Η γαλάζια παπαρούνα

 

Πριν πολλά χρόνια που ο κόσμος ήταν μαγικός και παραμυθένιος,τότε που ήταν όλα ανθισμένα, ηλιόλουστα και ευωδιαστά, μια κατακόκκινη παπαρούνα ζήλεψε τον καταγάλανο ουρανό και θέλησε για λίγο να ντυθεί με το γαλάζιο του φόρεμα.

Ο ουρανός κοντοστάθηκε σκεπτόμενος για αυτή την ανταλλαγή χρωμάτων και έγινε εκείνος κατακόκκινος. Η παπαρούνα δεν είχε χάρη και ομορφιά, γιατί το χρώμα αυτό αν και πολύ όμορφο και φωτεινό, της ήταν εντελώς αφύσικο.

Δεν μπορούσε στα πέταλά της να κρατήσει το βάρος του ουρανού.

Ένιωθε σαν κάποιον εξασθενησμένο Άτλαντα που λυγούσε κάτω από τον καυτό ήλιο της ημέρας. Ο ουρανός βαμμένος σαν από αίμα, ήταν τρομακτικός και ψυχοφθόρος.Το κόκκινο αίμα του αντικατροπτιζόταν στις λίμνες,στα ποτάμια,στις θάλασσες και όλα τα ζώα και τα πτηνά τρόμαζαν στη θέα τους και δεν έπιναν νερό να ξεδιψάσουν. Έτσι πέθαιναν δυστυχισμένα και αβοήθητα. Μα τα σύννεφα συνεδρίασαν και αποφάσισαν να βρέξουν και με την καθάρια μπόρα του νερού τους, να ξεπλύνουν τον ουρανό και την παπαρούνα. Έβρεξαν καταρρακτωδώς με μανία και η παπαρούνα έγινε ξανά κόκκινη και ο ουρανός γαλανός. Τότε συμπέραναν ότι οι ρόλοι δεν πρέπει να αναστρέφονται γιατί μόνο τότε υπάρχει αρμονία.

Η Meconopsis grandis, κοινώς γνωστή ως γαλάζια παπαρούνα (παρόλο που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου παπαρούνα), είναι το εθνικό λουλούδι του Μπουτάν. Την άνοιξη του 1922, μια βρεττανική αποστολή στα Ιμαλάια , με αρχηγό τον θρυλικό αναρριχητή George Leigh Mallory, ανακάλυψαν το φυτό, στην αποτυχημένη τους προσπάθεια να φτάσουν στην ανεξερέυνητη τότε κορυφή του βουνού Έβερεστ. Τα λουλούδια για πρώτη φορά εκτέθηκαν σε ένα ενθουσιώδες κοινό, στο Royal Horticultural Society’s spring show του 1926.

Τα είδη τού γένους παράγουν ελκυστικά λουλούδια σε διπλή σειρά. Ένα μονό είδος, η Meconopsis cambrica (Welsh poppy), είναι ενδημικό στην Αγγλία, την Ουαλία, την Ιρλανδία, και στις παρυφές της Δυτικής Ευρώπης. Τα άλλα 40 περίπου είδη (ανάλογα με την ταξινόμηση) βρίσκονται στα Ιμαλάια. Υπάρχει όμως αντιπαράθεση σχετικά με το διαχωρισμό των ειδών των Ιμαλαΐων, καθώς πολύ εύκολα διασταυρώνονται μεταξύ τους και παράγουν καινούριους βιώσιμους σπόρους. Είναι πολύ πιθανό, κάποια είδη με ξεχωριστή ονομασία, στην πραγματικότητα να ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά να έχουν αξιολογηθεί βάση μορφολογικών διαφορών και συνεπώς κατατάχθηκαν σε διαφορετικό είδος.

Ένα μεγάλο ποσοστό των ειδών είναι μονόκαρπα, και γι' αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολη η διατήρηση τής καλλιέργειάς τους.

Το όνομα Μηκόνοψις προέρχεται από την ελληνικές λέξεις Μήκων (παπαρούνα) και όψις και σημαίνει "Παπαρουνόμορφο". (Η λέξη papaver είναι λατινική, και ήταν το όνομα που δόθηκε στην παπαρούνα, την εποχή της αρχαίας Ρώμης. Αντιστοιχούσε στην αναπαραγωγή του ήχου που έκαναν οι σπόροι της παπαρούνας κατά τη μάσηση!).

Αναμφισβήτητα το πιο δημοφιλές Meconopsis που καλλιεργείται σε κήπους είναι αυτό με τα μπλε άνθη, αλλά υπάρχουν και άλλα χρώματα, όπως το εντυπωσιακό κόκκινο τού M. puniceaand, και αρκετά είδη όπως το Μ. pseudointegrifolia που είναι κίτρινα. Η μόνη εξαίρεση σε αυτήν την ασιατική κατανομή των Meconopsis είναι η ουαλική παπαρούνα, Μ. cambrica. Αυτός ο μακρινός συγγενής δεν ταιριάζει απόλυτα μέσα στο γένος Meconopsis, και πιθανόν θα πρέπει να ταξινομηθεί από τους βοτανολόγους με διαφορετικό όνομα.