Η κτηνοτροφία είναι μία από τις πιο παλιές δραστηριότητες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την απαραίτητη ποσότητα τροφής, ανακάλυψε ότι ήταν δυνατό μερικά ζώα να μην τα σκοτώνει, αλλά να τα πιάνει ζωντανά, ιδιαίτερα την εποχή που ήταν πολλά και να τα κρατά κάπου περιορισμένα, να τα τρέφει και να τα σκοτώνει όταν είχε ανάγκη. Έτσι, ο πρωτόγονος άνθρωπος άρχισε σιγά - σιγά να ασχολείται με την κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία είναι γνωστή ως δραστηριότητα του ανθρώπου , από τη νεολιθική εποχή, με κέντρο ανάπτυξης τη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο.
Στην αρχή της η κτηνοτροφία απόβλεπε στο να εξασφαλίσει βασικά κρέας για την οικογένεια. Το γάλα δεν το χρησιμοποιούσαν, αλλά ούτε και το θεωρούσαν προϊόν. Κτηνοτροφικά προϊόντα θεωρούσαν ακόμη το μαλλί και, κυρίως, τα δέρματα, από τα οποία κατασκεύαζαν ρούχα και διάφορα άλλα αντικείμενα. Η κτηνοτροφία αρχίζει να αποκτά εμπορικό χαρακτήρα με την πλήρη εγκατάσταση των ανθρώπων σε ένα μέρος και τον πλήρη χωρισμό της πρωτόγονης κοινωνίας σε αγρότες και κτηνοτρόφους κι ύστερα, με τη δημιουργία των άλλων ειδικοτήτων, όπως ήταν ο αγγειοπλάστης, ο οπλουργός κ.ά. Τότε, ανάμεσα στις κοινωνικές αυτές ομάδες, αρχίζει μια μεγάλη ανταλλαγή των προϊόντων που ο καθένας παρήγαγε.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν χρήματα και οι ανταλλαγές γίνονταν σε είδος. Ως βάση όμως για τις ανταλλαγές, οι άνθρωποι τότε χρησιμοποιούσαν τα ζώα. Έτσι, η αξία κάθε αντικειμένου μεταφραζόταν σε ζώα. Έλεγαν για παράδειγμα ότι η πανοπλία αυτή αξίζει 3 βόδια. Έτσι, σε πολλές χώρες και σε πολλούς λαούς, η λέξη ζώο έγινε συνώνυμη με τη λέξη χρήμα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι εκείνος που είχε πολλά ζώα μπορούσε ν' αγοράσει τα πάντα. Μπορούσε ακόμη να αποκτήσει και δύναμη πολιτική, αλλά κυρίως δύναμη οικονομική. Όσο η οργάνωση της κοινωνίας προχωρούσε, τόσο άλλαζαν και οι τρόποι της εκτροφής των ζώων. Η σταβλική κτηνοτροφία, με την πιο πρωτόγονη μορφή της, άρχισε να αναπτύσσεται, όταν πια άρχισαν να αναπτύσσονται κι οι μόνιμοι οικισμοί. Μέχρι πριν από 100 περίπου χρόνια, η κτηνοτροφία είχε ως αποκλειστικό σκοπό να εξασφαλίζει τα απαραίτητα κτηνοτροφικά προϊόντα στην οικογένεια και μόνο ένα μικρό μέρος από τα προϊόντα αυτά είχαν σκοπό να γίνουν εμπορεύματα και να πουληθούν στην αγορά.
Στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων, (2010),οι εισαγωγές ανήλθαν σε 6.493.804.682€,ενώ οι εξαγωγές σε 4.156.112.409 €, παρουσιάζεται αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών καταλαμβάνουν τα φρούτα και λαχανικά, ενώ αντίθετα στις εισαγωγές πρώτο έρχεται το κρέας και τα παρασκευάσματα κρέατος.
