Ευρωπαϊκή Εισαγγελία απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αποτελεί μια αποκεντρωμένη εισαγγελική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποκλειστική αρμοδιότητα την διεξαγωγή ερευνών, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης για εγκλήματα εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Οι εξουσίες της για διεξαγωγή ερευνών θα είναι ομοιόμορφες σε όλη την Ένωση. Θα βασίζονται δε και θα ενσωματώνονται στα εθνικά συστήματα δικαίου των κρατών μελών.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αντλεί ικανότητες και εμπειρογνωσία από τα κράτη μέλη, καθώς θα στελεχωθεί με πεπειραμένους εισαγγελείς από τις εθνικές δικαστικές υπηρεσίες. Κατά κανόνα, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα διεκπεραιώνουν τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από τις θέσεις τους στα κράτη μέλη και σύμφωνα με το δίκαιο του εκάστοτε κράτους μέλους. Η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης έχει πολλά πλεονεκτήματα. Οι εντεταλμένοι εισαγγελείς γνωρίζουν εις βάθος το δικαστικό σύστημα και τη γλώσσα της χώρας τους, τον τρόπο ενσωμάτωσης στη δομή του τοπικού συστήματος και έχουν εμπειρία στον τρόπο διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων σε τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, με τη συνένωση των ανακριτικών και διωκτικών πόρων των κρατών μελών, θα διασφαλίζεται η ταχεία λήψη αποφάσεων.

Ποια είναι η νομική βάση για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία;

Η συνθήκη της Λισαβόνας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση του σοβαρού χρηματοπιστωτικού και οικονομικού εγκλήματος με διασυνοριακή διάσταση. Η νομική βάση και οι κανόνες για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής καθορίζονται στο άρθρο 86 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο ορίζει τα εξής:

"Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust."

Στην ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης (ΟΜΙΛΙΑ/12/596), ο πρόεδρος Μπαρόζο ανήγγειλε την πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει προτάσεις για τη θέσπιση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη και ως μέρος της δέσμευσης της Επιτροπής για προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί να διασφαλίσει ότι ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προστατεύεται από τους εγκληματίες εξίσου αποτελεσματικά με τα εθνικά οικονομικά. Τον Ιούλιο του 2012, η Επιτροπή πρότεινε να ορίσουν όλα τα κράτη μέλη την απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ομοιόμορφα στον εθνικό τους ποινικό κώδικα και να προβλέπουν παρόμοιες αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (IP/12/767, MEMO/12/544). Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα βοηθήσει να γίνουν συνεκτικότερες, αποτελεσματικότερες και αποδοτικότερες οι ποινικές διώξεις στα κράτη μέλη.

Θα συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία;

Όχι. Σύμφωνα με τις Συνθήκες της ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία έχουν τη δυνατότητα μη τήρησης των πολιτικών στους τομείς των εσωτερικών υποθέσεων και της δικαιοσύνης, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα συμμετέχουν - εκτός αν αποφασίσουν οικειοθελώς και ρητώς να το κάνουν. Η Δανία, επίσης, δεν θα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει οικειοθελώς τη συμμετοχή της.

Γιατί χρειαζόμαστε μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελία;

Σήμερα, τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης δεν προστατεύονται επαρκώς. Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες:

Πρώτον, τα υπάρχοντα όργανα της ΕΕ - η OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), ο Eurojust (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνεργασίας στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης) και η Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία) - δεν έχουν καμία αρμοδιότητα όσον αφορά ποινικές έρευνες ή διώξεις για υποθέσεις απάτης. Η OLAF μπορεί να ενημερώνει μόνο για τα αποτελέσματα των διοικητικών της ερευνών τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια αποφασίζουν ανεξάρτητα εάν πρέπει ή όχι να κινηθεί ποινική δίωξη με βάση τις διαπιστώσεις της OLAF.

Δεύτερον, οι προσπάθειες επιβολής της εθνικής νομοθεσίας είναι κατακερματισμένες στα κράτη μέλη, τα οποία δεν λαμβάνουν πάντοτε τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Σήμερα, μόνο 1 στις 5 υποθέσεις που διαβιβάζονται από την OLAF στις εθνικές εισαγγελικές αρχές καταλήγει στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Επιπλέον, τα ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών.

