Στην Ολομέλεια της Βουλής τοποθετήθηκε ως εισηγητής του Ποταμιού, ο βουλευτής Ηρακλείου Σπύρος Δανέλλης, στο πλαίσιο της συζήτησης του σ/ν του Υπουργείου Τουρισμού με τίτλο: «Θεματικός Τουρισμός - Ειδικές μορφές τουρισμού - Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου στον τομέα του τουρισμού και της τουριστικής εκπαίδευσης - Στήριξη τουριστικής επιχειρηματικότητας και άλλες διατάξεις».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Το συζητούμενο σχέδιο νόμου με τίτλο «Θεματικός τουρισμός - Ειδικές μορφές τουρισμού - Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου στον τομέα του τουρισμού και της τουριστικής εκπαίδευσης - Στήριξη τουριστικής επιχειρηματικότητας και άλλες διατάξεις», θα έπρεπε να είναι κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας μετά την κρίση.
Η Ελλάδα είναι αναμφισβήτητα μία τουριστική χώρα, που δυστυχώς όμως έχει επαναπαυτεί για χρόνια στο «ήλιος και θάλασσα», καθώς και στο «μαγικό ελληνικό καλοκαίρι».
Τα τελευταία χρόνια, τυχαίνει να ευνοούμαστε και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πράγμα που ευνοεί την αδράνεια, την ακινησία στην βολή της συνήθειας.
Η ανυπαρξία ουσιαστικού, μακρόπνοου και αειφόρου σχεδιασμού, όπως και της οργάνωσης της ανάπτυξης χαρακτήριζε το τουριστικό μας μοντέλο.
Δυστυχώς, προστασία του περιβάλλοντος, χωροταξία, φέρουσα ικανότητα ήταν άγνωστοι όροι.
Είναι σχεδόν αφελές όμως, να πιστεύουμε πως μπορούμε να υπάρξουμε εσαεί με αυτούς τους όρους σε μια διεθνή τουριστική αγορά, που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, με ταξιδιώτες ολοένα και πιο ενημερωμένους και απαιτητικούς.
Σε μια διεθνή αγορά, όπου οι σύγχρονες τεχνολογίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιλογές των ταξιδιωτών και στην προώθηση των τουριστικών προϊόντων παγκοσμίως.
Σήμερα, μετά τη δεκαετή σχεδόν κρίση, είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να χαράξουμε μια εθνική στρατηγική για τον ελληνικό τουρισμό.
Γιατί η προβολή, η προώθηση ή το branding στα οποία εμμένουμε αποκλειστικά έως σήμερα προϋποθέτουν την ύπαρξη στρατηγικού σχεδιασμού.
Εκεί θα έπρεπε να πατούν προκειμένου να εξυπηρετούν ως εργαλεία τους στόχους του.
Και βέβαια πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε πως πραγματικός δείκτης επιτυχίας – απόδοσης δεν είναι ο αριθμός αφίξεων, αλλά το οικονομικό αντίκρισμα της εδώ παραμονής των επισκεπτών μας.
Μια εθνική στρατηγική για τον τουρισμό από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποτελέσει προϊόν ευρείας πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης.
Και αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη υλοποίηση των στόχων της, δηλαδή η κάλυψη των ουσιαστικών δομικών ελλείψεων ως προς τις υποδομές, την ποιότητα των υπηρεσιών, το θεσμικό πλαίσιο, τη διαφοροποίηση του προϊόντος, τις συνεργίες με τις λοιπές οικονομικές δραστηριότητες κτλ.
Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για τα παραπάνω;
Οι τάσεις της παγκόσμιας αγοράς ζητούν διαφοροποιημένα προϊόντα με ισχυρή ταυτότητα και χαρακτήρα, και πάνω από όλα μοναδικότητα εμπειριών.
Και αυτή η διαφοροποίηση του τουριστικού μας προϊόντος, δεν επιτυγχάνεται με την κατάθεση νομοσχεδίων ή την θεσμοθέτηση σημάτων ειδικών μορφών τουρισμού χωρίς αντίκρισμα στις προσφερόμενες υπηρεσίες.
Προϋποθέτει την καταγραφή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και της φέρουσας ικανότητας κάθε περιοχής, την δράση προς άρση των όποιων εμποδίων (θεσμικό πλαίσιο, υποδομές κτλ) και την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη ειδικών μορφών τουρισμού.
