Μην βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων με την πρόταση Κανονισμού της ΕΕ για τα αλκοολούχα ποτά

Εισήγηση Γ. Αρβανιτίδη επί της Πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τον ορισμό, την παρουσίαση και την επισήμανση των αλκοολούχων ποτών.Ακολουθεί αναλυτικά η εισήγηση: 

Κατ’ αρχάς θα ξεκινήσω την τοποθέτηση μου σχολιάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες συνεδριάζουμε σήμερα. Καλούμαστε να γνωμοδοτήσουμε επί ενός σχεδίου Κανονισμού που ρυθμίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό και ευαίσθητο τομέα των αλκοολούχων ποτών, με μια επιεικώς πρόχειρη διαδικασία. Μια διαδικασία διαλόγου που δεν αρμόζει στη Βουλή και στην οποία φαίνεται ότι έχετε πλέον εθιστεί.

Ερωτώ. Γιατί η Βουλή των Ελλήνων – ενώ είχε τις απόψεις του Γενικού Χημείου του Κράτους από την 01/02/2017 – μας τις κοινοποίησε μετά από 50 ημέρες;

Γνωρίζετε πολύ καλά ότι είναι κακή νομοθέτηση να καταθέτεις μια εκπρόθεσμη τροπολογία την τελευταία στιγμή. Είναι, όμως, κάκιστη πρακτική να καλείσαι να εφαρμόσεις ευρωπαϊκό δίκαιο – το οποίο δεν συνδιαμόρφωσες προς όφελός σου στις Βρυξέλλες όταν έπρεπε – και σήμερα καλούμαστε να γνωμοδοτήσουμε στο πόδι. Δυστυχώς, την ευκαιρία που μας δίνεται να γνωμοδοτήσουμε, την κάνουμε διεκπεραιωτικά, χωρίς να μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία ανάδειξης και αναλυτικής τεκμηρίωσης των θέσεών μας.

Ρωτώ επίσης γιατί μέσα σε αυτές τις 50 μέρες, δεν φρόντισε να ζητήσει η Βουλή επίσημα τις απόψεις των εκπροσώπων των παραγωγών και των καταναλωτών της χώρας τους οποίους αφορά η συζήτηση. Θα ήθελα να θυμίσω ότι εμείς είμαστε εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των συμπολιτών μας και βρισκόμαστε εδώ για να τους εκπροσωπήσουμε. Δεν είμαστε εμπειρογνώμονες.

Η Πολιτεία δεν μπορεί να ρυθμίζει τη λειτουργία της αγοράς ερήμην των παραγωγών, των καταναλωτών και εν γένει της κοινωνίας. Πόσο μάλλον όταν καλείται να συζητήσει για κανόνες δικαίου που προέρχονται από τις Βρυξέλλες και ενδεχομένως να μην λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις εθνικές παραγωγικές ιδιαιτερότητες. Υπό αυτή την έννοια, θα ήθελα να έχουμε στα χέρια μας τις απόψεις τουλάχιστον του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών, της Γενικής Ομοσπονδίας Καταναλωτών Ελλάδος και του Συνηγόρου του Καταναλωτή.

Δεν θέλω να υποβιβάσω τις απόψεις του Γενικού Χημείου του Κράτους – που είναι εξαιρετικά αναλυτικές και κατατοπιστικές – αλλά, σε μία χώρα εκτός από τις ρυθμιστικές αρχές και τις δημόσιες υπηρεσίες, υπάρχουν και οι παραγωγικές δυνάμεις και οι καταναλωτές. Και οι απόψεις τους πρέπει να συνυπολογίζονται από τη Βουλή.

Έρχομαι τώρα στο κείμενο του Κανονισμού.

Είναι ωφέλιμο τα ελληνικά προϊόντα όπως το Ούζο, το Τσίπουρο,  η Τσικουδιά, η Μαστίχα Χίου, η Τεντούρα, το Κουμ Κουάτ, το Κίτρο και άλλα εξαιρετικά τοπικά αλκοολούχα προϊόντα μας, να συμπεριλαμβάνονται στις αναγνωρισμένες ευρωπαϊκές κατηγορίες προϊόντων γεωγραφικής ένδειξης.

