Στην πλήρη αποδόμηση της πολιτικής της Ν.Δ. για τη ΔΕΗ προχώρησε σήμερα ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, απαντώντας στην επίκαιρη Επερώτηση που υπέβαλαν 39 βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Μέχρι τώρα», τόνισε ο Υπουργός, «υπήρχε η εντύπωση, έτσι όπως την έδινε η Νέα Δημοκρατία και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, ότι η «μικρή ΔΕΗ» ήταν κάποια μικρού τύπου παρέμβαση, η οποία θα είχε λύσει όλα τα προβλήματα και δεν θα υπήρχε θέμα συζήτησης σήμερα. Αποδείξαμε ότι η «μικρή ΔΕΗ» ήταν μικρή-μεγάλη ΔΕΗ, γιατί η ΔΕΗ έχει το 50% της παραγωγής της χώρας και όταν φύγει το 30% (περίπου το 1/3) σημαίνει ότι η εταιρία θα έμενε ένας παραγωγός του 35% στο εθνικό ηλεκτρικό σύστημα. Κι ό,τι απέμενε όδευε προς ιδιωτικοποίηση, με την πώληση του 17%».
Το σημαντικότερο πρόβλημα του σχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ» ήταν ότι αφορούσε και πώληση υδροηλεκτρικών, που είναι ο πιο κερδοφόρος τομέας της ΔΕΗ. «Τα υδροηλεκτρικά είναι ένα θέμα που εκπορεύεται από την αναγκαιότητα να τα διατηρήσει η ΔΕΗ και να μπορεί να εξισορροπεί τη δέσμευση της για τη στήριξη του βιομηχανικού συστήματος της χώρας».
Επιπλέον, η «μικρή ΔΕΗ» δεν έμπαινε σε αντιδιαστολή με τα ΝΟΜΕ, τα οποία ήταν συμπληρωματικά, γιατί, όπως αποκάλυψε ο κ. Σταθάκης, περιλαμβάνονταν στο δεύτερο Μνημόνιο, τον Απρίλιο του 2014, μαζί με το συγκεκριμένο σχέδιο της τότε κυβέρνησης. «Αποκαταστάθηκε μια στοιχειώδης αλήθεια απέναντι σε αυτούς που ακόμη και τώρα υπερασπίζονται τη «μικρή ΔΕΗ», το δήθεν μεγάλο σχέδιο, το οποίο τελικά θα την κατέστρεφε».
Η πολιτική της ΝΔ περιελάμβανε ακόμη την πλήρη ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ και απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στο πρότυπο που είχε επιχειρήσει κατά την περίοδο των εταιριών Energa και Hellas Power. «Εάν αγωνιάτε για τη μείωση των κερδών της ΔΕΗ φέτος, σας θυμίζω ότι αυτό είναι ένα “φέσι” που ακόμα πληρώνουμε».
Η μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική αγορά είναι μια αναπόδραστη εξέλιξη, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς, ανέφερε ο Υπουργός, που θα ολοκληρωθεί το 2018 με την εισαγωγή του μοντέλου-στόχου (target model).
Σε ό,τι αφορά τα διαρθρωτικά μέτρα για τους λιγνίτες, σε εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι καταβάλλεται προσπάθεια να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ. «Θα προχωρήσουμε παρά τα όσα ακούγονται. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί ομαλά και θα αποφέρει οφέλη στη ΔΕΗ, με την προσέλκυση ικανοποιητικού τιμήματος».
Ο στόχος της κυβέρνησης είναι διττός: να διατηρηθεί το 50% της παραγωγής της ΔΕΗ για λόγους ασφάλειας του ενεργειακού συστήματος της χώρας και να αναπτυχθεί η εταιρία σε νέους τομείς. «Η δυναμική της ΔΕΗ δεν επηρεάζεται. Θα προσαρμοστεί σε μια πραγματικότητα που αίρει τη μονοπωλιακή θέση που είχε στο παρελθόν και θα διατηρηθεί ως βασικός πυλώνας του Συστήματος». Στο πλαίσιο αυτό η εταιρία καταρτίζει στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης και μελετά επιπρόσθετες ενέργειες για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας της.
Αναφερόμενος, εξάλλου, ο Υπουργός στους εργαζόμενους της ΔΕΗ ανέφερε ότι είναι διασφαλισμένα τα εργασιακά δικαιώματα τους, όπως έγινε και στον ΑΔΜΗΕ, μετά την είσοδο του στρατηγικού εταίρου του δημοσίου, την κινεζική StateGrid.
«Είμαστε εξαρχής σε διαρκή διάλογο με όλους. Δεν υπάρχει τίποτε εν κρυπτώ. Τα έχω πει όλα δημόσια». Η Ν.Δ. επιλέγει να κρατά την ίδια καταστροφολογική στάση που είχε και για την οικονομία. «Στα θέματα της οικονομίας τα σενάρια της αποδείχθηκε ότι δεν είχαν υπόσταση. Δεν τους ακούει κανείς. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, οι θεσμοί, όλοι λένε άλλα πράγματα. Η ίδια στρατηγική και στην περίπτωση της ΔΕΗ είναι υπερβολική, γιατί η εταιρία έχει αποτελέσματα που απέχουν πολύ από την κατάρρευση της, την ικανότητα της να δανείζεται, τη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας, από το αν θα έχει να πληρώσει μισθού και ούτω καθεξής».
Κλείνοντας την ομιλία του ο Υπουργός υπογράμμισε ότι «η ΔΕΗ πρέπει να σωθεί και θα σωθεί. Θα είναι ο πυρήνας του Συστήματος για πολλά χρόνια. Θα στηρίζεται στους εργαζομένους της. Πρέπει να κάνουμε τα απαραίτητα βήματα για να αλλάξει ο ενεργειακός τομέας, προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομίας και ταυτόχρονα να ξεπεράσουμε προβλήματα που είναι υπαρκτά».