Όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας, σε όρους ΑΕΠ, εκτιμάται σε 13,6 δισ. ευρώ ή 7,4% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2019.
«Ελπίζουμε σε μια βελτιωμένη κατάσταση το φετινό καλοκαίρι, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι το 2021 θα είναι μία καλή χρονιά, καθώς το 2020 η σταθερή ανάπτυξη των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών ανατράπηκε λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Πρέπει στόχος μας για τα επόμενα δύο η τρία χρόνια να είναι η επιστροφή στο 2019».
Αυτό δήλωσε σήμερα ο πρόεδρος των ακτοπλόων Μιχάλης Σακέλης, κατά την παρουσίαση της μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Η επιβατηγός ναυτιλία στην Ελλάδα την περίοδο 2016-2020: Επιδόσεις, συμβολή στην οικονομία και προοπτικές», που παρουσιάστηκε σήμερα, Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021, μέσω διαδικτυακής εκδήλωσης.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) εκτίμησε ότι το πρώτο πεντάμηνο του 2021 η ακτοπλοϊκή κίνηση θα είναι στα ίδια επίπεδα με το 2020, προσθέτοντας ότι κατά την περίοδο της πανδημίας ο κλάδος βοηθήθηκε με τις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας, που ωστόσο, όπως είπε, δεν ήταν αρκετές για να καλυφθούν όλα τα λειτουργικά έξοδα.
Εξήρε ωστόσο τη συνεργασία του υπουργείου Ναυτιλίας, την οποία χαρακτήρισε σημαντική, αν λάβει κανείς, όπως είπε ο ίδιος, και τις δυσκολίες που διατρέχει η οικονομία μας.
Τόνισε εξάλλου ότι τα νησιά μας δεν πρόκειται να έχουν κανένα θέμα με τις ακτοπλοϊκές συνδέσεις φέτος και του χρόνου, επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη ανανέωσης του ακτοπλοϊκού στόλου προκείμενου να μπορέσει να συνεχίσει να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.
Επίσης συμπλήρωσε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν διεργασίες και γίνονται προσπάθειες από το υπουργείο Ναυτιλίας και το Ναυτικό Επιμελητήριο προκειμένου ο συγκεκριμένος στόχος να καλυφθεί με κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις επιπλέον από αυτά που υπάρχουν στο ταμείο ανάκαμψης, καθώς, όπως υπογράμμισε, οι υποχρεώσεις για τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς είναι πολύ σοβαρές.
Ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής τους ΙΟΒΕ & καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, χαρακτήρισε κομβικό το ρόλο της ακτοπλοΐας το 2019 για την υπόλοιπη οικονομία, σε όρους απασχόλησης, ΑΕΠ και φορολογικών εσόδων.
Τόνισε ότι το 2020 ο κλάδος υπέστη πλήγμα λόγω της πανδημίας, καθώς, όπως είπε, είμαστε μία χώρα που έχει μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό. Ωστόσο ανέφερε ότι η ακτοπλοΐα ανταποκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό συνδέοντας ακτοπλοϊκώς τη νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Στη μελέτη, τόνισε, βλέπει κάποιος τι πρέπει να γίνει για την ακτοπλοΐα βραχυπρόθεσμα και πώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς τον εκσυγχρονισμό του κλάδου και των μονάδων του και από τεχνολογική άποψη. Επεσήμανε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του κλάδου αλλά κυρίως των υποδομών όπου εκεί -είπε- υπάρχει μεγάλο έλλειμμα.
Για τον τουρισμό ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου είπε ότι, αν φανεί ορατό ότι φέτος νωρίς την άνοιξη μπορεί να υπάρξει προγραμματισμός, τότε, πρόσθεσε, μπορεί να σωθεί ένα αξιοπρεπές κομμάτι των τουριστικών εσόδων, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι όλα εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας στην Ευρώπη και στη χώρα μας.
Τι αναφέρει η έρευνα του ΙΟΒΕ
Όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας, σε όρους ΑΕΠ, εκτιμάται σε 13,6 δισ. ευρώ ή 7,4% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2019.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά του κλάδου ανέρχεται σε 332 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 8,5% της συνολικής απασχόλησης).
