Θα περίμενε κανείς πως ιδιαίτερα μετά την πλήρη άρση των Capital Controls και από τη στιγμή που οι υποχρεώσεις των επιτηδευματιών και των επιχειρήσεων διευθετούνται μέσω ηλεκτρονικών μέσων/εναλλακτικών δικτύων, οι τράπεζες θα είχαν αναπροσαρμόσει προς τα κάτω τις προμήθειες που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις, καθώς το συνολικό κόστος είναι χαμηλότερο γι’ αυτές.
Στον αντίποδα, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει σήμερα είναι πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προσπαθούν να αντισταθμίσουν τα μειωμένα έσοδα τους από χορηγήσεις δανείων, δηλαδή από τόκους, αλλά και το κόστος του ψηφιακού μετασχηματισμού τους, επιβάλλοντας υπερβολικά επιτόκια δανεισμού και υπέρμετρες χρεώσεις/προμήθειες τραπεζικών εργασιών.
Πρόκειται μάλιστα για μία πρακτική που υπονομεύει τη θέση και την ανταγωνιστική ισχύ ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες, λόγω της αδυναμίας τους να διαπραγματευθούν με τις τράπεζες, υφίστανται αρκετά υψηλότερες χρεώσεις σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα αποκλείονται από τη δυνατότητα χρηματοδότησης.
Έτσι λοιπόν, οι τράπεζες χρεώνουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για πληρωμές μέσω του συστήματος POS από 0,9% έως 2,0% επί της συναλλαγής, τη στιγμή που το μερίδιο που πρέπει να καταβάλλουν στην Mastercard/Visa είναι της τάξεως του 0,2% – 0,3%. Αντίθετα, οι χρεώσεις μέσω POS για τους «καλούς» πελάτες – βάσει ύψους τζίρου – ξεκινούν από 0,75% και πέφτουν και στα επίπεδα του 0,4% για τις αλυσίδες super markets και τα πολυκαταστήματα. Δηλαδή κατά κανόνα, μόνον οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν το «προνόμιο» σήμερα να λαμβάνουν «ευρωπαϊκά» επίπεδα χρεώσεων από τις τράπεζες, καθώς στο εξωτερικό μεσοσταθμικά παρατηρείται ένα μέσο επίπεδο χρεώσεων της τάξεως του 0,4% – 0,5% ανά συναλλαγή.
Επιπλέον, το επιτόκιο των πιστωτικών καρτών που κυμαίνεται στο 17% είναι αδικαιολόγητα υψηλό και συνάμα αποτρεπτικό για τη χρήση «πλαστικού» χρήματος, την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση επιδιώκει την αύξηση του ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών που θα «χτίζουν» το αφορολόγητο. Αρκετά ακριβή είναι και η αποστολή εμβασμάτων εντός Ελλάδας, από μία τράπεζα σε άλλη, όπως και στο εξωτερικό.
Ως γνωστόν, η κατάσταση αυτή θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη για επιχειρήσεις και καταναλωτές τους επόμενους μήνες καθώς οι τράπεζες θα επιβάλλουν χρεώσεις ακόμη και για την έκδοση pin ή την ερώτηση υπολοίπου σε ATM, ενώ ήδη από τον περασμένο Ιούλιο η χρέωση για ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας φθάνει τα 3 ευρώ.
Αν δεν μιλάμε για εναρμονισμένες και καταχρηστικές πρακτικές – ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουν οι αρμόδιες αρχές – τότε σίγουρα βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα ασυδοσίας του τραπεζικού συστήματος σε βάρος ευάλωτων επιχειρήσεων και καταναλωτών, στα οποία πρέπει να μπει φραγμός από τις ίδιες ή από την κυβέρνηση.
Για τους λόγους αυτούς, η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να συναντήσει τις διοικήσεις των τραπεζών και να ζητήσει εξορθολογισμό των χρεώσεων έγινε στο κατάλληλο timing και ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς. Πιστεύουμε πως επόμενο βήμα της κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι άμεσα η πραγματοποίηση τριμερούς συνάντησης Υπουργείου Ανάπτυξης – ΕΣΕΕ και Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, την οποία έχει προαναγγείλει ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, για να συμφωνηθούν οι βέλτιστες λύσεις.
Πιστεύουμε ότι στο επίκεντρο των διορθωτικών παρεμβάσεων πρέπει να τεθεί ο σχεδιασμός τιμολογιακών πολιτικών όχι ανά μεμονωμένη υπηρεσία προς τους πελάτες αλλά ανά σύνολο/πακέτο παρεχόμενων υπηρεσιών. Οι τραπεζικές χρεώσεις προς τις επιχειρήσεις θα πρέπει να μειώνονται περαιτέρω, όταν καταγράφεται αύξηση των καταγεγραμμένων, μέσω POS, πωλήσεων/τζίρων από χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες. Ένα πρώτο βήμα για τον εξορθολογισμό των επιβαλλόμενων τραπεζικών χρεώσεων, είναι η εφαρμογή ενός maximum ποσού/ποσοστού για το σύνολο του κόστους συνεργασίας μιας επιχείρησης με την τράπεζά της.
Ο βασικός κανόνας που θα πρέπει να διέπει τις χρεώσεις/προμήθειες είναι: εφαρμογή κοινής τιμολογιακής πολιτικής των τραπεζών μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων και ΜμΕ, προκειμένου να διασφαλίζονται οι όροι της ισότιμης μεταχείρισης. Σε αυτό το πλαίσιο, το κόστος έκδοσης μπλοκ επιταγών πρέπει να μειωθεί σημαντικά και να μην χορηγείται επιλεκτικά, βάσει τζίρου και καταθέσεων των επιχειρήσεων. Ανάλογα πρέπει να μειωθούν οι εξασφαλίσεις που ζητούνται από τις επιχειρήσεις για την έκδοση εγγυητικών επιστολών.