του Χαράλαμπου Μουλκιώτη*,
Η Ευρώπη είναι το σπίτι πολυάριθμων φημισμένων τροφίμων και ποτών που φέρουν ονόματα τα οποία συμβολίζουν την αυθεντική γεωργική τους προέλευση.
Πίσω από αυτά τα ονόματα κρύβονται αιώνες αγροτικών παραδόσεων και τοπικής τεχνογνωσίας. Στην περίπτωση των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων αυτές οι γαστρονομικές απολαύσεις συνδέονται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή ένα τοπικό μικροκλίμα.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι πολλά τα πλεονεκτήματα που συγκεντρώνουν τα προϊόντα με γεωγραφική ένδειξη (ΠΟΠ/ΠΓΕ) τόσο για τους αγρότες και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στους τομείς των τροφίμων και του τουρισμού όσο και για τους καταναλωτές μας.
Κατ΄αρχήν είναι προϊόντα που έχουν να αφηγηθούν στους καταναλωτές μια «ιστορία», που είναι ιδιαίτερα λόγω της καταγωγής τους, που προάγουν την ποικιλομορφία στη γεωργία και το περιβάλλον. Έπειτα, παρέχουν στους γεωργούς καλύτερες τιμές, μακροπρόθεσμες συμβάσεις με τις επιχειρήσεις και ως εκ τούτου καλύτερο προγραμματισμό παραγωγής, περισσότερες θέσεις εργασίας στην ύπαιθρο-θέσεις στην παραγωγή, στην τοπική αγορά αλλά και στον τουρισμό ενώ παρέχουν επίσης κίνητρα στους αγρότες και στις επιχειρήσεις να μείνουν στην γη τους και βέβαια ένα σημαντικό λόγο να νιώθουν περήφανοι για τα προϊόντα που παράγουν.
Είναι αλήθεια ότι ως χώρα δεν έχουμε αξιοποιήσει πλήρως τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το καθεστώς των ΠΟΠ/ΠΓΕ της Ε.Ε. Παρά το γεγονός ότι έχουμε καταχωρήσει αρκετά μεγάλο αριθμό γεωγραφικών ενδείξεων (102 τρόφιμα, 151 οίνους και 16 αλκοολούχα ποτά) δεν φαίνεται, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα γεωργικά προϊόντα, ο αριθμός αυτός να αντιστοιχεί σε ανάλογες παραγόμενες ποσότητες ή σε αξία των προϊόντων αυτών στην αγορά.
Διερευνώντας τις αιτίες που κρύβονται πίσω από αυτήν την πραγματικότητα και μιλώντας κυρίως για τα τρόφιμα (γιατί παρά κάποια κοινά σημεία ο αμπελοοινικός τομέας και τα αλκοολούχα ποτά θα ήταν μάλλον σοφότερο να εξετασθούν ξεχωριστά) θα κατέληγε κανείς στα εξής:
1. Έλλειψη προϊόντων που μπορούν να παράγονται σε μεγάλη κλίμακα.
Αν εξαιρέσει κανείς τη φέτα, με βάση τα στοιχεία του 2013, κανένα άλλο προϊόν δεν ξεπερνά σε παραγωγή τους 10.000 τόνους ενώ μόλις 16 προϊόντα ξεπερνούν τους 1000 τόνους.
2. Έλλειψη εξωστρέφειας, δηλαδή ελλιπή ή καθόλου σύνδεση των προϊόντων αυτών με ένα ικανοποιητικό marketing.
Όμως σε αυτές τις δύο αιτίες συνέτεινε, σε σημαντικό βαθμό θα λέγαμε, και ο ακόλουθος 3ος παράγοντας.
3. Ανυπαρξία συλλογικών δομών ή έστω μειωμένη συλλογικότητα στον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις για την κατοχύρωση, αξιοποίηση, προστασία και γενικότερα μέριμνα για τα συμφέροντα αυτών των ΠΟΠ και ΠΓΕ.
Σχολιάζοντας θα σημειώναμε ότι, η αντίληψη των παραγωγών μας ότι η κατοχύρωση μιας ονομασίας ΠΟΠ/ΠΓΕ θα έδινε αυτόματα εμπορευσιμότητα και ικανοποιητική τιμή στον παραγωγό, σε συνδυασμό με κάποιες στενά τοπικιστικές αντιλήψεις, οδήγησαν στο να κατοχυρώσουμε, σε κάποιες περιπτώσεις, ονομασίες προϊόντων τα οποία παράγονται σε τόσο μικρή κλίμακα ώστε αδυνατούν να εφοδιάσουν ακόμα και την τοπική αγορά. Από την άλλη οι ονομασίες αυτών των προϊόντων είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό αφού είτε αναφέρονται σε περιοχές που μόνο σε στενά τοπικό επίπεδο είναι γνωστές ή σε προϊόντα που σπάνια έως καθόλου καταλήγουν στο ράφι μιας μη τοπικής αγοράς. Κι αν για τα ΠΟΠ αυτό είναι, σε ένα βαθμό, λογικό αφού εκφράζουν το τοπικό terroir δεν είναι εύκολο να το υποστηρίξει κανείς και για τα ΠΓΕ.