Σε αξία παραγωγής η εικόνα της κτηνοτροφίας διαμορφώνεται (σε εκατομ. €):-Βοοειδή 238,99 εκατομ. € (8,98%) -Γάλα 1.041,82 εκατομ. € (5,73%)-Χοίροι 232,49 εκατομ. € (8,74%) -Αιγοπ/τα 746,83 εκατομ. € (28,07%) -Αυγά 114,6 εκατομ. € (4,31%)-Πουλερικά 152,51 εκατομ. € (5,73%. Η παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος το 2010 υπολογίζεται ότι ανήλθε στους 6.314 τόνους και αποτελούσε το 6% της ολικής παραγωγής κρέατος. Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων η φέτα με ποσοστό αυτάρκεια κατά 155%, παρουσιάζει αύξηση περίπου 7% του Μ.Ο. της κατηγορίας (77%)
Το 2011..
φρέσκο γάλα (91% αυτάρκεια)
• κρέας βοειδών (μόνο 28% αυτάρκεια),
• πρόβειο γάλα (αυτάρκεια 98%),
• χοιρινό κρέας (40% αυτάρκεια),
• 4.000 tn κρέας κουνελιών (με τις ελληνικές ανάγκες να είνα 7.000tn
Αιγοπροβατοτροφία
Ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας και ιδιαίτερα της προβατοτροφίας, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της πρωτογενούς ζωικής παραγωγής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η βασική παραγωγική κατεύθυνση του κλάδου είναι η παραγωγή κρέατος. Κύρια χώρα παραγωγής του πρόβειου κρέατος είναι η Κίνα, ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει παγκοσμίως η Ε.Ε.
Στην Ε.Ε. εκτρέφονται περίπου 100,5 εκατομμύρια πρόβατα και αίγες. Ειδικότερα, ως προς την εκτροφή προβάτων, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση με 8,9 εκατομμύρια ζώα (E.E., 2010). Παράλληλα, κατέχει την πρώτη θέση παραγωγής πρόβειου γάλακτος στην Ε.Ε.
Η αιγοπροβατοτροφία προσφέρεται σαν µια διέξοδος της σύγχρονης αγροτικής οικονομίας, συμμετέχοντας περίπου κατά 45% στη συνολική ακαθάριστη αξία της ζωικής παραγωγής και κατά 15% περίπου, στη συνολική αξία όλης της γεωργικής παραγωγής. Η παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος το 2010 υπολογίζεται ότι ανήλθε στους 6.314 τόνους και αποτελούσε το 6% της ολικής παραγωγής κρέατος. Με συνολικό αριθμό 14.310.009 ζώων, διαρθρώνεται σε 265.000 εκμεταλλεύσεις. Περιοχές του κλάδου είναι: η Δυτική Ελλάδα (22,34%), η Κρήτη (13,69%), Ήπειρος (11,92%), η Θεσσαλία (10,14%). Η περιφέρεια δυτικής Ελλάδας διαθέτει 17590 εκμεταλλεύσεις με 1761610 ζώα.
Το προφίλ της Ελληνικής κτηνοτροφίας
• Η Ελλάδα είναι χώρα με μεγάλη παράδοση στην κτηνοτροφία.
• Η κτηνοτροφία συμβάλει καθοριστικά στην περιφερειακή αγροτική ανάπτυξη και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού στην ύπαιθρο.
• Αξιοποιεί ορεινές και μειονεκτικές εκτάσεις, που είναι αδύνατο να αξιοποιηθούν διαφορετικά.
• Η ζωική παραγωγή στην Ελλάδα συνεισφέρει κατά 29,8% στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής.
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ
Το 1/3 περίπου των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι μη βιώσιμες στο νέο περιβάλλον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, όπως διαμορφώνεται ύστερα από την αποδέσμευση των ενισχύσεων από την παραγωγή. Μικροί ρυθμοί επιχειρηματικής εξέλιξης στον κλάδο. Οι αδυναμίες αυτές έχουν σαν συνέπεια τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα και την σημαντική απώλεια εσόδων, σε σχέση με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου.
