«Προς γενική έκπληξη η συνολική αύξηση των γεωργικών εξαγωγών της Ε.Ένωσης, σε συνθήκες μειωμένων τιμών και απώλειας της μεγαλύτερης αγοράς της, έδειξε για μια ακόμα φορά πώς ο μεγαλύτερος τομέας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, τα τρόφιμα, αποτελεί πηγή αισιοδοξίας εν μέσω τόσων οικονομικών προβλημάτων και προκλήσεων» τόνισε σήμερα κατά την έναρξη της εισήγησής του στην Ημερίδα Start CAP της ΠΑΣΕΓΕΣ, στην Αθήνα, ο κ. Τάσος Χανιώτης, Διευθυντής Οικονομικών Αναλύσεων, Προοπτικών και Αξιολογήσεων της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η εισήγηση του κ. Χανιώτη, όπως διευκρίνισε, εκφράζει προσωπικές απόψεις για τη σχέση της ΚΑΠ και της ελληνικής γεωργίας, και το περιεχόμενό της έχει ως εξής:
Δυνατότητες και προκλήσεις από τη νέα ΚΑΠ για την ανάπτυξη της Ελληνικής γεωργίας
Η έναρξη εφαρμογής της ΚΑΠ βρίσκεται προ των πυλών και το 2015 είναι η πρώτη χρονιά που η μεταρρυθμισμένη ΚΑΠ θα βρεθεί αντιμέτωπη με το πρώτο της τεστ. Θα πρέπει να πείσει, εκ νέου, ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις παραγωγών, καταναλωτών και φορολογουμένων σε συνθήκες νέων μακροοικονομικών προκλήσεων, αλλά και να εκμεταλλευτεί συνάμα και σημαντικές νέες ευκαιρίες.
Η πρόκληση είναι κοινή για την ελληνική και την ευρωπαϊκή γεωργία, και αναδείχθηκε έντονα από το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν η γεωργία της ΕΕ βρέθηκε αντιμέτωπη με την παράλληλη μείωση των τιμών πετρελαίου και εμπορευμάτων, και με το ρωσικό εμπάργκο. Χωρίς να υποτιμά κανείς τις αρνητικές επιπτώσεις του δεύτερου ιδιαίτερα στις όμορες προς Ρωσία χώρες, η προς γενική έκπληξη συνολική αύξηση των γεωργικών εξαγωγών της Ένωσης, σε συνθήκες μειωμένων τιμών και απώλειας της μεγαλύτερης αγοράς της, έδειξε για μια ακόμα φορά πώς ο μεγαλύτερος τομέας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, τα τρόφιμα, αποτελεί πηγή αισιοδοξίας εν μέσω τόσων οικονομικών προβλημάτων και προκλήσεων.
Τα προηγούμενα μπορεί να εκπλήσσουν, εν μέσω των τόσων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Κι όμως, λίγοι τομείς ανέδειξαν εν μέσω κρίσης με τόσο γλαφυρό τρόπο την εντυπωσιακή αντίφαση ανάμεσα στις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης και στις σημαντικές αδυναμίες και στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας όσο ο γεωργικός της τομέας.
- Εκεί που ο έλληνας καταναλωτής εισπράττει τουλάχιστον ως απορία την παρουσία εισαγόμενων αντί ελληνικών διατροφικών προϊόντων στα ράφια του, ο (ευρωπαίος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά) ξένος καταναλωτής εισπράττει ως ευχαρίστηση τις λιγοστές ευκαιρίες που έχει να γευτεί ελληνικά προϊόντα στα δικά του ράφια.
- Εκεί που ο μέσος έλληνας παραγωγός αντιμετωπίζει σημαντικές καθυστερήσεις ή και πισωγυρίσματα στον τομέα της οργάνωσης και συλλογικής δράσης, πληρώνοντας μάλιστα συχνά για υπηρεσίες που αλλού είναι υποχρέωση του κράτους, νέοι συνεταιρισμοί αναδεικνύουν στην πράξη το δυναμισμό και τις προοπτικές ενός άλλου τύπου γεωργίας - εξωστρεφούς, ποιοτικής και καινοτόμου.