Έτσι προστίθεται στην εγγενή τους αξία και η πιστοποίηση της ποιότητας που απολαμβάνουν τα ευρωπαϊκά προϊόντα στις διεθνείς αγορές.

Επιπλέον είναι εξαιρετικά ωφέλιμο να κατοχυρώνεται νομοθετικά και να οριοθετείται η έννοια της αιθυλικής αλκοόλης και του αποστάγματος γεωργικής προέλευσης.

Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ευδιάκριτη η σχέση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών με τα υψηλής ποιότητας γεωργικά προϊόντα της χώρας μας. Μια χώρα που είναι γνωστή για τα ιδιαίτερα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά της, μια χώρα που την επισκέπτονται εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο, συχνά μεταφέροντας στις πατρίδες τους διατροφικές συνήθειες που έμαθαν στη χώρα μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι βάσει των διαθέσιμων στοιχείων ο κλάδος αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά εξωστρεφή κλάδο.

Η σταδιακή αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια τις έχει κάνει να ξεπεράσουν το 60% της συνολικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών.

Πάμε όμως και στην πλευρά του Καταναλωτή.

Είναι εξαιρετικά ωφέλιμο να κωδικοποιούνται και να κατηγοριοποιούνται με μεθοδικό τρόπο τα αλκοολούχα ποτά ώστε να μπορεί κάποιος να αναζητήσει τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και να μπορεί να τα συγκρίνει. Να μπορεί να τα συγκρίνει – και μεταξύ τους – και σε σχέση με τα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν δει κανείς τα τεχνικά χαρακτηριστικά στο Παράρτημα II, διαπιστώνει πως τα προϊόντα που παράγουν και καταναλώνουν παραδοσιακά οι Έλληνες προηγούνται, τόσο ως προς τη σύνθεσή τους, όσο και ως προς τη διαδικασία επεξεργασίας τους. Άλλωστε είμαστε ένας από τους πρώτους λαούς που ανακάλυψαν την απόσταξη και την εξέλιξαν στο βάθος των αιώνων και σήμερα η παράδοση, η ποιότητα και η εξωστρέφεια συνδυάζονται αρμονικά στον ελληνικό κλάδο αλκοολούχων ποτών.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα είναι πάντα έτσι, αν δεν προσέξουμε. Και το λέω αυτό, γιατί υπάρχουν ορισμένες παρατηρήσεις – και  από το Γενικό Χημείο του Κράτους και από φορείς των παραγωγών αλκοολούχων ποτών - που μας προβληματίζουν.

Αναφέρομαι:

Πρώτον, στο υπερβολικό διοικητικό και οικονομικό κόστος υποβολής φακέλου αναγνώρισης νέων γεωγραφικών ενδείξεων.
Δεύτερον, στο γεγονός ότι η Επιτροπή συγκεντρώνει με δυσανάλογο τρόπο εξουσίες ρύθμισης ουσιωδών θεμάτων που δεν θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο εξουσιοδότησης.

Θα σας πω, για παράδειγμα, ότι ένα τέτοιο θέμα είναι ο καθορισμός των κατηγοριών των αλκοολούχων ποτών και των γεωγραφικών ενδείξεων και ιδίως η δυνατότητα που της δίνεται να διαγράφει από το μητρώο σημερινά καταχωρισμένα αλκοολούχα ποτά, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Κρατών – Μελών.

Τρίτον, το γεγονός ότι φιλελευθεροποιείται άκριτα το δικαίωμα εμφιάλωσης εκτός της Περιοχής Γεωγραφικής Ένδειξης και αγνοούνται αιτιολογημένες πρακτικές των Κρατών – Μελών που προστατεύουν την ποιότητα και την φήμη των αλκοολούχων αυτών ποτών.

Άρα με τα δεδομένα αυτά, εμείς δηλώνουμε επιφυλακτικοί στις συγκεκριμένες διατάξεις του Σχεδίου Κανονισμού και καλούμε την κυβέρνηση να σοβαρευτεί, αν δεν θέλουμε να βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.