Η ανταγωνιστικότητα είναι δυνατό να βελτιωθεί είτε με την περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας, είτε με μείωση του συνολικού κόστους παραγωγής. Προβλήματα στην πιστοποίηση της παραγωγής καθώς και στην εμπορία.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ
Η οικονομική σημασία του κλάδου είναι μεγάλη, λόγω της παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων υψηλής βιολογικής και διαιτητικής αξίας, της εξασφάλισης απασχόλησης και ικανοποιητικού σταθερού εισοδήματος σε μεγάλοαριθμό κτηνοτρόφων και δημιουργίας προστιθέμενης αξίας με τη μεταποίηση και την εμπορία του κρέατος καιγάλακτος.
Αξιοποιεί ορεινές και μειονεκτικές εκτάσεις.Η υψηλή παραγωγικότητα η προσαρμοστικότητα του στις φυσικές συνθήκες της Ελλάδος και η επίτευξη ικανοποιητικού γεωργικού εισοδήματος.Αποτελεί κύρια πηγή εισροών και κονδυλίων (από τις επιδοτήσεις των επιλέξιµων προβατίνων και αιγών καταβλήθηκαν το 2009 στους δικαιούχους περίπου 210 εκατοµµύρια € από 100% κοινοτικούς πόρους)
Ιστορικά δεδομένα
Το 1920 ήσαν 1.171 γεωργικοί συνεταιρισμοί με μέλη αυτών 58.500. Το 1930 ήσαν 2.800 συνεταιρισμοί με μέλη 168.000. Και το 1938 ήσαν 4.862 όμοιοι συνεταιρισμοί με μέλη 359.000. Δι' αυτών εξυπηρετούντο οι αγρόται μέλη εις τηνπαροχήν πιστώσεων, εις την καλυτέραν παραγωγήν και διανομήν των γεωργικών προϊόντων και γενικώς εις την βελτίωσιν της όλης δραστηριότητος αυτών.
Οι εξ επαγγέλματος απασχολούμενοι με την κτηνοτροφίαν ήσαν το έτος 1928 περί τας 160 χιλιάδας ατόμων. Το εισόδημα αυτών, απετέλει περί τα 23 % του579 εισοδήματος του συνόλου της φυσικής παραγωγής αγαθών, το οποίον ισοδυναμείπρος τα 8 % περίπου του ετησίου εθνικού εισοδήματος, κατά μέσον όρον. Ο κτηνοτρόφος πληθυσμός της χώρας, έβαινεν, ως και η γεωργική παραγωγή,αυξανόμενος μεταξύ των ετών 1923 και 1939. Η αύξησις αύτη εις εκατοντάδαςχιλιάδων κεφαλών κατά τα δύο ταύτα έτη
Η ανάπτυξή της τοποθετείται στην εποχή που άρχισε να αναπτύσσεται και η γεωργία. Έτσι η πρωτόγονη κοινωνία χωρίστηκε σε δύο βασικές ομάδες: τους καθαρά γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Οι γεωργοί έμεναν συνήθως σ' ένα τόπο, ενώ οι κτηνοτρόφοι ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν στα μέρη που είχε χορτάρι. Ο τρόπος αυτός της κτηνοτροφίας λέγεται νομαδικός κι έχει την αρχή του στις χώρες εκείνες που δεν έχουν όλη την εποχή χορτάρι. Ο τρόπος αυτός, παρόλο που είναι τόσο παλιός, είναι ακόμη πολύ συνηθισμένος και πολύ διαδεδομένος σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα, ο τρόπος αυτός της κτηνοτροφίας αφορά την εκτροφή των προβάτων και των κατσικιών και μπορούμε να πούμε ότι είναι ακόμη πολύ διαδεδομένος.
Η παραγωγή γάλακτος στη χώρα εμφανίζει στασιμότητα από τη δεκαετία του 1980 με κάποιες διακυμάνσεις. Εμφανίστηκε σημαντική μείωση της ποσότητας παραγωγής μεταξύ των ετών 1981 (οπότε και έχουμε τη μέγιστη τιμή παραγωγής στην περίοδο που εξετάζουμε)
Για τα νωπά προϊόντα γάλακτος47 (εκτός κρέμας γάλακτος) είναι σταθερά αυξητική η πορεία της παραγωγής ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ομως η κατανάλωση νωπών προϊόντων γάλακτος σε όλη αυτή την περίοδο αυξάνεται με πιο γρήγορο ρυθμό. Η κατά κεφαλή κατανάλωση γάλακτος αυξάνεται από 65,25 κιλά το 1981 σε 78,99 κιλά το 2009. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καλύπτεται η εσωτερική κατανάλωση και υπάρχει μείωση του βαθμού αυτάρκειας από 99,05% το 1981 σε 85,94% το 2009.
