Βαθύτερη ύφεση για το 2020, συγκρατημένη αισιοδοξία για την ανάκαμψη το 2021 και προειδοποιήσεις για νέα γενιά κόκκινων δανείων καθώς συστάσεις προς τις τράπεζες για προσαρμογή σε μία νέα πραγματικότητα αποτελούν τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που δημοσιεύθηκε σήμερα από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά στο βασικό της σενάριο σημαντική ύφεση κατά 10,0% το 2020, δηλαδή βαθύτερη του 8,5% που καταγράφηκε στο εννεάμηνο. Ωστόσο, προβλέπει ότι στη συνέχεια το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Όσον αφορά τους κινδύνους που περιβάλλουν το βασικό σενάριο των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος σχετίζεται με τη διάρκεια και την έκταση της πανδημίας σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο. Επιπλέον κίνδυνοι θα προέκυπταν από ενδεχόμενη σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) ως απόρροια της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, από την περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς και από την αβεβαιότητα που περιβάλλει την υλοποίηση της συμφωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αντίθετα, μια πιο θετική του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να προκύψει από την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και από την ταχύτερη διάθεση των εμβολίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλισθεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, κυρίως στη μετά την πανδημία περίοδο.
Η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι οι οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, έχει σοβαρές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και ιδίως στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Αυτό αποτέλεσε κανόνα στο σύνολο σχεδόν των οικονομικών κρίσεων σε παγκόσμιο αλλά και εθνικό επίπεδο. Η εμφάνιση νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων (αλλά και στην πλειονότητα των χωρών της ευρωζώνης) έπειτα από μία απότομη μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 10% για το 2020 φαντάζει αναπόφευκτη. Ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίπτωση στους κλάδους της οικονομίας ήταν ασύμμετρη αλλά και του γεγονότος ότι μέρος των πιστούχων (ιδίως οι Μικρομεσαίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις - ΜΜΕ) χτυπήθηκαν από την πανδημία την περίοδο όπου ήταν σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση έχοντας ακόμα ασθενή χρηματοοικονομικά μεγέθη. Ενδεικτικά, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020, ο δείκτης ΜΕΔ στις ΜΜΕ ανέρχεται σε 47% και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις στο 55%.
Προκειμένου να μετριασθεί η επίπτωση από την πανδημία, οι αρχές έλαβαν πρωτοφανή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης, ενώ οι εποπτικές αρχές έδειξαν ευελιξία, κυρίως όσον αφορά τον εποπτικό χειρισμό των πιστούχων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών τόκων ή/ και κεφαλαίου (moratoria) αλλά και τη δυνατότητα χρήσης από τις τράπεζες των κεφαλαιακών περιθωρίων μέχρι τα όρια της κεφαλαιακής απαίτησης του Πυλώνα ΙΙ, προκειμένου να διατηρήσουν απρόσκοπτη την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, αλλά και να απορροφήσουν τις ζημιές από την πανδημία λόγω της χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού.
Η υγειονομική κρίση του COVID-19 ανέτρεψε πλήρως τις προηγούμενες αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2020, επηρεάζοντας καταλυτικά την οικονομική δραστηριότητα, ωθώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και διαταράσσοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ωστόσο, η λήψη μιας σειράς μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία. Στο περιβάλλον αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντεπεξέλθει στις προϋπάρχουσες και εντεινόμενες λόγω της κρίσης προκλήσεις και κυρίως να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν εστιάζονται σε τρεις τομείς. Πρώτον, στο υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ως αποτέλεσμα της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών.
Δεύτερον, στην ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit), το οποίο επίσης αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες προβαίνουν σε ενέργειες μείωσης του αποθέματος των ΜΕΔ.
Τέλος, στη χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μη διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία και οι ενέργειες των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS), κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 35,8% βάσει στοιχείων εννεαμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, για δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Εμπειρικά στοιχεία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνουν ότι Εταιρείες Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Management Companies - AMC) με άρτιο σχεδιασμό και επαγγελματική διαχείριση μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων και να αποτρέψουν την περιττή απώλεια πόρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των ΜΕΔ. Μια συστημική λύση που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες για τη δημιουργία και λειτουργία μιας Εταιρείας Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις υπάρχουσες πλατφόρμες εξυπηρέτησης ΜΕΔ από τρίτες εταιρείες διαχείρισης δανείων, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Η αντιμετώπιση του υφιστάμενου ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν πιο ενεργά τα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας, ιδίως μετά την άρση της αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων, και ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να περιορίσουν τον κίνδυνο απίσχνανσης των παλαιών και νέων μετόχων, καθιστώντας έτσι τις τράπεζες πιο ελκυστικές για επενδυτές μετοχών.
Τέλος, η Έκθεση περιλαμβάνει ένα Ειδικό Θέμα που παρουσιάζει το αναθεωρημένο πλαίσιο για τη μακροπροληπτική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις