Η βιωσιμότητα της ελληνικής πρωτογενούς οικονομίας για την ιδανική μας αυτάρκεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός συγκεκριμένου και συλλογικού τεχνοκρατικού πλάνου
Εμμανουήλ Φράγκος Ευρωβουλευτής Ελληνικής Λύσης – ECR Άρθρο για agrocapital.gr
Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας στη δίνη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου Τα μεγάλα κέντρα της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκηνής και κυρίως η Δύση παρακολουθούν τις τελευταίες τρεις εβδομάδες την εξέλιξη ενός ρωσο-ουκρανικού πολέμου που φέρει σταδιακά κι εκθεσιακά αλλαγές στο παγκόσμιο status-quo, πέρα από όποιες ανησυχίες μπορεί να προκαλεί σε επίπεδα κοινωνικής συνοχής, διπλωματίας και διεθνούς πολιτικής.
Στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις ξεκίνησαν να φαίνονται ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου κι επιπλέον από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Ως μία επανάληψη της ιστορίας και των γεγονότων στην Κριμαία το 2014, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία μεγαλύτερη κι εντονότερη κρίση, ιδιαίτερα στον επισιτιστικό τομέα, αγγίζοντας όλα τα προϊόντα που εξαρτώνται από τις εισαγωγικές (κι εξαγωγικές) εμπορικές μας δραστηριότητες με τις δύο εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες.
Η Ρωσία με την Ουκρανία εξάγουν το 29% του σίτου παγκοσμίως και οι ελληνικές αγροτικές πολιτικές των τελευταίων ετών υποβάθμισαν και συρρίκνωσαν έως και 50% την ελληνική παραγωγή σκληρού και μαλακού σιταριού, συγκριτικά με παλαιότερα έτη. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι, πέρα από την εξάρτηση πολλών ευρωπαϊκών κρατών από πολλά προϊόντα προερχόμενα από τις δύο παραπάνω χώρες, η Ελλάδα είναι δέσμια ενός ντεμαράζ αυξήσεων τιμών ενδεικτικά στο ηλιέλαιο, το κριθάρι, τα δημητριακά, το ρύζι, το καλαμπόκι και όλων των παραγόμενων προϊόντων τους (π.χ. αλεύρι, ζυμαρικά, ψωμί, κ.α.).
Ως ένα αποθαρρημένο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής συγκριτικά με άλλα κράτη-μέλη και βλέποντας τις ελληνικές κυβερνήσεις να διαχειρίζονται τον ελληνικό πρωτογενή τομέα ως δευτερεύουσα πολιτική, η Ελλάδα κινδυνεύει από μία σοβαρή επισιτιστική κρίση. Στον Πίνακα 1 και στο Γράφημα 1 αποτυπώνονται τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις υψηλότερες εισαγωγές μαλακού σιταριού σε τόνους από τρίτες χώρες, με τη χρήση επίσημων δημοσιευμένων δεδομένων της Eurostat για το τρέχον εμπορικό έτος 2021/2022.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση ανάμεσα σε Ιταλία και Ισπανία, έχοντας ως κύριο τροφοδότη τη Ρωσία, με τις Μολδαβία και Ουκρανία να ακολουθούν. Επιπροσθέτως, έχει πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε τους τόνους εισαγόμενου μαλακού σίτου από τη Ρωσία ανά μήνα, ήδη από το εμπορικό έτος 2016/2017 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2021. Η Ρωσία ως αποδέκτης πολλαπλών οικονομικών και εμπορικών κυρώσεων είχε τη θέση του βασικού μας τροφοδότη και ο Πίνακας 2 και το Γράφημα 2 παρουσιάζουν την κατάσταση που περιγράφεται πάλι με τη χρήση επίσημων δημοσιευμένων δεδομένων από τη Eurostat.
Ωστόσο, πέρα από τα βασικά προϊόντα-τρόφιμα που, όπως δείχνουν τα ευρωπαϊκά δεδομένα, θα πληγούν από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, υπάρχει κι ένα τεράστιο ζήτημα σχετικά με τα λιπάσματα και τις ζωοτροφές, αφορώντας άμεσα τους Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφους. Ειδικότερα, επικρατεί και διαφαίνεται για το επόμενο – αόριστο προς το παρόν – χρονικό διάστημα αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων, ήδη φτάνοντας μέχρι και στον τριπλασιασμό τις τιμής τους συγκριτικά με πέρυσι. Οι ζωοτροφές παρουσιάζουν σε πολλές χώρες της Ευρώπης αύξηση έως και 22%, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών λόγω της ρωσο-ουκρανικής κρίσης.
Επεκτείνοντας τον συλλογισμό μας, οι κυρώσεις και η παύση εμπορικών συναλλαγών με τη Ρωσία αποτελούν μία παράμετρο αύξησης των τιμών. Μία άλλη παράμετρος είναι η εφοδιαστική αλυσίδα και οι τιμολογιακές αλλαγές που υφίστανται λόγω του πολέμου και της αύξησης τιμών των ναύλων για πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και η όποια περίοδος προσαρμογής σε μία νέα κανονικότητα με τα νέα κανάλια διανομής εμπορευμάτων που θα δημιουργηθούν.
Η Ουγγαρία και η Βουλγαρία έχουν ανακοινώσει περιοριστικά μέτρα εξαγωγών συνολικά, την ώρα που η Γαλλία έχει πάρει καίρια θέση για την ευρωπαϊκή αυτάρκεια σιτηρών. Ο ανασχεδιασμός και η ενίσχυση του ελληνικού πρωτογενούς τομέα κρίνονται ως μία επιτακτική κι επείγουσα ανάγκη, γεγονός που προϋποθέτει πολιτική βούληση και κυβερνητική δράση.
Η αποκλιμάκωση των τιμών δεν θα πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η βιωσιμότητα όμως της ελληνικής πρωτογενούς οικονομίας για την ιδανική μας αυτάρκεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός συγκεκριμένου και συλλογικού τεχνοκρατικού πλάνου για όλη την ελληνική επικράτεια που θα περιλαμβάνει όλα τα προαπαιτούμενα στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού κεκτημένου για τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία σε βάθος χρόνου.
Εγχώρια αγροτική παραγωγή, ελληνική κτηνοτροφία κι αλιεία, αγροτικά εφόδια και γεωργικός τεχνολογικός εξοπλισμός, ελληνική ναυτιλία ως μέσο εφοδιασμού του πρωτογενούς τομέα για όπου υπάρχει ανάγκη, συνεργασία μεταξύ τοπικής αυτοδιοίκησης και κεντρικής διοίκησης είναι μερικές συνοπτικές προσεγγίσεις για την στρατηγική επιβίωσης κι ανάπτυξης του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Οι επόμενες ημέρες θα επιφέρουν δυσκολίες και οφείλουμε να φανούμε αντάξιοι των προκλήσεων.