Σημαντική αύξηση σημειώνει η παραγωγή πόσιμου γάλακτος στην περίοδο από το 1981 έως και το 2009. Βεβαίως η εγχώρια ετήσια κατανάλωση διευρύνεται πολύ γρηγορότερα, από 55,23 κιλά κατά κεφαλή το 1981 φτάνει στα 68,05 κιλά κατά κεφαλή το 2009 και αντίστοιχα ο βαθμός αυτάρκειας από 106,45% το 1981 περιορίζεται στο 85,10% για το έτος 2009. Οι εισαγωγές καθ’ όλη αυτήν την περίοδο προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το προϊόν κρέμα γάλακτος, παρότι η παραγωγή σχεδόν τριπλασιάζεται από το 1981 έως το 2009, δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 100% το 1981 συρρικνώνεται στο 60,34% το 2009, με αντίστοιχη μεγιστοποίηση των εισαγωγών αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το συμπυκνωμένο γάλα η εξέλιξη της παραγωγής δείχνει στασιμότητα, ενώ ταυτόχρονα και η κατανάλωση παραμένει στάσιμη σε χαμηλά επίπεδα. Η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται κατά το πλείστον με εισαγωγές από χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά ο βαθμός αυτάρκειας ήταν 19,17% το 1981 κι έφτασε σε 22,11% το 2009.
Η παραγωγή βουτύρου συνολικά μειώνεται μεταξύ των ετών 1983-2009, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 53,97% το 1983 να συρρικνωθεί σε 14,72% το 2009. Η εγχώρια κατανάλωση κι εδώ καλύπτεται με εισαγωγές αποκλειστικά προερχόμενες από χώρες της ΕΕ.
Η παραγωγή τυριού (σε όλες τις μορφές) αυξάνεται σημαντικά μεταξύ των ετών 1983 και 2009. Ταυτόχρονα η εγχώρια ετήσια κατανάλωση εμφανίζει ταχύτερη άνοδο. Ενδεικτικά από 20,22 κιλά κατά κεφαλή το 1983 φτάνει τα 31,04 κιλά κατά κεφαλή το 2009. Ως συνέπεια του παραπάνω ο βαθμός αυτάρκειας από 87,56% το 1981 μειώνεται σε 76,99% το 2009.
Η παραγωγή γάλακτος στη χώρα εμφανίζει στασιμότητα από τη δεκαετία του 1980 με κάποιες διακυμάνσεις. Εμφανίστηκε σημαντική μείωση της ποσότητας παραγωγής μεταξύ των ετών 1981 (οπότε και έχουμε τη μέγιστη τιμή παραγωγής στην περίοδο που εξετάζουμε) και 198746.
Για τα νωπά προϊόντα γάλακτος47 (εκτός κρέμας γάλακτος) είναι σταθερά αυξητική η πορεία της παραγωγής ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ομως η κατανάλωση νωπών προϊόντων γάλακτος σε όλη αυτή την περίοδο αυξάνεται με πιο γρήγορο ρυθμό. Η κατά κεφαλή κατανάλωση γάλακτος αυξάνεται από 65,25 κιλά το 1981 σε 78,99 κιλά το 2009. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καλύπτεται η εσωτερική κατανάλωση και υπάρχει μείωση του βαθμού αυτάρκειας από 99,05% το 1981 σε 85,94% το 2009.
