Βρέθηκε αρχαίος ναός μεγάλης ιστορικής αξίας στη Μεσσηνία

"Οι ανασκαφές της αρχαιολόγου Ξένιας Αραπογιάννη" σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και απόσταση 7 περίπου χιλιομέτρων σε δύσβατο δρόμο, πάνω από το χωριό Άνω Μέλπεια στα βουνά της Μεσσηνίας, έφεραν στο φως τα ερείπια ενός μέχρι σήμερα αγνώστου ναού, πιθανότατα επίσης αφιερωμένου σε πολεμική θεότητα.

Χρονολογημένος στα τέλη του 6ου - αρχές 5ου π.Χ. αιώνα, ο άγνωστος ναός διατηρείται δυστυχώς μόνον ως προς τη θεμελίωσή του, με το χώρο γύρω του, ωστόσο, να είναι διάσπαρτος από αρχιτεκτονικά μέλη που είχαν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση μικρής εκκλησίας.

Σύμφωνα με την μέχρι πρότινος προϊσταμένη της ΛΗ' Εφορείας Αρχαιοτήτων, κ. Αραπογιάννη, όταν το εκκλησάκι κατεδαφίστηκε για να κτισθεί νέο, γέμισε ο τόπος από επιστήλια, τρίγλυφα και άλλα μέλη του αρχαίου ναού.

Τα ευρήματα

Η θεωρία ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος σε πολεμική θεότητα, του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος ή της Αθηνάς, προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό σιδερένιων όπλων και κυρίως αιχμών δοράτων που βρέθηκαν, αλλά και από χάλκινο αγαλματίδιο γυμνού ανδρός, πιθανόν πολεμιστή, καθώς στο ένα χέρι κρατά δόρυ.

Ο ναός

Εντοπίστηκε στη θέση «Πετρούλα» στις παρυφές του όρους Τετράζι. Η κορυφή του λόφου είχε πρώτα εξομαλυνθεί. Ο ναός είχε μήκος περί τα 23 μέτρα, αν και οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του είναι 20,65?10,75 μέτρα, ενώ το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,80 έως 0,90 μ.

Δυστυχώς, ένα τμήμα του όμως, το ανατολικό, έχει καταστραφεί πλήρως, καθώς είχε χρησιμεύσει ως θεμελίωση του χριστιανικού ναού.

Η αρχαιολόγος κα Αραπογιάννη αποκάλυψε επίσης ακόμα ένα, μικρότερο κτίσμα. Σωζόμενων διαστάσεων 15,60?2,18 μ., κατασκευασμένο από αργούς λίθους, χωρίς συνδετικό υλικό, η ανατολική πλευρά του οποίου είναι επίσης κατεστραμμένη.

Το δάπεδο του ναού και του εσωτερικού κτίσματος καλυπτόταν από μικρούς, σχεδόν πλακοειδείς λίθους συνδεδεμένους με κονίαμα. Χάλκινα βραχιόλια που καταλήγουν σε κεφάλι φιδιού, χάλκινο μικρό σκεύος, ένα χάλκινο έλασμα με έκτυπη παράσταση γυναίκας που κρατά κλαδί, σιδερένιοι ήλοι και σιδερένια εξαρτήματα σκευών. Ανάμεσά τους και σε εξαιρετική διατήρηση βρέθηκε χάλκινο κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε λεοντοκεφαλή. Επίσης, σιδερένια όπλα και οι τουλάχιστον 20 αιχμές δοράτων.

Ενα από τα σημαντικότερα ευρήματα υπήρξε μία αναθηματική επιγραφή, χαραγμένη στο χείλος ενός τμήματος πήλινου αγγείου, όπου ξεχωρίζει η λέξη: ΑΝΕΘΕΚΕΝ.

Για την ώρα δεν έχουν εντοπισθεί πουθενά κίονες ή κιονόκρανα. Μόνον επιστήλια και τρίγλυφα με μετόπες και γείσα, όλα λίθινα.
«Σκέφτομαι ότι μπορεί να είχε ξύλινους κίονες, αλλά αυτό δε συνηθιζόταν. Επομένως, χρειάζεται επιπλέον έρευνα...», όπως λέει η κυρία Αραπογιάννη.

Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγάλειας

Ενας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται επιβλητικά στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων.

Ανεγέρθηκε το 2ο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία και μαζί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το 1ο στην Ελλάδα που περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.

Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσες (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν το θεό με την προσωνυμία Επικούριος, δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια.

Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη. Η μετάβαση στο Ναό του Επικούριου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος είναι μεν ασφαλτοστρωμένος αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών. Τονίζεται ότι πρόκειται για κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή. Η πρόσβαση αυτή είναι δυτική. Από Ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης και Μεγαλόπολης. Η οδική σήμανση είναι άριστη.

Η Ξένη Αραπογιάννη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήμα Ιστορικό-Αρχαιολογικό, και είναι διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ως αρχαιολόγος του Υπ. Πολιτισμού υπηρέτησε επί σειρά ετών σε διάφορες Εφορείες Αρχαιοτήτων (Β΄, Ι΄ Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων). Από το 1990 ως την άνοιξη του 2006 υπήρξε Διευθύντρια της Ζ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, όπου διεξήγαγε σημαντικό αρχαιολογικό και ανασκαφικό έργο στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας και Ζακύνθου. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας τής χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 είχε την ευθύνη όλων των έργων που πραγματοποιήθηκαν στην Ολυμπία καθώς και της επανέκθεσης των 3 Μουσείων της και του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ηλιδας. Από τον Απρίλιο του 2006 ασκεί καθήκοντα διευθύντριας στη νεοσυσταθείσα ΛΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας.