Κρίσιμος ο ρόλος των «μαξιλαριών» ρευστότητας
Η αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας παραμένει αμετάβλητη σε σύγκριση με το 2019, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η νέα ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους (Debt Sustainability Analysis) του δημόσιου τομέα επικεντρώνεται στη μεσοπρόθεσμη αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ θα υπάρξει μια πλήρης ενημέρωση του DSA στην επόμενη έκθεση άρθρου IV για την Ελλάδα, η οποία προβλέπεται να πραγματοποιηθεί στο πρώτο εξάμηνο του 2021.
Συνολικά, τα μακροοικονομικά σοκ και οι αποκλίσεις στις πολιτικές είναι οι κύριοι κίνδυνοι για τη δυναμική του εξωτερικού χρέους της χώρας, επισημαίνει το Ταμείο, που δηλώνει ότι η περίπτωση της Ελλάδας παραμένει μοναδική, με υψηλό εξωτερικό χρέος και το οποίο αναμένεται να μειωθεί σταδιακά μόνο μεσοπρόθεσμα.
Η αύξηση των τρωτών σημείων του χρέους μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αρκετά μεγάλο cash buffer και τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο, η COVID-19 φέρνει άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα και καθοδικούς κίνδυνους για όλους τους τομείς της οικονομίας, που ενισχύονται από την προϋπάρχουσα εγχώρια κρίση. Οι κύριοι κίνδυνοι προκύπτουν από μια παρατεταμένη πανδημία που θα εκτροχιάσει την αναμενόμενη ανάκαμψη στον τουρισμό και σημαντική επιδείνωση των ισολογισμών.
Πιο αναλυτικά, το ΔΝΤ συμπεραίνει ότι το σοκ της πανδημίας COVID-19 αναμένεται να οδηγήσει σεαύξηση του δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠτης Ελλάδας το 2020 προτού επανέλθει στην πτωτική του τάση το 2021-2029, σε υψηλότερα επίπεδα υψηλότερα όμως από το DSA του Νοεμβρίου 2019.
Το σοκ οδηγεί επίσης σε μια αξιοσημείωτη αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών (Gross Financing Needs - GNF), ιδίως βραχυπρόθεσμα, η οποία ωστόσο θα παραμείνει διαχειρίσιμη μεσοπρόθεσμα, εκτιμάει το ΔΝΤ. Στο πλαίσιο της ομαλοποίησης της αγοράς, η κυβέρνηση διαθέτει αποθεματικό μετρητών και επιλεξιμότητα ομολόγων στα πλαίσια του προγράμματος έκτακτης ανάγκης της ΕΚΤ. Το πρόγραμμα αγορών (PEPP) βοήθησε την κυβέρνηση να αντέξει το σοκ, συμπεραίνει το ΔΝΤ.
Το Ταμείο προβλέπει ότι οι πόροι που διατίθενται στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) είναι κρίσιμοι για την επιστροφή του δημόσιο χρέους σε σταθερή πτωτική πορεία.
Τυχόν ασθενέστερη ανάπτυξη, χαμηλότερα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υψηλότερο κόστος δανεισμού και ενδεχόμενες υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν τους δείκτες χρέους και τις GFN πάνω από τις βασικές προβλέψεις του ΔΝΤ, καταλήγει το Ταμείο. Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας είναι υψηλό και αναμένεται να μειωθεί σταδιακά μόνο μεσοπρόθεσμα.
Λόγω του σοκ Covid-19, το Ταμείο εκτιμάει ότι η πορεία του προβλεπόμενου δημόσιου χρέους και των GFN θα είναι και τα δύο πάνω από εκείνα του DSA Νοεμβρίου 2019. Το χρέος προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί στο 208% του ΑΕΠ το 2020 (από το 181% του ΑΕΠ το 2019) πριν συνεχίσει την πτωτική του τάση μεσοπρόθεσμα, που στο 153% του ΑΕΠ το 2029. Αυτό το αποτέλεσμα είναι περίπου 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίπεδο που προβλέπεται στο DSA του Νοεμβρίου 2019. Ο λόγος GFN-προς-ΑΕΠ θα παραμείνει κάτω από το 15% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της δεκαετούς προβολής (εκτός από τη μια οριακή παραβίαση το 2020). Ο μέσος όρος όμως τώρα είναι περίπου στο 10% σε σύγκριση με το 8% στο DSA του Νοεμβρίου του 2019. Τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα χαμηλότερα επίπεδα του ΑΕΠ εξηγούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης, σύμφωνα με το ΔΝΤ.