Σημαντικά τα οφέλη στη μείωση της φοροδιαφυγής/φοροαποφυγής και στα μακροοικονομικά μεγέθη, αλλά η αύξηση χρήσης χρεωστικών καρτών προκαλεί σημαντικό επιπλέον κόστος στις επιχειρήσεις
Το ΙΕΛΚΑ πραγματοποίησε πρόσφατα μελέτη η οποία αξιολογεί τους εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής στο λιανεμπόριο τροφίμων –κάρτες πιστωτικές/χρεωστικές και μετρητά – και στην αξιολόγηση των συνεπειών από τη μεταβολή των ποσοστών πραγματοποίησης συναλλαγών με κάθε ένα από τα μέσα πληρωμής, καθώς και τον ρόλο που παίζουν τα διάφορα κόστη όπως οι τραπεζικές προμήθειες, οι χρόνοι συναλλαγής κ.α.. Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι άμεσα εφαρμόσιμα στις τελευταίες εξελίξεις που προέκυψαν στην αγορά εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίων, οι οποίοι αύξησαν σημαντικά το 2016 το ποσοστό συναλλαγών που πραγματοποιούνται με πιστωτικές κάρτες και κυρίως με χρεωστικές κάρτες συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια.
Στο λιανεμπόριο τροφίμων το ποσοστό χρήσης εκτιμάται ότι μέχρι τον Ιούνιο 2015 ήταν στα επίπεδα του 7-8% για τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ και κάτω από 1% για τα μικρά σημεία πώλησης. Τα ποσοστά χρήσης πιστωτικών καρτών, μετά την επιβολή των ελέγχων κεφαλαίων άλλαξαν άρδην. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του ΙΕΛΚΑ υπάρχουν επιχειρήσεις που το ποσοστό αύξησης της χρήσης καρτών (είτε πιστωτικών είτε χρεωστικών) δεκαπλασιάστηκε. Συνολικά εκτιμάται ότι το ποσοστό για το σύνολο της αγοράς μέσα σε λίγες ημέρες εξαπλασιάστηκε και μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα σταθεροποιήθηκε σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο, αλλά με σταθερά αυξητικές τάσεις. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το ποσοστό χρήσης πιστωτικών καρτών αυξήθηκε εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίων μεσοσταθμικά από 4.5% σε 19.5%, με αύξηση για τις αλυσίδες σουπερμάρκετ από 7.5% σε 35% με αυξητικές τάσεις και για τα μικρότερα σημεία πώλησης από 1% σε 5% με αυξητικές τάσεις. Αυτή τη στιγμή στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων (μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ) η χρήση κάρτών στις συναλλαγές φθάνει ακόμα και στο 50% των συνολικών αγορών.
Όπως φαίνεται στα στοιχεία της έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ (σχήμα 1) περίπου οι μισοί καταναλωτές (49%), 1 στους 2, δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν πλέον πιο συχνά πιστωτική ή χρεωστική κάρτα για τις συναλλαγές τους. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα Α στο οποίο φαίνονται στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος την μεγαλύτερη και σημαντικότερη αύξηση παρουσιάζουν οι συναλλαγές με χρεωστική κάρτα με τον αριθμό των συναλλαγών να αυξάνεται από 15 εκατ. περίπου σε 60 εκατ. Περίπου (+300%) από το Α’ εξάμηνο του 2015 στο Β’ εξάμηνο του 2015, όταν οι πιστωτικές κάρτες παρουσιάζουν αύξηση από 23 εκατ. σε 29 εκατ. συναλλαγές (+25%).