Επιπλέον, η συνεισφορά στα δημόσια έσοδα εκτιμάται σε περίπου 3 δισ. ευρώ,ενώ σε περίπου 1,8 δισ. ευρώ υπολογίζοντας τα εισοδήματα από μισθούς των εργαζομένων λόγω της ανάπτυξης της επιβατηγού ναυτιλίας στη χώρα.
Η συνολική επίδραση από την εξυπηρέτηση της ζήτησης για ακτοπλοϊκές μεταφορές στις εσωτερικές γραμμές (χωρίς τις ευρύτερες επιδράσεις που συνδέονται με τον τουρισμό, την ανάπτυξη του πρωτογενούς και μεταποιητικού τομέα στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας και το εξαγωγικό εμπόριο) εκτιμάται σε περίπου 2 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας.
Σε όρους απασχόλησης, η επίδραση της μεταφορικής δραστηριότητας ανέρχεται σε 33,5 χιλ. θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Ευρύτερες επιδράσεις στην οικονομία
Η ανάπτυξη των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών συνεπάγεται σημαντικά οφέλη για την τοπική οικονομία και την κοινωνία των νησιών της χώρας. Η συνεισφορά της ακτοπλοΐας λόγω των ευρύτερων επιδράσεων από την παραγωγή και τον τουρισμό στα νησιά εκτιμάται σε 10,1 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ το 2019), εκ των οποίων 8,5 δισ. ευρώ αφορούν στην τουριστική ζήτηση, τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση στις νησιωτικές περιοχές και 1,6 δισ. ευρώ στην επίδραση από τη ζήτηση για προϊόντα από τους επισκέπτες κατά την παραμονή τους σε κάποιο νησί της χώρας που προέρχονται από την ηπειρωτική χώρα.
Σε όρους απασχόλησης η επίδραση από τον τουρισμό και την παραγωγή στα νησιά ανέρχεται σε περίπου 257 χιλ. θέσεις εργασίας (217 χιλ. στα νησιά και 40 χιλ. στην ηπειρωτική χώρα), στηρίζοντας σχεδόν το ήμισυ της απασχόλησης στις νησιωτικές περιφέρειες.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ καταγράφεται στις περιφέρειες Κρήτης και Νοτίου Αιγαίου, όπου εντοπίζονται περισσότερο από τα 4/5 της συνολικής επίδρασης στην οικονομία των νησιωτικών περιοχών.
Στην Κρήτη η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται σε 3,5 δισ. ευρώ το 2019, επίδραση που αντιστοιχεί στο 37% του ακαθάριστου προϊόντος στο σύνολο των 4 νομών του νησιού, ενώ στο Νότιο Αιγαίο η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται σε 3,1 δισ. ευρώ το 2019 και περισσότερες από 63 χιλ. θέσεις απασχόλησης.
Παράλληλα, ο κλάδος της επιβατηγού ναυτιλίας συνεισφέρει σημαντικά και στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, μέσα από το μεταφορικό έργο στις γραμμές της Αδριατικής Θάλασσας.
Εκτιμάται ότι η αξία των εμπορευμάτων που διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας ξεπέρασε τα 1,7 δισ. ευρώ το 2019.
Αυτά τα δύο λιμάνια κατατάσσονται στην 2η και 3η θέση αντίστοιχα στην Ελλάδα, μετά το λιμάνι του Πειραιά, σε όρους όγκου εμπορευματικής κίνησης εξωτερικού (εξαιρουμένων των καυσίμων και του ξηρού φορτίου).
Η συνεισφορά από τη δραστηριότητα στην αγορά της Αδριατικής εκτιμάται σε 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ το 2019).
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική επίδραση εκτιμάται σε περίπου 41 χιλ. θέσεις εργασίας, ενώ σε 343 εκατ.ευρώ ανέρχεται η συνολική συνεισφορά στα δημόσια έσοδα.