Τρίτον, λόγω του μικρού αριθμού επιτυχών διώξεων, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού ποσού που χάνεται λόγω απάτης στα κράτη μέλη ανακτάται από τους εγκληματίες. Οι απατεώνες που στοχεύουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ ξέρουν ότι έχουν πολλές πιθανότητες να οικειοποιηθούν τα προϊόντα των εγκληματικών τους πράξεων ατιμώρητοι, βασιζόμενοι στην έλλειψη συνεκτικής επιβολής του νόμου στην ΕΕ.

Πόσα χρήματα χάνει ο προϋπολογισμός της ΕΕ λόγω απάτης;

Για κάθε ένα από τα τρία τελευταία χρόνια, υπάρχουν υποψίες ότι διαπράχθηκαν στα κράτη μέλη απάτες ύψους 500 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο, αλλά το πραγματικό ποσό της απάτης πιστεύεται ότι είναι σημαντικά υψηλότερο. Τα στοιχεία που αφορούν διαπιστωμένες απάτες δεν μπορούν να περιλαμβάνουν και μη διαπιστωμένες απάτες, και συνεπώς τα συνολικά ποσά ενδέχεται να είναι πολύ υψηλότερα.

Γιατί δεν μπορούν τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την απάτη;

Επί του παρόντος, μόνον οι εθνικές αρχές μπορούν να διερευνούν και να διώκουν απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Αλλά οι εξουσίες τους περιορίζονται εντός των εθνικών συνόρων. Τα εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ είναι συχνά περίπλοκη υπόθεση. Συνεπάγονται τη συμμετοχή πολλών παραγόντων και την εφαρμογή πολύπλοκων και μελετημένων σχεδίων και επεκτείνονται σε διάφορες χώρες, και συνεπώς σε διαφορετικές εθνικές δικαιοδοσίες. Επιπλέον, η επιτυχής διερεύνηση της απάτης απαιτεί μια εις βάθος γνώση του σχετικού νομικού και διοικητικού πλαισίου.

Η αποτελεσματική συνεργασία των κρατών μελών μεταξύ τους είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών συστημάτων ποινικού δικαίου, των ασαφειών στη δικαιοδοσία, των δυσκίνητων και χρονοβόρων διαδικασιών νομικής συνδρομής, των γλωσσικών προβλημάτων, της έλλειψης πόρων και των διαφορετικών προτεραιοτήτων.

Για τους λόγους αυτούς, η απάτη εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ μπορεί να καταλήξει να θεωρείται σε εθνικό επίπεδο ως μία υπόθεση χρονοβόρα και απαιτητική σε ανθρώπινους πόρους, και είτε να μην διερευνάται καθόλου, είτε οι σχετικές υποθέσεις να μπαίνουν στο αρχείο μόλις προκύψουν δυσκολίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εθνικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν να διενεργήσουν έρευνες μόνο για το "εθνικό μέρος" του εγκλήματος, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις δυνητικά πολύ ευρύτερες επιπτώσεις μιας διεθνούς υπόθεσης απάτης.

Υπάρχουν παραδείγματα για το πώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να βελτιώσει τη σημερινή κατάσταση;

Σε μία υπόθεση, η OLAF διαβίβασε πληροφορίες στις γερμανικές και βουλγαρικές αρχές σχετικά με Γερμανούς και Βούλγαρους πολίτες που πιστεύεται ότι συνεργάσθηκαν στην κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη. Ενώ η δίκη από γερμανικής πλευράς κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση, στη Βουλγαρία οδήγησε σε αθώωση των υπόπτων. Το ισχύον σύστημα, ως εκ τούτου, είχε διαφορετικά αποτελέσματα για την ίδια διασυνοριακή υπόθεση. Η δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα έκανε τη διαφορά, δεδομένου ότι θα διασφάλιζε τη συνεκτικότητα των ερευνών και της ποινικής δίωξης τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη Γερμανία.