Αυτές οι αυξήσεις, πέρα από τα πολύ θετικά αποτελέσματα που επιφέρουν μακροοικονομικά και ιδιαίτερα στη μείωση της φορδιαφυγής/φοροαποφυγής, προκαλούν μία αξιοσημείωτη αύξηση του κόστους στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Τα στοιχεία της ανάλυσης κόστους που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μελέτης του ΙΕΛΚΑ, καθώς και τα στοιχεία από αντίστοιχες έρευνες στο εξωτερικό (Food Marketing Institute – USA, Australian Retailers Association, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) συνηγορούν σε δύο βασικά συμπεράσματα:
Ότι γενικά παγκοσμίως η χρήση πιστωτικών καρτών έχει υψηλότερο κόστος σε σχέση τη χρήση μετρητών, με το κόστος των πιστωτικών καρτών για το λιανεμπόριο να ανέρχεται σε 1.6-1.8% επί των πωλήσεων και των μετρητών σε 0.6-0.9% επί των πωλήσεων (σχήμα 2).
Ότι η χρήση συγκεκριμένα χρεωστικών καρτών στην Ελλάδα έχει σημαντικά υψηλότερο κόστος από άλλες χώρες, καθώς οι χρεωστικές κάρτες αντιμετωπίζονται συνήθως ως πιστωτικές κάρτες από τον τραπεζικό κλάδο όσον αφορά την χρέωση της συναλλαγής. Έτσι ενώ το κόστος χρήσης χρεωστικών καρτών σε τρίτες χώρες είναι σε επίπεδα του 0.4-0.8%, στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιο στο 1.7% (σχήμα 2).
Στην πραγματικότητα όμως πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες έχουν ουσιώδεις διαφορές, εξαιτίας των οποίων στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ έχουν διαφορετικό κόστος προμήθειας τραπεζικής συναλλαγής για τον έμπορο σε σχέση με τις πιστωτικές κάρτες, με κυριότερο το ότι δεν εμπεριέχουν τον κίνδυνο της συναλλαγής μέσω δανεισμού. Συγκεκριμένα παρακάτω φαίνονται οι βασικές διαφορές:
Κάθε χώρα αντιμετωπίζει διαφορετικά την προμήθεια για τη χρήση χρεωστικής κάρτας. Σε ορισμένες χώρες, οι τράπεζες τείνουν να επιβάλουν ένα μικρό σταθερό ποσό για κάθε συναλλαγή χρεωστικής κάρτας (π.χ. Γαλλία, Γερμανία). Με αυτό τον τρόπο πληρώνονται τα διαχειριστικά κόστη της τράπεζας για τη συναλλαγή και παράλληλα ενθαρρύνεται η χρήση τους.
Η ανάλυση κόστους που πραγματοποίησε το ΙΕΛΚΑ είναι αποκαλυπτική για τις συνέπειες που έχει η αύξηση χρήσης πιστωτικών και ιδιαίτερα των χρεωστικών καρτών ως μέσο πληρωμής στο λιανεμπόριο τροφίμων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα (σχήμα 3), υπολογίζεται ότι οι παραπάνω εξελίξεις οδηγούν σε ετήσια αύξηση τους λειτουργικού κόστους των λιανεμπορικών επιχειρήσεων κατά 50 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 0.21% των πωλήσεων. Το ποσό αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι οι κερδοφόρες επιχειρήσεις του κλάδου λειτουργούν με καθαρό περιθώριο κερδοφορίας προ φόρων της τάξης του 1-1.5%.
Από την παραπάνω ανάλυση γίνεται σαφές ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του επιπλέον κόστους έχει προκληθεί από τον 4πλασιασμό των συναλλαγών με τη χρήση χρεωστικής κάρτας και την αντιμετώπιση τους ως πιστωτικές στην χρέωση τους.
Σε κάθε περίπτωση από την ανάλυση προκύπτει αύξηση του συνολικού κόστους των επιχειρήσεων, εξέλιξη που αναμένεται να είναι εις βάρος του καταναλωτή (εφόσον δεν μειωθεί το κόστος χρήσης χρεωστικών καρτών), καθώς το αυξημένο αυτό κόστος έρχεται να προστεθεί στις πρόσφατες αυξήσεις του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Εκτιμάται ότι η υιοθέτηση ενός συστήματος χρέωσης προμήθειας για τις χρεωστικές κάρτες αντίστοιχου χωρών της ΕΕ θα δημιουργήσει σημαντικά πλεονεκτήματα στο λιανεμπόριο τροφίμων σε μία εποχή με έντονες πτωτικές τάσεις