- Εκεί που συχνά οι ειδήσεις γύρω από την εφαρμογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα επικεντρώνονται στην επιβολή προστίμων, σημαντικότατοι πόροι (οι υψηλότεροι αναλογικά προς το ΑΕΠ κάθε άλλου Κράτους Μέλους) αναμένουν την ορθολογική τους χρήση, με συμβολή τόσο στον γεωργικό τομέα όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών.
Οι ευκαιρίες ανάδειξης της ελληνικής γεωργίας
Νέες τάσεις διατροφής αναδεικνύονται σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, ευνοώντας δυνητικά ένα μεσογειακό παραγωγικό μοντέλο ευέλικτων γεωργικών δομών μικρού μεγέθους στηριγμένων στην ποιότητα αντί της ποσότητας.
Η κοινοτική νομοθεσία (που ορίζει το γενικό πλαίσιο των εθνικών γεωργικών πολιτικών) περιέχει σειρά θετικών μέτρων που εκτείνονται από τη στήριξη του εισοδήματος των παραγωγών ως την υποχρεωτική τήρηση μέτρων σεβασμού του περιβάλλοντος, κλιματικής δράσης, ποιότητας τροφίμων, προστασίας γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, ευημερίας των ζώων, και στο ενάρετο τρίγωνο σύνδεσης έρευνας, καινοτομίας και εφαρμογών.
Η στροφή της ΚΑΠ στη γη (έκταση) ως αναφορά, στη χρήση γης ως προϋπόθεση, και στην αλλαγή (βελτίωση) της χρήσης της ως μακροπρόθεσμου στόχου ευνοεί τη στροφή της ελληνικής παραγωγής προς πιο ήπιες περιβαλλοντικά και πιο προσοδοφόρες ποιοτικά μορφές παραγωγής.
Τα προβλήματα και οι προκλήσεις
Η ελληνική γεωργία αντιμετωπίζει, από κοινού με την ευρωπαϊκή γεωργία, την πρόκληση της έντασης ανάμεσα στην βραχυπρόθεσμη ανάγκη συμπίεσης ενός αυξανόμενου κόστους παραγωγής, που οδηγεί συχνά σε πρακτικές που επιβαρύνουν το περιβάλλον, και στη μακροπρόθεσμη ανάγκη προώθησης εκείνων των πρακτικών που το σέβονται.
Η παραγωγική υστέρηση της ελληνικής γεωργίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις εξελίξεις στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, που ξεκινώντας από συγγενείς δομές και αντιμετωπίζοντας με αναλογικά λιγότερους πόρους το ίδιο πλαίσιο πολιτικής με την ελληνική γεωργία, διαμόρφωσαν ένα εξαγωγικό μοντέλο προσθέτοντας πολλαπλάσια αξία στην παραγωγή τροφίμων.
Η σπατάλη πόρων και η ελλιπής, ή και στρεβλή εφαρμογή κοινοτικών κανόνων έφερε το λυπηρό ρεκόρ της χώρας στην επιβολή προστίμων (άνω του ενός δις € μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια) που, αφαιρούμενα από το ισοζύγιο πληρωμών, φορτώνουν στους έλληνες φορολογούμενους αμαρτίες της κεντρικής διοίκησης.
Οι δυνατότητες
Η παρουσία ενός πολύ-λειτουργικού μοντέλου γεωργικών εκμεταλλεύσεων που βασίζεται στην πολλαπλή δραστηριότητα, στην ευρεία συμμετοχή των μελών της οικογένειας στις αγροτικές δραστηριότητες, στην αλληλοβοήθεια (μέσω της κινητοποίησης άτυπων δικτύων), και στην αδιάρρηκτη σύνδεση αγροτικού και αστικού χώρου, επιτρέπει σε πολλές από αυτές τη βιωσιμότητά τους ακόμη και στην περίοδο κρίσης που διανύουμε, και συμβάλλει στη συγκράτηση της ανεργίας και την στήριξη του οικογενειακού εισοδήματος.
