Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, η επισιτιστική κρίση δεν μας χτυπάει απλά την πόρτα, αλλά είναι έτοιμη να μας συστηθεί εάν δεν το έχει κάνει σε κάποιους ήδη.
Άρθρο του Εμμανουήλ Φράγκου
Ευρωβουλευτή Ελληνικής Λύσης – ECR
για το agrocapital. gr
Πριν από περίπου δύο έτη, όλη η παγκόσμια κοινότητα αιφνιδιάστηκε από την έλευση της πανδημίας κι αναρωτήθηκε τί αυτή θα επέφερε απροσδόκητα στην καθημερινότητά μας. Έπειτα από μία πρωτόγνωρη διετία, σήμερα, και περίπου σαράντα ημέρες από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες βρισκόμαστε σε βαθύ στοχασμό και μεγάλη αβεβαιότητα με τη νέα γεωπολιτική κατάσταση και τις επιπτώσεις της, ιδιαίτερα στους κλάδους της ενέργειας, της οικονομίας και των τροφίμων.
Σε παλαιότερή μου αρθρογραφία υπογράμμισα την εξάρτηση της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Ελλάδας, σε πολλά γεωργικά είδη από τις δύο χώρες που εμπλέκονται άμεσα στον πόλεμο, Ουκρανία και Ρωσία. Οι δύο χώρες, ως βασικοί παγκόσμιοι προμηθευτές τροφίμων σε δημητριακά κι ηλιέλαιο, τίθενται πλέον εκτός κάδρου στις αναφερόμενες εμπορικές δραστηριότητες για ξεχωριστούς λόγους: η Ουκρανία ως πληγείσα χώρα του πολέμου κι η Ρωσία ως αποδέκτης κυρώσεων από όλη τη Δύση. Με κοινό παρονομαστή πάλι τις δύο χώρες, κι άλλα κράτη – εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης – βρίσκονται εξαρτημένα από τις εξαγωγές των δύο χωρών (π.χ., κράτη της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής).
Συνολικά, τα πληθωριστικά δημοσιονομικά δεδομένα υποδεικνύουν ορισμένα ζητήματα για τις ανεπτυγμένες χώρες και μία παγκόσμια επισιτιστική κρίση, όπου, παράλληλα, η κοινωνική συνοχή στα αναπτυσσόμενα κράτη μπορεί να διαταραχθεί εξαιτίας μίας διαφαινόμενης αδυναμίας να εξασφαλίσουν επαρκή διατροφικά πρότυπα και συνθήκες, ειδικότερα μετά από την πανδημία.
Στην προσπάθεια αποφυγής του απευκταίου σεναρίου, πολλές χώρες και κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσπαθούν να αναλάβουν δράση για την ενίσχυση της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας και τη στήριξη όλων των γεωργοπαραγωγών αλλά και των καταναλωτών με αφορμή την αύξηση τιμών στα τρόφιμα, στα βασικά γεωργικά προϊόντα, στα καύσιμα και στις ζωοτροφές.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει θέσει γενικές προσεγγίσεις για τη διευκόλυνση των καταναλωτών με την εφαρμογή μειωμένων συντελεστών φόρου προστιθέμενης αξίας και την παρότρυνση των οικονομικών φορέων να διατηρήσουν σε εύλογα επίπεδα τις λιανικές τιμές. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη δύνανται να αξιοποιήσουν πόρους από το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (FEAD), το οποίο αποτελεί μέσο χορήγησης επισιτιστικής αρωγής στα πλέον ευάλωτα άτομα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Επίσης , με την πρόσφατη σύσταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ετοιμότητας κι Αντιμετώπισης Κρίσεων Επισιτιστικής Ασφάλειας (EFSCM), επίκειται η χαρτογράφηση κινδύνων (riskmapping) και αδυναμιών της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνοδευόμενη από προτεινόμενες οδηγίες και συστάσεις.
Τέλος, ο γεωργικός τομέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να ενισχύεται από την Επιτροπή πριν από λίγες ημέρες με την έγκριση των εξής βραχυπρόθεσμων μέτρων:
(α) δέσμη μέτρων στήριξης ύψους 500εκατομμυρίων ευρώ,
(β) αύξηση των προκαταβολών των άμεσων ενισχύσεων,
(γ) μέτρα με χαρακτήρα διχτυού ασφαλείας της αγοράς,
(δ) έκτακτη και προσωρινή παρέκκλιση για να επιτραπεί η παραγωγή οποιωνδήποτε καλλιεργειών για τρόφιμα και ζωοτροφές σε γη υπό αγρανάπαυση και
(ε) δυνατότητες ευελιξίας όσον αφορά τις υφιστάμενες απαιτήσεις για τις εισαγωγές ζωοτροφών, μεταξύ άλλων (μακροπρόθεσμων) κινήτρων για την ενθάρρυνση της βιώσιμης και καινοτόμου γεωργίας καθολικά.