Ένα άλλο παράδειγμα αφορά λαθρεμπόριο τσιγάρων από την Τσεχική Δημοκρατία προς τη Γερμανία. Το γερμανικό ποινικό δικαστήριο χρησιμοποίησε υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που έλαβε από την τσεχική αστυνομία, ως αποδεικτικά στοιχεία για την καταδίκη του υπόπτου. Μολονότι τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν νόμιμα σύμφωνα με την τσεχική νομοθεσία, ο συνήγορος υπεράσπισης υποστήριξε ότι επειδή δεν υπήρξε δικαστική εντολή που να εγκρίνει τις υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν θα έπρεπε να γίνουν δεκτά από το γερμανικό δικαστήριο.

Με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, τέτοια προβλήματα λόγω αποκλινόντων εθνικών δικονομικών κανόνων θα είναι λιγότερο πιθανά. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων χωρίς προηγούμενη εντολή δικαστηρίου, θα απαγορεύεται. Επιπλέον, ο κανονισμός ορίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται νομίμως σε ένα κράτος μέλος γίνονται δεκτά στα δικαστήρια εκδίκασης της υπόθεσης όλων των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τα δικονομικά δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και το άρθρο 48 (τεκμήριο αθωότητας και δικαίωμα υπεράσπισης) του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ.

Τι θα αλλάξει με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία;


Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των εγκλημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Πολύπλοκες υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, συνεπώς, θα συντονίζονται και θα αντιμετωπίζονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Έτσι θα ξεπεραστούν οι δυσχέρειες που προκύπτουν από τις περιορισμένες εξουσίες των εθνικών αρχών, που περιορίζονται στα εθνικά σύνορα.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη εφαρμογή του κύκλου που καλύπτει την έρευνα, τη δίωξη και την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Μέσω των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει διασυνοριακές εξουσίες διεξαγωγής ερευνών σε όλα τα κράτη μέλη. Δεν θα βασίζεται σε συχνά δυσκίνητους και χρονοβόρους διακυβερνητικούς μηχανισμούς νομικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών (όπως η αμοιβαία νομική συνδρομή και οι συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης). Αντίθετα, θα λειτουργεί με σαφείς κανόνες που θα διέπουν τις έρευνες και το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται και προσκομίζονται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, ανεξάρτητα από το σε ποιο κράτος μέλος της ΕΕ βρίσκονται αυτά.

Πώς θα συνεργάζονται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς;

Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα αποτελούν μέρος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κατά κανόνα, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα αναλαμβάνουν τις έρευνες και τη δίωξη στο κράτος μέλος τους, βοηθούμενοι από εθνικούς υπαλλήλους και εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο. Οι ενέργειές τους θα συντονίζονται από μια κεντρική υπηρεσία υπαγόμενη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η οποία θα διασφαλίζει τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα σε όλα τα κράτη μέλη (βλ. γράφημα του παραρτήματος).

Χάρη σ’ αυτήν την αποκεντρωμένη δομή, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στην εθνική εμπειρογνωσία, τουτέστιν, σε εις βάθος γνώση του δικαστικού συστήματος και της γλώσσας της χώρας, ενσωμάτωση στις τοπικές δομές, κατανόηση των εθνικών πρακτικών διεξαγωγής δικαστικών υποθέσεων, κ.λπ.

Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως εθνικοί εισαγγελείς. Ωστόσο, όταν ενεργούν βάσει της εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα είναι πλήρως ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές.

Ένα "Σώμα" 10 ατόμων, αποτελούμενο από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, τους αναπληρωτές και τους εθνικούς εισαγγελείς, θα διασφαλίζει την ομαλή ενοποίηση ενωσιακού και εθνικού επιπέδου, ώστε να επιτυγχάνεται κυρίως συμφωνία για τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες, όπως τους γενικούς κανόνες ανάθεσης των υποθέσεων. Η λύση αυτή, που βασίζεται σε σημεία που τέθηκαν στις διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, καθώς και στην πρόσφατη γαλλογερμανική πρωτοβουλία για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα διασφαλίσει επίσης τον συντονισμό που απαιτείται κατά την παραπομπή ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος παραβίασης της αρχής "ου δις δικάζειν" ("ne bis in idem"), που θα μπορούσε να προκύψει σε περίπτωση που συνδεόμενα εγκλήματα παραμελούνται ή δεν εξετάζονται ως σύνολο.