Επιπροσθέτως, η υλοποίηση του απαιτεί σχεδιασμό και εφαρμογή όχι μόνο σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αλλά και την οργανική διασύνδεση του τουρισμού με τους άλλους κρίσιμους για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας τομείς, όπως το περιβάλλον, τη γεωργία και αγροτική ανάπτυξη, την αλιεία, τον πολιτισμό, τις μεταφορές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη της χώρας επιβάλλει τον σχεδιασμό μας εθνικής στρατηγικής που θα συνδυάζει, θα συντονίζει και θα προωθεί τις συνεργίες με τους αλληλοτροφοδοτούμενους τομείς της οικονομίας.
Έχω τονίσει επανειλημμένα π.χ. πως η συνεργία τουρισμού και γεωργίας αποτελεί βασικό στόχο της εθνικής στρατηγικής για τον τουρισμό, προσφέροντας προστιθέμενη αξία και τους δύο τομείς.
Και απαιτείται πλέον μια νέα, οργανικού τύπου διασύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τον τριτογενή για λόγους αυτονόητους.
Μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίσαμε να τυποποιούμε και να πιστοποιούμε τα προϊόντα μας, δηλαδή να τα κάνουμε επώνυμα και ταυτοποιημένα.
Άλλωστε, είναι τόσοι πολλοί οι ξένοι επισκέπτες της χώρας, που αν κατανάλωναν ελληνικά προϊόντα, ίσως να μην είχαμε καν τη δυνατότητα εξαγωγών.
Πρέπει να καταλάβουν τόσο οι αγρότες, όσο και οι ξενοδόχοι πως είναι αμοιβαία επωφελή για αυτούς, η γνωριμία των ξένων επισκεπτών με τις ελληνικές γεύσεις και ποτά, γιατί αυτό ακριβώς δίνει μοναδικότητα στο τουριστικό προϊόν.
Και αυτό γιατί το διαφοροποιεί από την αντίστοιχη εμπειρία που θα έχει ένας επισκέπτης σε μια άλλη χώρα, σε ένα άλλο, εφάμιλλο ξενοδοχείο.
Επιπροσθέτως, πρέπει να υπάρξει ξεχωριστή μέριμνα για την πολιτιστική μας κληρονομιά και την διασύνδεσή της με τον τουρισμό, αφού αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όπλα του τουριστικού μας προϊόντος, προσδίδοντάς του μοναδικότητα.
Δυστυχώς, όμως φαίνεται πως οι δύο τομείς χαρακτηρίζονται από σχέση ανταγωνισμού.
Αναχρονιστικές αντιλήψεις και γραφειοκρατία εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας δυναμικής σχέσης τουριστικού οφέλους, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε μια καινούρια μορφή φιλελληνισμού.
Σε αντίθεση με εμάς, η Αίγυπτος π.χ. κρατά σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους ανοιχτούς μέχρι τα ξημερώματα, προσφέροντας ταυτόχρονα την εμπειρία πολιτιστικών εκδηλώσεων μέσα σε αυτούς.
Εδώ δυστυχώς χρειάζεται να περιμένουμε την αυγουστιάτικη πανσέληνο…
Εξίσου κρίσιμο με την ποιότητα των τουριστικών υποδομών στοιχείο, αποτελεί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, κάτι που έχει ως κεντρικό του πυρήνα τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος αποτελεί και τον βασικό πόρο, όπως και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού τουρισμού.
Και όντως, η επένδυση στον ανθρώπινο παράγοντα είναι από τα σημαντικότερα που έχουμε να κάνουμε, αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε το τουριστικό μας προϊόν.
Αυτό βέβαια συνεπάγεται: 1. αναβάθμιση της τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, αντιστοίχιση των προγραμμάτων σπουδών με τους στόχους της εθνικής στρατηγικής για τον τουρισμό. 2. υποστήριξη τουριστικών επιχειρήσεων για εφαρμογή συγκροτημένης πολιτικής ανθρωπίνων πόρων 3. ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών για καλλιέργεια τουριστικής συνείδησης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Στο νομοσχέδιο τώρα.
Με το παρόν σχέδιο νόμου επιδιώκεται, αρχικά μέσω των διατάξεων του πρώτου μέρους, η ρύθμιση της ανάπτυξη, οργάνωσης και εποπτείας των δραστηριοτήτων και της επιχειρηματικότητας, που αφορούν στον θεματικό τουρισμό (γαστρονομικός, θαλάσσιος. αθλητικός, πολιτιστικός κλπ).