Ενδεικτικά, ο Επίτροπος Γεωργίας, κος Janusz Wojciechowski, σε δημόσια δήλωσή του τόνισε τη γεωργική δύναμη και δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι διασφαλίζει την πλήρη στήριξη της τελευταίας προς τους Ευρωπαίους γεωργούς, για την ισχυροποίηση, τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητατης εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων. Αντίστοιχα, σε μία προσωπική συζήτηση που είχα με την Αντιπρόεδρο της Επιτροπής Γεωργίας κι επικεφαλής της ευρω-ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) στην ίδια επιτροπή, η κα Mazaly Aguilarμοιράστηκε μαζί μου ένα σύντομο σχόλιο και κάποιες απόψεις σχετικά με τις βέλτιστες γεωργικές πολιτικές και τα κίνητρα που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην προσπάθειά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αυξήσει τη γεωργική παραγωγή στα κράτη-μέλη της.
Πιο συγκεκριμένα, σε ένα πολύ βραχυπρόθεσμο πλάνο, θεωρεί ότι η άμεση αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών και η σπορά μέσα στον τρέχοντα μήνα Απρίλιο για σοδειά το φθινόπωρο θα οδηγούσε σε αύξηση των αποθεμάτων μας σε δημητριακά.
Επιπρόσθετα, μου αναφέρθηκε και στις παραμέτρους που πρέπει να λάβουμε υπόψιν ώστε να εφαρμόσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα αγροτικών πολιτικών για την ανεξαρτητοποίησή μας σε τρόφιμα και γεωργικά αγαθά με τρία σημεία:
(α) να σκεφτούμε ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό αγροτών παύουν την αγροτική τους δραστηριότητα λόγω μη κερδοφορίας από τα αυξανόμενα λειτουργικά κόστη,
(β) να προβλέψουμε ότι θα έχουμε μικρότερες σοδειές εξαιτίας της έλλειψης λιπασμάτων και της ακραίας αύξησης των τιμών τους και
(γ) να υπολογίζουμε τις τρέχουσες τιμές ναύλων και τη δυσκολία εύρεσης εμπορικών πλοίων που φέρουν δημητριακά στην Ευρώπη από τρίτες χώρες.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, η επισιτιστική κρίση δεν μας χτυπάει απλά την πόρτα, αλλά είναι έτοιμη να μας συστηθεί εάν δεν το έχει κάνει σε κάποιους ήδη. Αυτό μαρτυρούν οι ευρωπαϊκές τοποθετήσεις μέσω των αρμοδίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενίσχυση του αγροτικού τομέα. Γερμανία και Γαλλία επισημαίνουν την ανάγκη για βιώσιμη αγροτική παραγωγή και παροχή ρευστότητας και φορολογικών ελαφρύνσεων στους αγρότες, αντίστοιχα.
Η Ιταλία ψάχνει μέσα για να παρακινεί τους νέους να ασχοληθούν με τον αγροτικό τομέα μέχρι κι επιδοτώντας τους για την αγορά αγροτεμαχίων ενώ η Ουγγαρία εφάρμοσε αυστηρούς ελέγχους κι απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτηρών.
Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση, είτε ελέω προεκλογικής σκοπιμότητας είτε από πλήρη άγνοια, δείχνει να καθησυχάζει τους Έλληνες πολίτες δηλώνοντας μέσω του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κου Γιώργου Γεωργαντά, πως το επόμενο διάστημα αναμένεται ισορροπία στις τιμές, χωρίς αναταράξεις στην εφοδιαστική μας αλυσίδα. Η Ελλάδα οφείλει να είναι αυτάρκης και να επενδύσει με ένα εθνικό όραμα στον πρωτογενή της τομέα. Βρισκόμαστε στο πιο κομβικό σημείο για το μέλλον της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, το οποίο διαχειρίζεται η παρούσα κυβέρνηση με όση τεχνογνωσία ή θέληση μπορεί να διαθέτει.