Η διαφαινόμενη στην Ελλάδα ανάδειξη νέων δυνάμεων με χαρακτηριστικά ποιοτικής, περιβαλλοντικής, καινοτόμου και εξωστρεφούς γεωργικής παραγωγής δημιουργεί προϋποθέσεις νέων θέσεων εργασίας σε όλο το φάσμα της παραγωγής και προώθησης της διατροφικής αλυσίδας.
Λίγα αλλά συγκεκριμένα και ενθαρρυντικά παραδείγματα συνεταιριστικής και εξαγωγικής δράσης (σε μια ευρύτατη γκάμα προϊόντων από το ελαιόλαδο, τα όσπρια, το κρασί ή τα τυριά έως τα αρωματικά φυτά και τα σαλιγκάρια ή τη μαστίχα) είναι πλέον εμφανή στις ευρωπαϊκές κυρίως αγορές.
Αν και οι ποσότητες εξαγώγιμων προϊόντων υπολείπονται πολύ της πραγματικής δυναμικής της ελληνικής γεωργίας λόγω ελλείψεων σε οργάνωση, συλλογικότητα και προώθηση, η εμπειρίες και πρακτικές που οδήγησαν σε αυτά τα θετικά αποτελέσματα πρέπει να αναδυθούν και να διαδοθούν.
[Παρενθετικά αξίζει να αναφερθεί εδώ η διαφορά της ελληνικής με τη συγγενή της, ως προς τη διάρθρωση της παραγωγής, ισπανική γεωργία. Τα σχετικά μεγέθη των δύο είναι συγκρίσιμα τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό κόστους παραγωγής ή εισαγωγών προς την προστιθέμενη αξία της γεωργικής παραγωγής. Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο ότι, ενώ στην Ελλάδα η αξία των εξαγωγών πλησιάζει το 50%, στην Ισπανία έχει ξεπεράσει το 80%].
Οι αλλαγές που επιβάλει η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ δίνουν νέες δυνατότητες εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής γεωργίας. Η ευρύτατη, σταδιακή αναδιανομή των επιδοτήσεων που προβλέπεται, θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη που θα απελευθερώσει τις πιο παραγωγικές δυνάμεις λόγω της ευρύτατης ευελιξίας που δίνεται στις χώρες της ΕΕ να επιλέξουν το δικό τους πρότυπο αναδιανομής.
Η επιπλέον ενίσχυση νέων αγροτών, η σύνδεση έρευνας, καινοτομίας και παροχής συμβουλών, και ο υποχρεωτικός πλέον συντονισμός και η καλύτερη σύνδεση προγραμμάτων αγροτικής και περιφερειακής ανάπτυξης με συμμετοχή των περιφερειών μπορεί να συμβάλουν στην ίδια κατεύθυνση, αν βεβαίως εφαρμοστούν στην πράξη.
Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα της γεωργίας προϋποθέτει και την μακροπρόθεσμα οικονομική βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων για την επιτυχία των φιλόδοξων στόχων της ΕΕ για την κλιματική δράση, την ενέργεια και τη βιοποικιλότητα.
Σε αντίθεση με τους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπου η Ελλάδα εφαρμόζει αυστηρότερα μέτρα από τις άλλες χώρες της ΕΕ, το ζητούμενο στη γεωργία είναι η εφαρμογή στην Ελλάδα των ίδιων μέτρων με του άλλους εταίρους, με εξασφαλισμένη εισροή πόρων άνω των 19 δις € για την ελληνική γεωργία την προγραμματική περίοδο 2014-20, ποσό που ξεπερνά το σύνολο των πόρων που θα λάβουν μαζί όλοι οι άλλοι τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Οι προτεραιότητες
- Περιφερειακή κατανομή των διαθέσιμων πόρων των άμεσων ενισχύσεων (που ξεπερνούν τα 2 δις € ετησίως) προς όφελος των μειονεκτικών περιοχών και της μη εντατικής κτηνοτροφίας (κάτι που είναι ήδη στα σχέδια εφαρμογής της νέας ΚΑΠ).
