«Ούτε στο 1% δεν εφαρμόζεται η γεωργίας ακριβείας στην Ελλάδα», είπε ο ερευνητής ΕΛΓΟ-Δήμητρα, Βασίλης Ασχονίτης , υπογραμμίζοντας ότι για να διαχυθεί στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας θα πρέπει να «πέσουν» δεκάδες εκατομμυρίων σε αναγκαίες υποδομές και αγορά ψηφιακών τεχνολογιών και εξοπλισμού.

«Αυτή τη στιγμή η γεωργία ακριβείας στην Ελλάδα εφαρμόζεται σε πολύ πιλοτικό επίπεδο. Σε επίπεδο έρευνας. Δεν έχει πάει σε επίπεδο πραγματικών συνθηκών», υπογράμμισε ο ίδιος λέγοντας χαρακτηριστικά ότι « εάν γίνεται, εφαρμόζεται ούτε στο 1% και αυτό από ελάχιστους παραγωγούς που διαθέτουν τα κατάλληλα γεωργικά μηχανήματα και εξαρτήματα και έχουν χρήματα να πληρώσουν τους παρόχους δορυφορικών δεδομένων και υπηρεσιών».

Το κυριότερο από όλα, αυτό που πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο σε όλους, είναι ότι «η γεωργία ακριβείας δεν γίνεται απλά με τη χρήση ενός δορυφόρου. Πρέπει να εμπλακούν και άλλοι μέσα, όπως για παράδειγμα τα εδαφολογικά εργαστήρια. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε προετοιμασμένοι σαν χώρα να εφαρμόσουμε γεωργία ακριβείας», ξεκαθάρισε.

Ενδεικτικά ο ίδιος ανέφερε ότι «εάν όλη η Ελλάδα πάει να κάνει γεωργίας ακριβείας αύριο, θα χρειαστεί να γίνουν αναλύσεις σε 30 εκατ. δείγματα. Αυτό είναι ένα αδιανόητο νούμερο, αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι δεν υπάρχουν καθόλου υποδομές».

Συμπλήρωσε ότι «το κράτος είχε ρίξει λεφτά για τη δημιουργία των Περιφερειακών Εργαστηρίων γεωργικών εφαρμογών και αναλύσεων λιπασμάτων (ΠΕΓΕΑΛ)», αλλά «δυστυχώς σήμερα αυτά είναι εντελώς άχρηστα και εάν κάποιος αποφασίσει να επισκεφτεί μερικά από τα δέκα που υποτίθεται ότι λειτουργούν, ίσως και να μην βρει κανέναν μέσα. Η αλήθεια είναι ότι φυτοζωούν».

Την επιτακτική ανάγκη να καλλιεργηθούν νέες ποικιλίες φυτών, που θα καταστήσουν τη γεωργία βιώσιμη και παράλληλα ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες που διαμορφώνουν η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού -με συνέπεια την αυξανόμενη ζήτηση τροφίμων- και η κλιματική αλλαγή, υπογράμμισε ο καθηγητής στο Εργαστήριο Γενετικής και Βελτίωσης των Φυτών, Τμήμα Γεωπονίας ΑΠΘ, Αλέξης Πολύδωρας.

Ο κ. Πολύδωρος επισήμανε ότι μέχρι πρόσφατα, οι κλασικές τεχνικές βελτίωσης (ΚΒ) με επιλογή από την υπάρχουσα γενετική ποικιλότητα ήταν αρκετές για την αποτελεσματική παραγωγή νέων ποικιλιών. Ωστόσο, όπως σημείωσε, από τα μέσα του περασμένου αιώνα για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών της σύγχρονης γεωργίας, προστέθηκε η παραλλακτικότητα που προήλθε με τη βοήθεια τεχνητών μεταλλάξεων. Τέλος του 20ου αιώνα, η γενετική μηχανική και η δυνατότητα μεταφοράς γονιδίων πέρα από τα στενά πλαίσια του είδους εισήλθαν στην εικόνα, διευρύνοντας έτσι την γενετική βάση των βελτιωμένων ποικιλιών.

Σήμερα, όπως επισήμανε, εκτός από τις βελτιωμένες ποικιλίες που προήλθαν από την επιλογή στη γονιδιακή δεξαμενή του είδους, χρειάστηκε η παραγωγή και καλλιέργεια χιλιάδων νέων ποικιλιών φυτών, που προήλθαν με χρήση τεχνητών μεταλλάξεων με ακτίνες X ή γάμμα ή εφαρμογή χημικών μεταλλαξογόνων, καθώς και αρκετές δεκάδες ποικιλιών που είναι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί.

Η πρόσφατη επιστημονική πρόοδος, όπως επισήμανε ο ίδιος, επέτρεψε την ανάπτυξη μιας νέας γενιάς τεχνικών (υπό την ευρεία έννοια επαγωγής μεταλλάξεων), οι οποίες συχνά αναφέρονται ως «νέες τεχνικές βελτίωσης» (NBT). Ο όρος NBT περιγράφει ένα πολύ διαφορετικό εύρος τεχνικών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ουσιαστικά διαφορετικές από τις καθιερωμένες διαγονιδιακές προσεγγίσεις στον τρόπο εισαγωγής των χαρακτηριστικών σε έναν οργανισμό. «Κατά κανόνα με τον όρο νέες τεχνικές βελτίωσης, περιγράφονται τεχνικές που δεν ξεπερνούν ‘τα όρια των ειδών’ στο τελικό προϊόν, ένα από τα σημεία αμφισβήτησης στις παλαιότερες μεθοδολογίες παραγωγής γενετικά τροποποιημένων οργανισμών», εξήγησε.

Μερικά από τα προϊόντα των νέων τεχνικών βελτίωσης, είναι ποικιλίες που περιέχουν μόνο σημειακές μεταλλάξεις και είναι ουσιαστικά δυσδιάκριτες από ποικιλίες που βελτιώνονται με μεθόδους των κλασικών τεχνικών βελτίωσης, ή προκύπτουν από αυθόρμητες μεταλλάξεις.

Οι νέες τεχνικές βελτίωσης, επιτρέπουν στους ερευνητές να εισαγάγουν με μεγαλύτερη ακρίβεια και πιο γρήγορα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά από ότι των κλασικών, «γεγονός που αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους οι ρυθμιστικές αρχές στις περισσότερες χώρες (πλην της ΕΕ) τις θεωρούν ταχύτερη έκδοση των συμβατικών τεχνικών βελτίωσης», επισήμανε.

Περαιτέρω, όπως αναγνώρισε ο ίδιος, σημαντική πρόοδος έρχεται από την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στην ανάλυση εικόνας για τον προσδιορισμό του φυτικού φαινοτύπου με μεγάλη ακρίβεια, αυτοματοποιημένα και σε μεγάλη κλίμακα, τόσο στο θερμοκήπιο, όσο και στον αγρό.

Αυτή η νέα τεχνολογία μεγάλης κλίμακας που ονομάζεται «φαινομική» (phenomics) μαζί με τις άλλες -ομικές τεχνολογίες ανάλυσης (genomics, proteomics, metabolomics) «αποτελούν πολύτιμα σύγχρονα εργαλεία στη φαρέτρα των βελτιωτών που από επιστημονικής πλευράς δημιουργούν την αισιοδοξία για την επίλυση των επιτακτικών προβλημάτων της σύγχρονης γεωργίας», υπογράμμισε χαρακτηριστικά προσθέτοντας «απαιτείται βεβαίως και πολιτική βούληση».

πηγη