Προσωπικά, περίμενα περισσότερα πράγματα στο κεφάλαιο του θεματικού τουρισμού.
Αποτελεί μόλις το ένα τρίτο των διατάξεων και επικεντρώνεται δυστυχώς κυρίως σε ορισμούς και μάλιστα με εφαρμογή στο απώτερο μέλλον, δεδομένων των πολυάριθμων ΚΥΑ και ΥΑ που πρέπει να εκδοθούν (χωρίς να ορίζεται προθεσμία για την έκδοσή τους) και των πολλών ασαφειών που πρέπει να διευκρινιστούν μέσα σε αυτές.
Επιπλέον, είναι γνωστό σε όλους όσοι ασχολούνται συστηματικά με τον Τουρισμό, ότι το θέμα των ορισμών, των μορφών τουρισμού δεν αποτελεί αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων, αλλά θέμα που χειρίζεται η επιστήμη και που επομένως το αναζητά κανείς στη σχετική βιβλιογραφία.
Εξάλλου, ο αριθμός και το περιεχόμενο των θεματικών μορφών τουρισμού μεταβάλλεται ραγδαία, ανάλογα με τις συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές) και με τις νέες ανάγκες και νοοτροπίες, που διαμορφώνονται στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σε αυτό το πλαίσιο θα περίμενα σε ορισμένους ορισμούς να είμαστε πιο ακριβείς.
Αυτό, που είναι αντικείμενο ενός νομοσχεδίου σε σχέση με τις θεματικές μορφές τουρισμού θα ήταν να ρυθμίσει τις έννομες σχέσεις, δηλαδή τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις όσων εμπλέκονται σε αυτές, και μάλιστα με στόχευση κυρίως την προστασία του καταναλωτή.
Τα υπόλοιπα δύο τρίτα του σχεδίου νόμου καλύπτουν όλο το φάσμα των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Τουρισμού και επιχειρούν να δώσουν λύσεις σε ζητήματα που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Δεν ξέρω λοιπόν αν έχουμε να κάνουμε με μια νομοθετική παρέμβαση πραγματικά ρηξικέλευθη ή ριζικά καινοτόμα.
Επιπροσθέτως, αρκετά ζητήματα φαίνεται να δημιουργούνται από τις ρυθμίσεις που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφορούν τον ΕΟΤ.
Τα τελευταία χρόνια έχουν διαφοροποιηθεί πάρα πολλά σε σχέση με τον επανακαθορισμό του ρόλου του ΕΟΤ, αλλά και των σχέσεων μεταξύ ΕΟΤ και Υπουργείου Τουρισμού.
Για αυτό το λόγο, θεωρούμε πως θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει μια συνολική παρέμβαση που θα εξορθολογικοποιεί τους ρόλους και τις σχέσεις μεταξύ ΕΟΤ και Υπουργείου.
Πρόκειται για ένα θέμα που απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση και σχεδιασμό και βέβαια μια διευρυμένη διαβούλευση, σε σχέση με τα ζητούμενα της σημερινής πραγματικότητας.
Και αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να αποτελεί το μοναδικό θέμα μιας ολοκληρωμένης νομοθετικής παρέμβασης.
Ας μην ξεχνάμε πως ο ΕΟΤ ήταν πάντοτε ένα εργαλείο, που κατά περιόδους έκανε εξαιρετική δουλειά, παίρνοντας ουσιαστικά πάνω του την πολιτική του τουρισμού της χώρας κυρίως μέσα από την προβολή και την υποστήριξη, παλαιότερα δε, στις χρυσές εποχές του και με την ξενοδοχειακή του υποδομή.
Σήμερα, που πρέπει να επανακαθορίσουμε το τι τουρισμό θέλουμε και πως θα επιτύχουμε τους στόχους μας, χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο τουριστικής πολιτικής, μέσα στο οποίο θα πρέπει να δούμε τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεση μας και επομένως και τον ΕΟΤ συνολικά.
Δεν θα αναφερθώ λοιπόν αναλυτικά σε όλα τα άρθρα νομοσχεδίου που αφορούν τον ΕΟΤ, γιατί εξαρχής διαφωνώ με την αποσπασματική λογική με την οποία αντιμετωπίζετε το θέμα.
Όμως θα στα σταθώ στο άρθρ. 56 για τη διαδικασία επιλογής προσωπικού Υπηρεσιών εξωτερικού του ΕΟΤ, όπου περιγράφονται οι διαδικασίες επιλογής προσωπικού του Ε.Ο.Τ Εξωτερικού.
