεθος που θα δικαιολογούσε ο υψηλός αριθμός των αναγνωρισμένων προϊόντων: η Ελλάδα κατέχει αρκετά μικρό μερίδιο στην Ε.Ε. (μόλις το 1,3% σε όρους εσόδων), αν και καταλαμβάνει την 5η θέση σε αριθμό καταχωρίσεων.
Η εγχώρια κατανάλωση αρκετών προϊόντων Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. υποχωρεί, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα. Επομένως, διέξοδο αποτελούν οι αγορές του εξωτερικού, όπου όμως διατίθενται συνήθως σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με προϊόντα άλλων χωρών (π.χ. φέτα, ελαιόλαδα, κρασιά).
Σύμφωνα με τον κ. Χρυσόστομο Κάτση, Διευθύνων Σύμβουλο της Infobank Hellastat, «Οι προοπτικές των ελληνικών προϊόντων Π.Ο.Π.& Π.Γ.Ε. είναι σαφώς θετικές, λαμβανομένης υπόψη της συνειδητοποίησης πολλών καταναλωτών σε θέματα υγιεινής διατροφής και στήριξης της παραδοσιακής εγχώριας παραγωγής. Στόχο των ελληνικών προϊόντων πρέπει να αποτελέσουν οι αγορές του εξωτερικού, όπου η τρέχουσα ζήτηση είναι μεν σημαντική, υπολείπεται όμως του μεριδίου που θα δικαιολογούσε η ανώτερη ποιότητά τους».