- Ενίσχυση της περιβαλλοντικής στροφής της γεωργίας μέσω της εφαρμογής των κανόνων πολλαπλής συμμόρφωσης, που είναι ήδη προϋπόθεση για την παροχή άμεσης ενίσχυσης του παραγωγού, ανακατανομή των κοινοτικών πόρων υπέρ αγρο-περιβαλλοντικών μέτρων που παρέχουν κίνητρα για τη διατήρηση της μη εντατικής κτηνοτροφίας, και λειτουργία του επιπρόσθετου "πρασινίσματος", μέσω της χορήγησης του 30% της άμεσης ενίσχυσης ως κίνητρου παρά ως εξαίρεσης από την τήρηση συγκεκριμένων υποχρεωτικών πρακτικών που είναι ωφέλιμες για το περιβάλλον και συμβάλλουν στην προσπάθεια μετριασμού των κλιματικών αλλαγών.
- Εφαρμογή ενός ευέλικτου και ανοικτού συστήματος γεωργικών εφαρμογών που θα αναιρέσει την σημερινή υστέρηση δομών και θα προωθήσει την ευρεία στήριξη των παραγωγών μέσω του υποχρεωτικού για τα Κράτη Μέλη, Συστήματος Παροχής Συμβουλών, της νέας Ευρωπαϊκής Σύμπραξης για την Καινοτομία στη γεωργία, καθώς και της ενισχυμένης σε κοινοτικούς πόρους εφαρμοσμένης γεωργικής έρευνας.
- Η ποιοτική παραγωγή απαιτεί την διαχρονική και ανανεωνόμενη εμπιστοσύνη των καταναλωτών, άρα καιαξιόπιστους μηχανισμούς πιστοποίησης και ελέγχου. Η χρήση πόρων, τόσο γενικά όσο και ιδιαίτερα σε συνθήκες δημοσιονομικών στερήσεων απαιτεί ένα σύστημα μηχανισμών ελέγχων και καταλογισμών που να δρα ως αντικίνητρο στην καταστρατήγηση κανονισμών και παράλληλα ως μηχανισμός επιβράβευσης της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας και της ορθής εφαρμογής.
- Η σύνδεση της γεωργικής πολιτικής με τις προτεραιότητες της περιφερειακής πολιτικής πρέπει να προωθεί φιλικά προς το περιβάλλον και ποιοτικά χαρακτηριστικά σε όλο το φάσμα της διατροφικής αλυσίδας, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα τελικά προϊόντα θα ανταποκρίνονται στην πράξη στις θεωρητικές τους προδιαγραφές ποιότητας, προέλευσης με μεθόδων παραγωγής.
Στις σημερινές συνθήκες επιτακτικής ανάγκης δημιουργίας νέων και βιώσιμων θέσεων εργασίας σε όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι συνέργειες των διαφόρων μέτρων της ΚΑΠ, και κυρίως όσων ενισχύουν την καινοτομία, η γεωργία δείχνει ένα εφικτό μοντέλο. Από το τρακτέρ και το λίπασμα στην ποιότητα του σπόρου, από το στάβλο και το χωράφι στη μεταποίηση και στο ράφι, από την έρευνα στην εφαρμογή, από την τοπική αγορά στο κοντινό ξενοδοχείο, να πώς προστίθεται διαχρονικά αξία, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και γίνεται βιώσιμη η ανάπτυξη παντρεύοντας το ιδιωτικό με το δημόσιο αγαθό!