Σημαντική αύξηση σημειώνει η παραγωγή πόσιμου γάλακτος στην περίοδο από το 1981 έως και το 2009. Βεβαίως η εγχώρια ετήσια κατανάλωση διευρύνεται πολύ γρηγορότερα, από 55,23 κιλά κατά κεφαλή το 1981 φτάνει στα 68,05 κιλά κατά κεφαλή το 2009 και αντίστοιχα ο βαθμός αυτάρκειας από 106,45% το 1981 περιορίζεται στο 85,10% για το έτος 2009. Οι εισαγωγές καθ’ όλη αυτήν την περίοδο προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το προϊόν κρέμα γάλακτος, παρότι η παραγωγή σχεδόν τριπλασιάζεται από το 1981 έως το 2009, δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 100% το 1981 συρρικνώνεται στο 60,34% το 2009, με αντίστοιχη μεγιστοποίηση των εισαγωγών αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το συμπυκνωμένο γάλα η εξέλιξη της παραγωγής δείχνει στασιμότητα, ενώ ταυτόχρονα και η κατανάλωση παραμένει στάσιμη σε χαμηλά επίπεδα. Η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται κατά το πλείστον με εισαγωγές από χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά ο βαθμός αυτάρκειας ήταν 19,17% το 1981 κι έφτασε σε 22,11% το 2009.
Η παραγωγή βουτύρου συνολικά μειώνεται μεταξύ των ετών 1983-2009, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 53,97% το 1983 να συρρικνωθεί σε 14,72% το 2009. Η εγχώρια κατανάλωση κι εδώ καλύπτεται με εισαγωγές αποκλειστικά προερχόμενες από χώρες της ΕΕ.
Η παραγωγή τυριού (σε όλες τις μορφές) αυξάνεται σημαντικά μεταξύ των ετών 1983 και 2009. Ταυτόχρονα η εγχώρια ετήσια κατανάλωση εμφανίζει ταχύτερη άνοδο. Ενδεικτικά από 20,22 κιλά κατά κεφαλή το 1983 φτάνει τα 31,04 κιλά κατά κεφαλή το 2009. Ως συνέπεια του παραπάνω ο βαθμός αυτάρκειας από 87,56% το 1981 μειώνεται σε 76,99% το 2009.
Με τη συνεχή βελτίωση της εκτροφής των ζώων, με την ορθολογιστική κατάρτιση και αξιοποίηση του σιτηρέσιου, η παραγωγικότητα των ζώων έχει ανέβει πάρα πολύ. Πριν από μερικά χρόνια, η μέση απόδοση μιας αγελάδας σε γάλα δεν ξεπερνούσε τα 1.000 κιλά.
Σήμερα σε πολλές χώρες έχει ξεπεράσει τα 5.000 κιλά κατά μέσο όρο. Φυσικά, στον τομέα αυτό υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Στις αφρικανικές χώρες, π.χ., η μέση απόδοση σε γάλα μιας αγελάδας είναι γύρω στα 800 κιλά το χρόνο.
Στο Ισραήλ (που θεωρείται η πρώτη χώρα στον κόσμο σε απόδοση γάλακτος), από μια αγελάδα ο μέσος όρος είναι 5.780 κιλά (σύμφωνα με τα στοιχεία του 1980), στη Δανία 4.500, στηνΟλλανδία4.480κλπ.
Η Ελλάδα στο σημείο αυτό κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, με 1.800 κιλά κατά μέσο όρο περίπου.
Δάση και κτηνοτροφία
Σήμερα η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμη ένα πρόβλημα , για να επιδοτηθούν οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, πρέπει η κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση να δηλώσει την έκταση που χρησιμοποιεί ως βοσκότοπο, η βοσκοϊκανότητα της οποίας καλύπτει το κτηνοτροφικό κεφαλαίο.
Η βοσκή σε δάση και δασικές εκτάσεις δεν απαγορεύεται ούτε σήμερα από τη νομοθεσία. Αρα ποια είναι η διαφορά; «Ορίζουμε την έννοια των βοσκήσιμων εκτάσεων ως προς την επιλεξιμότητα από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), για να συμπεριλάβουμε στα διαχειριστικά σχέδια ακόμα και δάσος. Μπορεί οι ειδικοί να κρίνουν ότι είναι καλό κάποιες ημέρες την εβδομάδα να βοσκείται ένα κομμάτι δάσους και να αφαιρείται έτσι, λ.χ., το 5% της ξηρής μάζας και να περιορίζονται οι πυρκαγιές.