Θα μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να επανεξετάζουν τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας;

Ναι, θα μπορούν. Οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα μπορούν να προσβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

Επιπλέον, οι αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές θα έχουν ως καθήκον να εγκρίνουν εκ των προτέρων τα μέτρα για τη διεξαγωγή έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, εφόσον το απαιτούν το εθνικό δίκαιο και η νομοθεσία της ΕΕ.

Τα εθνικά δικαστήρια θα είναι επίσης τα αρμόδια πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα ασκεί τα καθήκοντα εισαγγελέα ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών μελών.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορεί, όπως πάντα, να παρεμβαίνει στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης.

Ποιες εξουσίες θα έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με τον κανονισμό;


Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει την εξουσία να ζητά ή να διατάσσει μέτρα έρευνας. Τα μέσα που θα έχει στη διάθεσή της ορίζονται σαφώς στον κανονισμό και αφορούν περισσότερο ή λιγότερο επαχθή μέτρα.

Ως περισσότερο επαχθή μέτρα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να ερευνά χώρους και εγκαταστάσεις, περιουσιακά αγαθά και συστήματα πληροφορικής, να προβαίνει σε κατάσχεση αντικειμένων, παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και πάγωμα χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

Στα λιγότερο επαχθή μέτρα μπορεί να περιλαμβάνονται η ανάκριση υπόπτων και μαρτύρων, ο διορισμός εμπειρογνωμόνων, όπου απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, ή μέτρα εντοπισμού και ελέγχου προσώπων προκειμένου να αποδειχθούν στοιχεία που τα αφορούν.

Η εκτέλεση των μέτρων έρευνας υπόκειται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το κάθε μέτρο μεμονωμένα πρέπει να εγκρίνεται από την αρμόδια εθνική δικαστική αρχή, ή άλλη αρχή, εφόσον το εθνικό δίκαιο ή ο κανονισμός το απαιτούν.

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί νόμιμα σε ένα κράτος μέλος θα γίνονται δεκτά από τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών.

Πώς θα διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας;

Πρώτον, ο κανονισμός ορίζει ότι ούτε θα ζητά ούτε θα λαμβάνει εντολές από οποιονδήποτε εκτός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η εν λόγω διάταξη συνεπάγεται ότι τα όργανα, οι οργανισμοί και τα γραφεία της Ένωσης, καθώς και τα κράτη μέλη θα σέβονται την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και δεν θα επιδιώκουν να την επηρεάσουν κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι διαθρωτικά ανεξάρτητη καθώς δεν θα ενσωματώνεται σε κανένα όργανο ή υπηρεσία της ΕΕ. Τρίτον, στον διορισμό του Ευρωπαίου Εισαγγελέα θα συμμετέχουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (διορισμός από το Συμβούλιο με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) καθώς και πρώην μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μέλη των εθνικών ανώτατων δικαστηρίων, εθνικές εισαγγελικές αρχές και/ή δικηγόροι αναγνωρισμένης αξίας που θα βοηθούν στην κατάρτιση καταλόγου υποψηφίων. Η θητεία του Ευρωπαίου Εισαγγελέα θα περιορίζεται σε οκτώ χρόνια και δεν είναι ανανεώσιμη, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν θα επηρεάζεται από σκοπιμότητες με στόχο την επανεκλογή του. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας θα μπορεί να παυθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.

Όσον αφορά τους εθνικούς Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, ο κανονισμός ορίζει ότι το έργο που θα διεκπεραιώνουν για τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα σχετικά με συγκεκριμένες υποθέσεις θα έχει πάντα προτεραιότητα σε σχέση με τις εθνικές υποθέσεις. Στον κανονισμό ορίζεται επίσης ρητά ότι οι εντεταλμένοι εισαγγελείς θα είναι εντελώς ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές. Οι περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων θα διευθετούνται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν θα μπορούν να παύουν τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς από τα καθήκοντα που ασκούν ως εθνικοί εισαγγελείς, χωρίς τη συγκατάθεση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, όταν εργάζονται για λογαριασμό του.

Τι ισχύει για τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων;


Είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι νομικές εγγυήσεις που προστατεύουν τους πολίτες και τις εταιρείες που πλήττονται από έρευνες ή διώξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση περιλαμβάνει ένα σταθερό και ολοκληρωμένο σύνολο δικονομικών εγγυήσεων, που θα διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων και άλλων προσώπων που εμπλέκονται σε έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τόσο από την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ όσο και από τα εθνικά δικαιώματα υπεράσπισης.

