Η κατανάλωση ελαιολάδου στη Γερμανία εκτιμάται ότι αυξήθηκε το 2012, με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, στους 59 χιλιάδες τόννους. Έτσι, η ανοδική τάση στην κατανάλωση ελαιολάδου φαίνεται να συνεχίζεται: συνολικά στην εικοσαετία 1990-2010, η κατανάλωση ελαιολάδου στη Γερμανία σχεδόν εξαπλασιάστηκε.
Η Γερμανία κατατάσσεται έτσι στην 11η θέση διεθνώς σε ότι αφορά την κατανάλωση ελαιολάδου, με μερίδιο που αντιστοιχεί στο 1,9% της παγκόσμιας κατανάλωσης, και είναι μια από τις σημαντικότερες αγορές ελαιολάδου μεταξύ των χωρών που δεν διαθέτουν παραγωγή.
Η κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ελαιολάδου υπολογίζεται ότι ανήλθε το 2012 στα 0,73 κιλά/έτος, έχοντας σημειώσει αξιόλογη άνοδο σε σχέση με το επίπεδο της δεκαετίας 2000-2009. Παρόλα αυτά, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επιπέδα σε σύγκριση με τις κυριότερες ελαιοπαραγωγικές χώρες.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση άλλων λιπών μειώνεται συνεχώς, παραμένει ωστόσο σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα. Έτσι, φαίνεται ότι η αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ελαιολάδου εντάσσεται σε μια γενικότερη σταδιακή μεταστροφή των διατροφικών συνηθειών των Γερμανών, με μείωση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης βουτύρου (από τα 6,6 κιλά το 2000 στα 5,9 κιλά το 2011) και μαργαρίνης (από τα 6,7 κιλά το 2000 στα 4,9 το 2011).
Οι εισαγωγές ελαιολάδου της Γερμανίας, εμφανίζονται με βάση τα προσωρινά στατιστικά στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής υπηρεσίας, να υποχώρησαν ελαφρά το 2012, περιοριζόμενες στους 65,3 χιλιάδες τόννους. Δεδομένου ότι τα προσωρινά στατιστικά στοιχεία υποεκτιμούν την ποσότητα εισαγωγών κατά προσέγγιση κατά 3 - 4 χιλιάδες τόννους, εκτιμούμε ότι η ανοδική πορεία των εισαγωγών ελαιολάδου της Γερμανίας δεν ανακόπηκε το 2012, και ότι κατά προσέγγιση η εισαγόμενη ποσότητα πρέπει να κυμάνθηκε στο επίπεδο των 68-69 χιλιάδων τόννων. Μερίδιο περίπου 7-9% της εισαγόμενης στη Γερμανία ποσότητας ελαιολάδου επανεξάγεται.
Έτσι, η ποσότητα των καθαρών εισαγωγών ελαιολάδου στη Γερμανία υπολογίζεται για το 2012 σε 60,3 χιλιάδες τόννους, έχοντας αυξηθεί κατά 10 χιλιάδες τόννους (+20%) στο διάστημα της πενταετίας 2008-2012.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η αξία των εισαγωγών ελαιολάδου στη Γερμανία δεν εμφανίζεται να ακολουθεί την ανοδική πορεία της ποσότητας, καθώς η μέση τιμή εισαγωγών έχει υποχωρήσει στο διάστημα 2008-2012 από τα 3,72 €/kg στα 3,03 €/kg.
Συνολικά κατά την δεκαπενταετία 1998-2012, η ποσότητα των εισαγωγών ελαιολάδου της Γερμανίας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (αύξηση κατά 173%), αυξανόμενη από τους 23 στους 65 χιλιάδες τόννους.
Προμηθεύτριες χώρες - Εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου
Οι κυριότερες προμηθεύτριες χώρες παρθένου ελαιολάδου της Γερμανίας είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Η Ιταλία καλύπτει περίπου τα ¾ της ποσότητας των γερμανικών εισαγωγών, ενώ η Ισπανία και η Ελλάδα ποσοστό περίπου 10% η κάθε μία. Σε όρους αξίας, το μερίδιο της Ελλάδας επί των εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου της Γερμανίας είναι υψηλότερο,
και κυμαίνεται μεταξύ 11,5-13,5% περίπου.
Κατά το χρονικό διάστημα 2006-2012, παρά τις διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν, δε φαίνεται να υπάρχει μόνιμη σημαντική μετατόπιση των μεριδίων αγοράς μεταξύ των τριών βασικών προμηθευτριών χωρών.
Από τις υπόλοιπες προμηθεύτριες χώρες της Γερμανίας προέρχεται μικρό μόνο ποσοστό των εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου: η Γαλλία καλύπτει ποσοστό μόλις 1% των εισαγωγών της Γερμανίας (544 τόννοι το 2012), η Τουρκία 0,4%, η Τυνησία 0,2% και η Πορτογαλία 0,2%.
Προμηθεύτριες χώρες - Εισαγωγές άλλου ελαιολάδου
Όπως και για το παρθένο ελαιόλαδο, οι κυριότερες προμηθεύτριες χώρες άλλου ελαιολάδου (ραφινέ, δασμολογική κατηγορία 15.09.90.00) είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα.
Κατά το χρονικό διάστημα 2006-2011 παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση της εισαγόμενης ποσότητας άλλου ελαιολάδου από την Ιταλία, με αποτέλεσμα το μερίδιο της επί των εισαγωγών της Γερμανίας στην κατηγορία αυτή να ανέλθει από το 1,1% το 2006 στο 57,6% το 2011. Με βάση τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για το 2012, το μερίδιο της Ιταλίας στις εισαγωγές άλλου ελαιολάδου της Γερμανίας περιορίστηκε σε 51,6%. Το μερίδιο της Ισπανίας στις εισαγωγές άλλου ελαιολάδου ανήλθε το 2012 σε 30%, ενώ το μερίδιο της Ελλάδας σε 6,4%.
Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Ντύσσελντορφ