Επίδραση της πανδημίας COVID-19
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη πτώση του τουρισμού το γ' τρίμηνο του έτους, αλλά και τα νέα περιοριστικά μέτρα λόγω της έξαρσης της πανδημίας το τελευταίο δίμηνο του έτους, η επιβατική κίνηση στις γραμμές εσωτερικού αναμένεται το 2020 να είναι μειωμένη κατά 55% σε σχέση με το 2019, ενώ στα οχήματα (ΙΧ και φορτηγά) αναμένεται μείωση κατά 36%.
Αντίστοιχα στην αγορά της Αδριατικής, η αρνητική επίδραση είναι πιο έντονη στην επιβατική κίνηση, καθώς εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερη κατά 69%, σε αντίθεση με την κίνηση φορτηγών οχημάτων που αναμένεται να περιοριστεί κατά 8%.
Η κάμψη στην κίνηση επιβατών και οχημάτων επηρεάζει τον κύκλο εργασιών, όπου εκτιμάται μείωση κατά 45% στις γραμμές εσωτερικού και κατά 30% στην Αδριατική Θάλασσα.
Ως αποτέλεσμα, η απώλεια εσόδων και τα ζημιογόνα αποτελέσματα αναμένεται να ξεπεράσουν τα 300 εκατ. και τα 120 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Προκλήσεις για τον κλάδο
Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές του κλάδου επηρεάζονται αρνητικά από τις υποβαθμισμένες λιμενικές υποδομές, καθώς στα περισσότερα λιμάνια της χώρας ο εξοπλισμός υποδοχής παραμένει ανεπαρκής, γεγονός που συμβάλλει στην ύπαρξη καθυστερήσεων στην εκτέλεση των προγραμματισμένων δρομολογίων. Επιπλέον, η μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και η υιοθέτηση μέτρων που απορρέουν από την εθνική πολιτική για την Ενέργεια και το Κλίμα την δεκαετία 2020-2030 επηρεάζουν τη λειτουργία του κλάδου της επιβατηγού ναυτιλίας.
Η υποχρεωτική από τις αρχές του 2020 συμμόρφωση με τη νέα διεθνή περιβαλλοντική νομοθεσία για εφοδιασμό όλων των πλοίων με καύσιμα μικρής περιεκτικότητας σε θείο (max 0,5%), οδήγησε αύξηση του κόστους καυσίμου.
Κατά συνέπεια, ασκείται αρνητική επίδραση στο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, γεγονός που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Η συμμόρφωση στους περιβαλλοντικούς κανονισμούς που έχουν τεθεί, δημιουργεί την ανάγκη για επίσπευση της ανανέωσης του στόλου.
Σχεδόν τα μισά πλοία που δρομολογούνται από τις κυριότερες ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις είναι ηλικίας από 20 έως 29 έτη, ενώ 2 στα 5 πλοία του στόλου χρησιμοποιούνται για περισσότερα από 30 χρόνια. Το γεγονός ότι η ακτοπλοΐα αποτελεί το μοναδικό δίκτυο συγκοινωνιακής σύνδεσης για μεγάλο αριθμό νησιωτικών περιοχών σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα διατήρησης της καλύτερης δυνατής προσφοράς ακτοπλοϊκών υπηρεσιών, υποδεικνύει την αναγκαιότητα σταδιακής απόσυρσης των παλαιότερων πλοίων και αντικατάστασής τους με νεότευκτα.
Τέλος, οι υψηλοί συντελεστές του ΦΠΑ που εφαρμόζονται στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια επηρεάζουν αρνητικά τη διαμόρφωση του μεταφορικού κόστους επιβατών και οχημάτων στην Ελλάδα.
Ο ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια για επιβάτες μειώθηκε στο 13% στο πλαίσιο της στήριξης της οικονομίας λόγω της πανδημίας, με την ισχύ του μέτρου να έχει επεκταθεί έως τις 30 Απριλίου 2021. Η επαναφορά του ΦΠΑ στο 24% θα έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή της χώρας στη 2η υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ με βάση το ύψος του συντελεστή ΦΠΑ στις μετακινήσεις επιβατών και οχημάτων.
Είναι ενδεικτικό ότι στην Ιταλία -χώρα με συγκρίσιμο όγκο επιβατικής κίνησης μέσω θαλάσσης στην ΕΕ- ο αντίστοιχος συντελεστής διαμορφώνεται στο 10%.