Ελλειμματική παραμένει η χώρα μας στην παραγωγή οσπρίων, αφού υπολείπεται σημαντικά της εγχώριας κατανάλωσης, οι ανάγκες της οποίας κατά συνέπεια καλύπτονται στην πλειονότητά τους από εισαγωγές. Η εγχώρια παραγωγή οσπρίων εκτιμάται σε 10.000 τόνους, με την κατανάλωση να φτάνει τις 45.000 τόνους.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προοπτικές για την ανάπτυξη της καλλιέργειάς τους, πολλώ δε μάλλον, αν αναλογιστεί κανείς ότι το πρόβλημα της ελλειμματικότητας σε φυτικές πρωτεΐνες αποτελεί χαρακτηριστικό της ΕΕ συνολικά. Μάλιστα, η ΕΕ φαίνεται να προσανατολίζεται στην υιοθέτηση πολιτικών που θα στοχεύουν στον περιορισμό -μεσομακροπρόθεσμα- της έλλειψης οσπρίων και την αντιμετώπιση της αστάθειας των τιμών.
Όπως αναφέρει σε μελέτη του ο δρ Δημήτρης Βλαχοστέργιος από το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών Λάρισας, το 90-95% της φακής που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά προέρχεται από τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Τουρκία, το 65-70% των ρεβιθιών προέρχεται από το Μεξικό και την Τουρκία, ενώ το 55-60% των φασολιών εισάγεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Αργεντινή. Κι όλα αυτά βεβαίως σε μια αγορά που έχει να παρουσιάσει όσπρια, όπως η φακή Εγκλουβής, τα φασόλια Πρεσπών, τα ρεβίθια Λισβορίου ή τη φάβα Σαντορίνης.
Τι πήγε διαχρονικά στραβά κι ατόνησε η καλλιέργεια οσπρίων; Κατ' αρχάς, τούτη η παραδοσιακή καλλιέργεια άρχισε να εγκαταλείπεται σταδιακά στις δεκαετίες του 1960-1970, όταν οι αγρότες στράφηκαν στο σιτάρι και το βαμβάκι. Στη συνέχεια το υψηλό κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές παραγωγού, η έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης της καλλιέργειάς τους και οι χαμηλές τιμές των εισαγόμενων οσπρίων, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης, η οποία έρχεται να επιβαρυνθεί κι από το φαινόμενο των "ελληνοποιήσεων" των οσπρίων. Έτσι, συχνά, ποσότητες ελληνικών οσπρίων μένουν αδιάθετες στις αποθήκες των παραγωγών, αφού μέρος των εισαγομένων έχει "βαπτισθεί" ελληνικό. Την ίδια ώρα, δεν φαίνεται να απορροφώνται όσο θα έπρεπε προγράμματα και δράσεις, που αφορούν τόσο τους παραγωγούς για εκσυγχρονισμό των γεωργικών επιχειρήσεων, όσο και τις επιχειρήσεις τυποποίησης και εμπορίας οσπρίων.
Πάντως, τα τελευταία χρόνια γίνεται σημαντική προσπάθεια από τους παραγωγούς για τη βελτίωση της ποιότητας των οσπρίων και την προώθησή τους στην αγορά. Προς κατάκτηση, δε, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, σε αρκετές περιπτώσεις αναγράφεται το όνομα του παραγωγού, η περιοχή παραγωγής κ.α. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Έλληνες καταναλωτές δείχνουν να ανταποκρίνονται. Άλλωστε, σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, επτά στους δέκα εμφανίζονται να προτιμούν ελληνικά προϊόντα, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους παραγωγούς που προσπαθούν να διατηρούν υψηλό επίπεδο παραγωγής.