Επίσης περιγράφονται και οι διαδικασίες επιλογής επιτόπιου προσωπικού σύμφωνα με τις λειτουργικές ανάγκες κάθε Υπηρεσίας.
Παρατηρώ πως για την επιλογή προσωπικού για την κάλυψη θέσεων Υπηρεσιών ΕΟΤ εξωτερικού δεν υπάρχει πουθενά στην διαδικασία η κατάταξη βάσει μοριοδότησης, ενώ παράλληλα στην τριμελή επιτροπή αξιολόγησης 2 άτομα ορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα και 1 από τον Υπουργό.
Δεδομένου ότι κατά το παρελθόν ο συγκεκριμένος ο Οργανισμός και ιδιαίτερα οι περιζήτητες θέσεις εξωτερικού επιβαρύνθηκε από αρκετές «αμαρτίες», καλό θα ήταν να ξαναδείτε την συγκεκριμένη ρύθμιση με προσοχή και να την επαναδιατυπώσετε, ώστε να πληρούνται στοιχειώδη εχέγγυα αξιοκρατίας.
Όπως βέβαια και στο ακόλουθο άρθρο το άρθρ. 57 για τις Μεταθέσεις – Αποσπάσεις, όπου περιγράφονται οι διαδικασίες μετάθεσης απόσπασης υπαλλήλων σε Υπηρεσίες του Ε.Ο.Τ Εξωτερικού.
Πλέον, η διάρκεια της μετάθεσης και της απόσπασης είναι τρία χρόνια, αλλά μπορεί να παραταθεί για έξι ακόμη χρόνια με αποφάσεις του Υπουργού Τουρισμού ή του Γεν. Γραμματέα, ενώ τα ίδια ισχύουν και για τους ήδη υπηρετούντες σε Υπηρεσίες του Ε.Ο.Τ Εξωτερικού…(!)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επανέλθω σε ένα θέμα που δεν άπτεται τόσο των διατάξεων του νομοσχεδίου, αλλά έχει περισσότερο να κάνει γενικά με τον τουρισμό, τις αερομεταφορές και τις σχέσεις μας με άλλες χώρες, και που ωστόσο δεν μπορώ να μην το θέσω, δεδομένου ότι τα νομοθετήματα για τον τουρισμό δεν είναι και τόσο συχνά.
Σας το είχα θέσει παλαιότερα με γραπτή ερώτηση στη Βουλή και αφορά την αεροπορική μας σύνδεση με την Ταιβάν, αυτήν τη μικρή νησιωτική χώρα της ΝΑ Ασίας, η οποία βρίσκεται μέσα στην πρώτη εικοσάδα των χωρών με βάση το εμπορικό της ισοζύγιο, με το ΑΕΠ της να είναι το 19ο μεγαλύτερο παγκοσμίως με βάση την αγοραστική δύναμη, και τους εργαζόμενους της να διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα σε σχέση με τους αντίστοιχους πολίτες της Νότιας Κορέας, της Ιαπωνίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Έχουμε κάθε λόγο να συνάψουμε στενότερες σχέσεις με αυτό το μικρό νησιωτικό έθνος ως παλαιό Κράτος – Μέλος της Ε.Ε. και οι αδικαιολόγητα ισχνές εμπορικές και τουριστικές σχέσεις μεταξύ Αθήνας – Ταϊπέι να βγουν από την αφάνεια.
Γιατί θυμίζω πως δέχθηκαν ένα τεράστιο πλήγμα το καλοκαίρι του 2016, όταν με υπαιτιότητα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού ακυρώθηκαν 18 απευθείας πτήσεις charter του μεγαλύτερου αερομεταφορέα της Ταϊβάν (China Airlines) προς την Αθήνα, για το διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου 2016, αναγκάζοντας μάλιστα την τελευταία να προβεί σε αποζημίωση των μη εξυπηρετηθέντων πελατών της.
Θεωρώ πως από ένα τέτοιο δρομολόγιο, μεταξύ Αθήνας και Ταϊπέι θα μπορούσε η Ελλάδα να αποκομίσει μεγάλα κέρδη, σε κομβικούς τομείς όπως είναι ο τουρισμός, ο πολιτισμός, ο αγροδιατροφικός τομέας, ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας, η έρευνα κ.α.
Ευχαριστώ.