Η πρόταση διευκρινίζει ότι ο ύποπτος έχει όλα τα δικαιώματα που του παρέχουν η νομοθεσία της ΕΕ και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία κατονομάζονται ρητά και περιλαμβάνουν τα δικαιώματα:

    διερμηνείας και μετάφρασης,

    ενημέρωσης και πρόσβασης στα στοιχεία της υπόθεσης,

    πρόσβασης σε δικηγόρο και επικοινωνίας μαζί του καθώς και ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση κράτησης·

    δικαίωμα σιωπής και τεκμήριο αθωότητας·

    νομικής συνδρομής·

    προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, ορισμού εμπειρογνωμόνων και εξέτασης μαρτύρων.

Επιπλέον, ο ύποπτος έχει τα δικαιώματα υπεράσπισης που αναγνωρίζονται από την εθνική νομοθεσία η οποία διέπει τη διαδικασία.

Γιατί η πρόταση για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παρουσιάζεται μαζί με τη μεταρρύθμιση του Eurojust;

Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα δημιουργηθεί από τον Eurojust. Η σημερινή δέσμη νομοθετικών προτάσεων αποσκοπεί στην καθιέρωση ισχυρών δεσμών και συνεργειών μεταξύ των δύο οργανισμών, μέσω αποτελεσματικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, γνώσεων και πόρων.

Ειδικότερα, τόσο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσο και ο Eurojust πρέπει να συμμετέχουν σε υποθέσεις κατά τις οποίες οι ύποπτοι εμπλέκονται σε εγκλήματα που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ή σε εγκλήματα άλλης μορφής. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει ανάγκη για συνεχή και στενή συνεργασία. Αντίστοιχες διατάξεις έχουν περιληφθεί τόσο στον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσο και στον κανονισμό για τον Eurojust. Επιπλέον, όταν υπάρχει επικάλυψη αρμοδιοτήτων σε υβριδικές περιπτώσεις, ο Eurojust μπορεί να παρέχει βοήθεια για τη διευθέτηση του ζητήματος της δικαιοδοσίας.

Ο Eurojust θα παρέχει υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπως προσωπικό, χρηματοδότηση και ΤΠ. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να χρησιμοποιεί για δικές της υποθέσεις την υποδομή ΤΠ του Eurojust, συμπεριλαμβανομένων του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων, των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα δεδομένων. Οι λεπτομέρειες της ρύθμισης αυτής θα καθοριστούν με συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του Eurojust.

Ποιος θα είναι ο ρόλος του Eurojust μετά τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας;


Ο Eurojust βοηθά τις εθνικές ερευνητικές και διωκτικές αρχές να συνεργάζονται και να συντονίζουν τις ενέργειές τους σχετικά με 1500 περίπου διασυνοριακές υποθέσεις κάθε χρόνο. Έχει συμβάλει στη δημιουργία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και γεφύρωσης των μεγάλων διαφορών που παρουσιάζουν τα νομικά συστήματα και οι παραδόσεις στην ΕΕ. Ωστόσο, ο Eurojust δεν είναι αρμόδιος για τη διενέργεια ποινικών ερευνών ή για την άσκηση διώξεων σε υποθέσεις απάτης.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των εγκλημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αυξάνει επίσης τη δημοκρατική νομιμότητα του Eurojust: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά Κοινοβούλια θα συμμετέχουν πλέον περισσότερο στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων του Eurojust.

Ο νέος Eurojust που θα προκύψει από τη μεταρρύθμιση, θα στηρίζει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στην καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Θα παρέχει υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπως προσωπικό, χρηματοδότηση και ΤΠ. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να χρησιμοποιεί για δικές της υποθέσεις την υποδομή ΤΠ του Eurojust, συμπεριλαμβανομένων του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων, των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα δεδομένων. Οι λεπτομέρειες της ρύθμισης αυτής θα καθοριστούν με συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του Eurojust.