Το 25,4% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας αποτελείται από δάση, καθιστώντας την τέταρτη σε δασικό πλούτο ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Τα ελληνικά δάση στην πλειοψηφία τους είναι φυσικά και όχι τεχνητά. Χαρακτηρίζονται ως μεσογειακά. Πρόκειται για οικοσυστήματα που είναι προσαρμοσμένα σε ξηρά, ζεστά καλοκαίρια και σε ψυχρούς χειμώνες. Στη μεσογειακή και στην παραμεσόγεια ζώνη αναπτύσσονται δρυς, ενώ στον Θεσσαλικό κάμπο που υπάρχει πιο γόνιμο έδαφος αναπτύσσονται βελανιδιές. Συναντάμε βεβαίως και τα είδη δέντρων που εξαπλώνονται σε όλη την Ευρώπη όπως το πεύκο (Pinus silvestris), η ερυθρελάτη (Picea abies), και η οξιά (Fagus sylvatica).
Η πανίδα του ελληνικού δάσους διακρίνεται από υψηλή βιοποικιλότητα. Πέρα από τα πολυάριθμα είδη πουλιών, ερπετών και εντόμων, αξιόλογη είναι και η ποικιλία των θηλαστικών που ζουν στα ελληνικά δάση, με πιο γνωστά από αυτά την καφέ αρκούδα (Ursus arctos), τον αγριόγατο (Felis silvestris), το τσακάλι (Canis aureus), το λύκο (Canis lupus) και τον ασβό (Meles meles).
Εθνικοί Δρυμοί
Οι Εθνικοί Δρυμοί κηρύσσονται (φυσικές περιοχές) και οριοθετούνται με Π.Δ., βάσει του Ν.Δ. 996/1971, έχουν συνολική έκταση 68.732 εκτάρια, από τα οποία 34.378 εκτάρια είναι οι πυρήνες
Είναι οι εξής:
Όνομα |
Νομός |
Νησί |
Εκτάρια |
Αίνος |
Κεφαλονιά |
Κεφαλονιά |
2862 |
Βίκος - Αώος |
Ιωάννινα |
- |
9300 |
Λευκά Ορη (φαράγγι Σαμαριάς) |
Χανιά |
Κρήτη |
4850 |
Οίτη |
Φθιώτιδα |
- |
3010 |
Όλυμπος |
Πιερία |
- |
3988 |
Παρνασσός |
Φωκίδα, Βοιωτία |
- |
3513 |
Πάρνηθα |
Αττική |
- |
3812 |
Σούνιο |
Αττική |
- |
2750 |
Πίνδος |
Ιωάννινα |
- |
3534 |
Πρέσπες |
Φλώρινα |
- |
4900 |
Αισθητικά δάση
Αισθητικά δάση (συνολικά, 19), με συνολική έκταση 33.109 εκτάρια, έχουν οριοθετηθεί βάσει του Ν.Δ. 996/1971 και είναι τα εξής:
Όνομα |
Νομός |
Νησί |
Βάι |
Λασίθι |
Κρήτη |
Καισαριανής |
Αττική |
- |
Κοιλάδας Θεσσαλικών Τεμπών |
Λάρισσα |
- |
Καραϊσκάκη |
Καρδίτσα |
- |
Ξυλοκάστρου |
Κορίνθια |
- |
Πανεπιστημιουπόλεως Πατρών |
Αχαία |
- |
Ιωαννίνων |
Ιωάννινα |
- |
Φαρσάλων |
Λάρισσα |
- |
Στενής |
Εύβοια |
Εύβοια |
Δασικού Συμπλέγματος Οσσας |
Λάρισα |
- |
Μογγοστού |
Κορινθία |
- |
Νικοπόλεως Μύτικα |
Πρέβεζα |
- |
Σκιάθου |
Μαγνησία |
Σκιάθος |
Στενών ποταμού Νέστου |
Ξάνθη, Καβάλα |
- |
Εθνικής Ανεξαρτησίας, Καλαβρύτων |
Αχαία |
- |
Τιθορέας |
Φθιώτιδα |
- |
Αμυγδαλεώνα |
Καβάλα |
- |
Αηλιά |
Τρίκαλα |
- |
Κουρί Αλμυρού |
Μαγνησία |
- |