Δεν έχει γίνει κατανοητό από τους ενδιαφερόμενους ότι η ονομασία ΠΟΠ έρχεται να «επιβραβεύσει» ή να «επικυρώσει» την εμπορική επιτυχία, την ποιότητα και την φήμη ενός προϊόντος που έχει ήδη κερδηθεί από το καταναλωτικό κοινό και όχι το αντίστροφο. δηλαδή κανονικά πρώτα θα πρέπει να κερδίσουμε τους καταναλωτές και έπειτα σπεύδουμε να επικυρώσουμε αυτή την επιτυχία κατοχυρώνοντας το ΠΟΠ/ΠΓΕ. Όπως επίσης δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτό ότι, αν τα προϊόντα αυτά δεν συνδυαστούν με μια φιλόδοξη στρατηγική marketing, σχεδιασμένου με σκοπό την ανάδειξη της ίδιας της ονομασίας και όχι των εμπορικών σημάτων των επιχειρήσεων, δεν πρόκειται να εξασφαλίσουν μια καλύτερη τύχη από άποψη τιμών και μεριδίου αγοράς από τα υπόλοιπα προϊόντα όσο «ποιοτικά» ή «παραδοσιακά» κι αν είναι.
Κατανοώντας κανείς τις αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση αυτόματα κατανοεί και τις επιλογές που θα μας οδηγήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον για τα ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα μας.
Όσον αφορά την κλίμακα παραγωγής, είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να αυξήσουμε σημαντικά την παραγωγή των ήδη υφιστάμενων προϊόντων ωστόσο, με εξαίρεση κάποια προϊόντα, όντως μοναδικά, που φτιάχνονται σε μικρή κλίμακα, θα μπορούσαμε πρώτα να «κτίσουμε» την φήμη (αν δεν υπάρχει ήδη) προϊόντων με ικανοποιητικούς όγκους παραγωγής και σε δεύτερο στάδιο να προχωρήσουμε στην κατοχύρωση τους ως ΠΓΕ.
Για το θέμα της χρηματοδότησης του marketing είναι σαφές ότι τα «εργαλεία» υπάρχουν. Είτε μέσω του οριζόντιου προγράμματος προώθησης (Καν. 1144/14) είτε μέσω του εθνικού προγράμματος στήριξης του αμπελοοινικού τομέα ή άλλων προγραμμάτων της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (Καν. 1308/2013) ή μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (Καν. 1305/2014) μπορούν να υποστηριχθούν φιλόδοξα προγράμματα προώθησης ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων εντός και εκτός Ε.Ε με πολύ καλούς όρους χρηματοδότησης. Αρκεί να υπάρξει η πρωτοβουλία των ίδιων των παραγωγών τους.
Τέλος, όσον αφορά το θέμα των συλλογικών δομών, εξ΄όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, για την ηγεσία του Υπουργείου μας αποτελεί προτεραιότητα η θεσμική κατοχύρωση των «Ομάδων» που προβλέπει ο Καν. 1151/2012 για τα συστήματα ποιότητας δηλαδή των Ομάδων για την Προστασία και Διαχείριση ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων και με αυτό το σκεπτικό συμπεριλήφθηκε και το σχετικό άρθρο (37) στο πρόσφατο σχέδιο Νόμου για τους συνεταιρισμούς.
Αν όμως για τα δυο προηγούμενα σημεία η πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων είναι αναγκαία για το 3ο είναι και ικανή συνθήκη. Δεν θα πρέπει με άλλα λόγια να λησμονούμε ότι όσο ικανοποιητικό και υλοποιήσιμο κι αν γίνει το θεσμικό πλαίσιο δεν πρόκειται να λειτουργήσει και να παράξει αποτελέσματα αν δεν υπάρξει το ενδιαφέρον και η δραστηριοποίηση των ίδιων των παραγωγών και των μεταποιητών των προϊόντων ΠΟΠ/ΠΓΕ που αποτελούν τους δύο βασικότερους κρίκους της αλυσίδας εφοδιασμού. Τον δρόμο τον έχουν ήδη ανοίξει χώρες με μεγάλη ιστορία στα ΠΟΠ και ΠΓΕ, οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε.
* Ο κ. Χαράλαμπος Μουλκιώτης είναι Προϊστάμενος στο Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Γεν. Δ/νση Βιώσιμης Αγροτικής Ανάπτυξης, Δ/νση Συστημάτων Ποιότητας, Βιολογικής Παραγωγής,& Γεωγραφικών Ενδείξεων, Τμήμα ΠΟΠ, ΠΓΕ ΕΠΙΠ και άλλων Συστημάτων Ποιότητας.