Τι άλλο θα αλλάξει με την πρόταση μεταρρύθμισης του Eurojust;


Η πρόταση στοχεύει στην περαιτέρω βελτίωση της συνολικής λειτουργίας του Eurojust. Για το σκοπό αυτό, η μεταρρύθμιση αφορά την εσωτερική λειτουργία του Eurojust. Κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των λειτουργικών καθηκόντων του Σώματος του Eurojust (το οποίο αποτελείται από τα εθνικά μέλη, ένα από κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και των διοικητικών καθηκόντων. Με τον τρόπο αυτό, το Σώμα και τα εθνικά μέλη θα μπορούν να εστιάζουν στα λειτουργικά τους καθήκοντα, δηλαδή, τον συντονισμό και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος όπως το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, το ξέπλυμα χρημάτων, η απάτη, η διαφθορά, το κυβερνοέγκλημα, η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα. Ένα νέο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο θα συμμετέχει και η Επιτροπή, θα συνδράμει το Σώμα στα διοικητικά του καθήκοντα.

Η πρόταση περιλαμβάνει το ενιαίο και εκσυγχρονισμένο νομικό πλαίσιο που θα διέπει τον νέο Οργανισμό Συνεργασίας στον τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust) ο οποίος θα είναι ο διάδοχος της Μονάδας Eurojust που είχε συσταθεί με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ. Ο νέος κανονισμός διατηρεί όσα διοικητικά και λειτουργικά στοιχεία του Eurojust αποδείχτηκαν αποτελεσματικά, αλλά παράλληλα εναρμονίζει τη λειτουργία και τη δομή του οργανισμού αυτού σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, καθώς:

    1 αυξάνει την αποτελεσματικότητα του Eurojust εφοδιάζοντάς τον με νέα δομή διακυβέρνησης·

    2  βελτιώνει τη λειτουργικότητά του καθορίζοντας επακριβώς το καθεστώς και τις εξουσίες των εθνικών μελών·

    3 αναθέτει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά Κοινοβούλια ρόλο κατά την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων του Eurojust σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ενώ παράλληλα διατηρεί τη λειτουργική ανεξαρτησία του·

   4  ευθυγραμμίζει το νομικό πλαίσιο του Eurojust στην κοινή προσέγγιση που εφαρμόζεται για τους οργανισμούς της ΕΕ, και παράλληλα διασφαλίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του Eurojust στον συντονισμό των διενεργούμενων ποινικών ερευνών·

    5 διασφαλίζει ότι ο Eurojust θα μπορεί να συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όταν συσταθεί η εν λόγω υπηρεσία.

Ποιος θα είναι ο ρόλος της OLAF μετά τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας;

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση για τη διακυβέρνηση της OLAF, που εγκρίθηκε σήμερα, ο ρόλος της OLAF θα αλλάξει με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Η OLAF θα παραμείνει αρμόδια για διοικητικές έρευνες σε τομείς που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στους τομείς αυτούς συγκαταλέγονται παρατυπίες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, καθώς και σοβαρά παραπτώματα ή εγκλήματα χωρίς οικονομικές επιπτώσεις που διαπράττει το προσωπικό της ΕΕ.

Η OLAF δεν θα διενεργεί πλέον διοικητικές έρευνες για απάτες στην ΕΕ ή για άλλα εγκλήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, διότι τέτοια εγκλήματα θα εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μόλις αυτή συσταθεί. Αν η OLAF έχει υποψίες για τέτοιες εγκληματικές πράξεις, θα υποχρεούται να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία το συντομότερο δυνατό. Αν και δεν θα διενεργεί πλέον έρευνες στον συγκεκριμένο τομέα, η OLAF θα συνεχίσει να παρέχει συνδρομή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εφόσον της ζητείται (όπως κάνει ήδη σήμερα για τους εθνικούς εισαγγελείς). Με την αλλαγή αυτή θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες ερευνών και θα αποφευχθούν οι επικαλύψεις των διοικητικών και ποινικών ερευνών για τις ίδιες υποθέσεις. Έτσι, θα αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχούς δίωξης υπόπτων.

