Ο κίνδυνος από τις δασικές πυρκαγιές είναι, δυστυχώς, υπαρκτός κάθε καλοκαίρι στη Μεσόγειο και στη χώρα μας.
* Ανάλυση του ΚώσταΛαγουβάρδου, Μετεωρολόγου – Διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, για το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Καμένες εκτάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη: Ιστορικό υψηλό 15ετίας
Ο κίνδυνος από τις δασικές πυρκαγιές είναι, δυστυχώς, υπαρκτός κάθε καλοκαίρι στη Μεσόγειο και στη χώρα μας. Βρισκόμαστε στα μέσα της αντιπυρικής περιόδου του 2022 και ήδη έχουμε μία σημαντική αύξηση στις καμένες εκτάσεις στη χώρα μας, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των τελευταίων δεκαπέντε ετών.Η αύξηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πρόσφατες μεγάλες πυρκαγιές του Ιουλίου (Πεντέλη, Λέσβος, Κρήτη, Έβρος, Ηλεία, κλπ.).
Η κατάσταση, δυστυχώς, είναι πολύ ανησυχητική και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ήδη στα μέσα Ιουλίου, σύμφωνα με τις αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιφάνεια των συνολικά καμένων εκτάσεων στην Ευρώπη είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από τον μέσο όρο καμένων εκτάσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας. Κύριος λόγος είναι η παρατεταμένη διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, και ειδικότερα στις χώρες της Δυτικής Μεσογείου.
Πώς συνδέονται οι περίοδοι καύσωνα με τις δασικές πυρκαγιές;
Ας προσπαθήσουμε στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης να δώσουμε εν συντομία τη σχετική ερμηνεία, ώστε να αντιληφθούμε το πυρομετεωρολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο προκύπτουν και εκδηλώνονται, συχνά ανεξέλεγκτα, οι δασικές πυρκαγιές.
To περιβάλλον που οδηγεί σε δύσκολα ελέγξιμες δασικές πυρκαγιές εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: τη θερμοκρασία και υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα και την ένταση του ανέμου. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η υγρασία της νεκρής καύσιμης ύλης στα δάση (πευκοβελόνες, πεσμένα φύλλα, μικρά κλαράκια,κ.λπ), η οποία επίσης εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις μετεωρολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής.
Δεν είναι ωστόσο απαραίτητο να συντρέχουν όλοι οι παραπάνω λόγοι για να καταστεί μια δασική πυρκαγιά ανεξέλεγκτη. Όπως διαπιστώσαμε με τραγικό τρόπο το καλοκαίρι του 2021, μπορούμε να έχουμε ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές (όπως αυτή της Βαρυμπόμπης Αττικής) με ασθενείς ανέμους αν -για παράδειγμα- διανύουμε έναν παρατεταμένο διάστημα καύσωνα και ξηρασίας, όπως συνέβη στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 2021. Μια παρόμοια κατάσταση αν και πιο μετριασμένη θερμοκρασιακά βιώνουμε στη χώρα μας το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούλιου 2022, με αποτέλεσμα την ταυτόχρονη εκδήλωση και εξέλιξη πολυήμερων δασικών πυρκαγιών σε πολλές περιοχές της χώρας. Η παράλληλη εξέλιξη τους δυσκολεύει αναπόφευκτα την αντιμέτωπη τους από τα μέσα πυρόσβεσης, λόγω της προφανούς κόπωσης του προσωπικού, της συνεχούς λειτουργίας των εναέριων μέσων αλλά και διάσπασης των δυνάμεων πυρόσβεσης σε πολλά μέτωπα.
Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας
Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής και των προβολών των κλιματικών μοντέλων για τις επόμενες δεκαετίες, αυτό που ανησυχεί την επιστημονική κοινότητα είναι ότι οι θερμοί και ξηροί περίοδοι θα αυξηθούν τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια. Επομένως, οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες στο μέλλον θα επιδεινωθούν δραματικά ενώ θα αφορούν και περισσότερες γεωγραφικές περιοχές της χώρας, καθιστώντας το πρόβλημα της διάσπασης των δυνάμεων στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω ακόμα πιο έντονο. Ταυτόχρονα, το πιο επικίνδυνο χρονικό διάστημα της αντιπυρικής περιόδου (συνήθως Ιούλιος-Αύγουστος) θα διευρυνθεί, τόσο προς την αρχή όσο και προς το τέλος του καλοκαιριού όσο και προς την αρχή του φθινοπώρου. Η τάση αυτή, με βάση τη σημερινά μέσα και δεδομένα, θα εξαντλήσει τα όρια του υφιστάμενου συστήματος πυρόσβεσης. Τα πρώτα σημάδια των αλλαγών αυτών τα διαπιστώνουμε ήδη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Οι δασικές πυρκαγιές είναι δυστυχώς αναπόσπαστο πρόβλημα των μεσογειακών οικοσυστημάτων, εξαρτώμενες σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν τη θερμή περίοδο του έτους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι συνθήκες αυτές θα γίνουν πολύ πιο δυσμενείς μέσα στις επόμενες δεκαετίες, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής. Τακρίσιμασυνεπώς ερωτήματα που πρέπει άμεσα να μας προβληματίσουν είναι τα εξής:
- Πόσοπροετοιμασμένοι είναι το κράτος -με τη στενή και την ευρύτερη έννοια, οι δημόσιοι φορείς, οι δρώντες της οικονομίας και η κοινωνία στο σύνολό της απέναντι σε αυτό το τεράστιο και κλιμακούμενο οικολογικό (και όχι μόνο) πρόβλημα;
- Ποια είναι η φύση και ένταση της προσπάθειας που απαιτείται με όρους σχεδιασμού και δημόσιων πολιτικών, δημοσιονομικών μέσων, οργανωτικών αλλαγών, επιχειρησιακού συντονισμού και αντίστοιχων εργαλείων, καθώς και επαναπροσδιορισμού των αναπτυξιακών προτεραιοτήτωνγια την έγκαιρη και επαρκή προσαρμογή μας στις πιέσεις που θα ασκήσει η κλιματική αλλαγή στο οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της χώρας;
Στο δεύτερο μέρος αυτής της ανάλυσης θα εξετάσουμε καταρχάς τα εργαλεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, θα εκθέσουμε τις πολύ σημαντικές προόδους που έχει πραγματοποιήσει η επιστημονική κοινότητα στη χώρα μας στο θέμα της πρόληψης και θα διατυπώσουμε προτάσεις για την αξιοποίησή τους από την πολιτεία.