Αστική άβυσσος και αγροτική παραγωγή

Η ελληνική χερσόνησος – λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην εύκρατη ζώνη, έχοντας κλίμα ήπιο μεσογειακό και πολλές ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος – πλεονεκτεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκλεκτής ποιότητας.

Παρ’ όλα αυτά, στις μέρες μας τα ρεβίθια Μεξικού, τα σκόρδα Κίνας, τα φασόλια Μαδαγασκάρης, οι φακές Καναδά, τα αμύγδαλα Καλιφόρνιας, οι πατάτες Αιγύπτου, τα λεμόνια Αργεντινής, το κρέας Ολλανδίας κ.α., κατακλύζουν καθημερινά την ελληνική αγορά.

 

 


Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ (στοιχείο 2012) με ό, τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος. Σε ετήσια βάση χρειάζεται να πληρώνουμε συνολικά το προαναφερόμενο ποσό σε άλλες χώρες προκειμένου να μπορούμε να τρώμε το καθημερινό μας φαγητό. Διαπιστώνεται έτσι μία ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής με συνέπεια τη διατροφική μας εξάρτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται με αριθμούς στις μεγάλες εισαγωγές και στην ταυτόχρονη εκροή σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός χώρας.

Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;

Θεωρητικά το «αγροτικό ζήτημα» είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.


Ουσιαστικά, όμως, το αγροτικό ζήτημα αναδύεται επίμονα με διαφορετική μορφή ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μείζον πολιτικό θέμα που συνδέεται με την αμφίδρομη σχέση αγροτικών-αστικών συμφερόντων, σχετίζεται δε άμεσα με την τροφή όλων μας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Η καλλιέργεια της γης και τα προϊόντα της αποτελούν, με τις γεύσεις και τα αρώματα που περικλείουν, συνέχεια για τη διατροφική παιδεία και τον πολιτισμό. Μία αρχέγονη διαδραστική σχέση μεταξύ φύσης, ανθρώπου, φυτικού και ζωικού βασιλείου.


Αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου ο πληθυσμός της υπαίθρου εμπλουτίστηκε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Η πολιτική βούληση των κυβερνώντων εκείνης της εποχής προώθησε την οργάνωση της ανώτερης γεωργικής εκπαίδευσης, κάτι που αφενός βοήθησε στη συγκρότηση ενός δικτύου διαμόρφωσης και άσκησης της αγροτικής πολιτικής, ενώ αφετέρου προσέφερε εξειδικευμένα μεσαία και ανώτερα στελέχη (γεωπόνους, γεωπόνους μηχανικούς, συνεταιριστικούς και τραπεζικούς υπάλληλους) στη δημιουργία και λειτουργία του προαναφερθέντος δικτύου.2

Το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από το νεοσύστατο τότε υπουργείο Γεωργίας, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες της Αγροτικής Τράπεζας, τις μέσες και ανώτερες γεωπονικές σχολές και τα κέντρα αγροτικής έρευνας. Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό δυναμικό, υπήρξε ο φορέας ενός νέου επιστημονικού λόγου και ενός αυξημένου μορφωτικού κεφαλαίου που αρχικά αποκτήθηκε σε διακεκριμένες σχολές ανώτατης εκπαίδευσης του εξωτερικού και στη συνέχεια του εσωτερικού. Το δυναμικό αυτό αναδείχθηκε λόγω της ιστορικής συγκυρίας του μικρασιατικού πολέμου και της αγροτικής μεταρρύθμισης σε καθοριστικό παράγοντα μετεξέλιξης και ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.

 
 

Αντίθετα το μοντέλο ανασυγκρότησης της χώρας που ακολουθήθηκε σε μιαν άλλη εξίσου κρίσιμη ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ήταν η ανοικοδόμηση με βάση το δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και ο έλεγχος του πληθυσμού από το νεοελληνικό κράτος των χρόνων εκείνων προωθούνταν για 25 συναπτά έτη η ραγδαία αστικοποίηση ως επί το πλείστον αγροτικού πληθυσμού που συμμετείχε στην Αντίσταση, ώστε με τη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα να ελέγχεται και να χειραγωγείται αποτελεσματικότερα. Τα χρόνια μεταξύ 1952 και 1974 αποτελούν την περίοδο του σημαντικότερου κύματος αστικοποίησης στην Ελλάδα. Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες ’50-’60 αντιστράφηκε για πρώτη φορά η αναλογία αγροτικού-αστικού πληθυσμού.3

Μέσα σε 20 χρόνια διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας με την εγκατάσταση 1.5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών. Ταυτόχρονα, επινοήθηκε το σχέδιο της αντιπαροχής και της κρατικής ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση.


Με την αυθαίρετη δόμηση και την αντιπαροχή, ως εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής αναζωογόνησης, το κράτος για αρκετές δεκαετίες καλλιέργησε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων προκειμένου να αποσβέσει το έντονο έλλειμμα νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Το 1969 η Ελλάδα κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασκευή κατοικιών στη δυτική Ευρώπη.

Όλα αυτά, συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει οργανωμένος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βιάστηκε το αστικό τοπίο καθώς αυξήθηκαν υπέρμετρα οι συντελεστές δόμησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων χωρίς καμία μέριμνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Χτίστηκαν ρέματα, καταπατήθηκαν παραλίες, ρυπάνθηκε και υποβαθμίστηκε ανεπιστρεπτί το χερσαίο και θαλάσσιο φυσικό περιβάλλον.

 


Η συνέπεια της προαναφερόμενης λογικής είναι το γεγονός ότι στις μέρες μας το 70-80% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας να ζει υπερσυγκεντρωμένο στο δίπολο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Αυτό το φαινόμενο έχει προκαλέσει μία πολιτισμική διάβρωση, που αφορά στην απώλεια γνώσης καλλιέργειας της γης μεταξύ των διαφορετικών γενεών. Μία απώλεια με ολέθριες συνέπειες για παιδιά, νέους αλλά και ενήλικες που ορισμένες φορές θεωρούν πως η τροφή φυτρώνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Έχει χαθεί η οργανική σχέση με το χώμα, ο διάλογος με τη φύση, ο σεβασμός στα οικοσυστήματα, η γνώση του τι σημαίνει βιοποικιλότητα.

 



 

 

 



Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές:

1. Λουλούδης Λ., 2012: K.A.Π. Το παράδειγμα μιας διαρκούς μεταρρύθμισης. Οι ελληνικές αντιστάσεις και προοπτικές. Τριπτόλεμος, τεύχος 34, Φθινόπωρο 2012, Αθήνα.

 

2. Παναγιωτόπουλος Δ., 2010: Η Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών 1920-1960. Ανάμεσα στην επιστήμη, την πράξη και την πολιτική. Τριπτόλεμος, τεύχος 29, Άνοιξη 2010, Αθήνα.

 

3. Βάσω και Χάρης, 2011: Αθήνα Ανοχύρωτη Πόλη. Χωρική ανάλυση της Εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008. [To περιεχόμενο του εντύπου διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα www.urbananarchy.gr]

 




Κείμενο – Φωτογραφίες: © Δημήτρης Β. Γερονίκος 2012

Πηγή: //enterioni.blogspot.gr