Η Επιτροπή θα επεξεργαστεί τις προτάσεις τροποποίησης του κανονισμού της OLAF, ώστε αυτές να αντανακλούν τις επικείμενες αλλαγές στο ρόλο της, και παράλληλα να ενισχύσουν τη διακυβέρνηση της OLAF κατά τις έρευνες που διενεργεί, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Προβλέπονται δύο βασικές πρωτοβουλίες: πρώτον, θα προβλεφθεί η θέση ανεξάρτητου Ελεγκτή Δικονομικών Εγγυήσεων ώστε να ενισχυθεί η νομική επανεξέταση των μέτρων έρευνας της OLAF. Δεύτερον, θα μπορούσαν να προωθηθούν απαιτήσεις για περισσότερο επαχθή μέτρα (έρευνες σε γραφεία, κατάσχεση εγγράφων κ.λπ) τα οποία ίσως χρειαστεί να εφαρμόζει η OLAF κατά τις έρευνές της στα όργανα της ΕΕ.

Πόσες υποθέσεις θα έχει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία;


Ο συνολικός αριθμός εκτιμάται σε 2500 υποθέσεις ετησίως. Ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ως εξής: 1500 υποθέσεις απάτης κατά μέσο όρο αναφέρουν και εξετάζουν οι διοικητικοί φορείς έρευνας στα κράτη μέλη, 300 υποθέσεις εξετάζει κατά μέσο όρο η OLAF σχετικά με υπόνοια διάπραξης απάτης, σε 500 εκτιμώνται οι περιπτώσεις απάτης σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που εξετάζονται επί του παρόντος από τα κράτη μέλη και περίπου 200 υποθέσεις εκτιμάται ότι διερευνώνται από εθνικές ανακριτικές αρχές. Πιστεύεται ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα δέχεται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με πιθανές απάτες, απ΄ό,τι τα κράτη μέλη ή η OLAF. Ο φόρτος υποθέσεων μπορεί συνεπώς να είναι υψηλότερος από τον αναμενόμενο.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αρχίσει να συλλαμβάνει άτομα σε όλη την Ευρώπη;


Όχι. Μόνο οι εθνικές αρχές θα μπορούν να συλλαμβάνουν υπόπτους για αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Θα μπορεί μόνο να ζητά από τις δικαστικές αρχές τη σύλληψη ενός υπόπτου εφόσον θεωρεί ότι η σύλληψη είναι απολύτως αναγκαία για τις έρευνες που διεξάγει, και εφόσον δεν μπορεί να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος με λιγότερο επαχθή μέτρα. Τέτοιου είδους αιτήματα θα αξιολογούν και θα εγκρίνουν οι εθνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα;


Για να γίνει νόμος, η πρόταση της Επιτροπής πρέπει τώρα να εγκριθεί από τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο (με ομοφωνία), αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία στο Συμβούλιο, οι Συνθήκες προβλέπουν ότι ομάδα αποτελούμενη από εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορεί να αναλάβει ενισχυμένη συνεργασία (άρθρο 86 της ΣΛΕΕ).

Τα κύρια στάδια της διαδικασίας ενισχυμένης συνεργασίας, βάσει του άρθρου 86, είναι:

    Η Επιτροπή παρουσιάζει τη νομοθετική της πρότασης στο Συμβούλιο των Υπουργών. Τα κράτη μέλη πρέπει να συμφωνήσουν (στο πλαίσιο των συμπερασμάτων της Προεδρίας) ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη ομοφωνίας σχετικά με την εν λόγω πρόταση·

    Στην περίπτωση αυτή, το θέμα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τουλάχιστον 9 κράτη μέλη που επιθυμούν να ξεκινήσουν την ενισχυμένη συνεργασία·

    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξετάζει το αίτημα για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.

    Αν επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποβάλλει το σχέδιο πρότασης στο Συμβούλιο προς έγκριση. Σε περίπτωση μη επίτευξης συναίνεσης, τουλάχιστον 9 κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να συνεχίσουν την ενισχυμένη συνεργασία. Με την ενημέρωση εκ μέρους των εν λόγω κρατών μελών για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας, η έγκριση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θεωρείται ότι χορηγήθηκε·

    Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόταση καθιέρωσης ενισχυμένης συνεργασίας θα διεξάγονται στο Συμβούλιο. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να συμμετέχει στις διαβουλεύσεις αυτές, αλλά μόνο εκείνα που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία μπορούν να λάβουν μέρος στη ψηφοφορία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν να συμμετάσχουν στην ενισχυμένη συνεργασία ανά πάσα στιγμή.

πηγη:europa.eu