Μία παρατεταμένη περίοδος οικονομικής στασιμότητας, που θα φέρει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα κρατήσει για πολλά χρόνια, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος τον οποίο αντιμετωπίζει η Ελλάδα το 2022.
Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από τη μεγάλη έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο πλαίσιο της οποίας 12.000 ηγέτες από τον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο κλήθηκαν να απαντήσουν στην ερώτηση: «Ποιοι πέντε κίνδυνοι αποτελούν μία κρίσιμη απειλή για τη χώρα σας για τα επόμενα δύο χρόνια;».
Η μελέτη Global Risks Report του WEF παραδοσιακά δημοσιεύεται λίγο πριν από τη συνάντηση της αφρόκρεμας από την παγκόσμια επιχειρηματική και πολιτική σκηνή στο Νταβός, όμως για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η Σύνοδος αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας. Το Φόρουμ θα πραγματοποιήσει κάποια ψηφιακά sessions την επόμενη εβδομάδα και δημοσίευσε τα αποτελέσματα της φετινής του έρευνας.
Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν οι επιχειρηματικοί και πολιτικοί ηγέτες, η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της την κρίση χρέους. Για την ακρίβεια, αυτή τη στιγμή, οι κίνδυνοι τους οποίους αντιμετωπίζει η Ελλάδα από την κλιματική κρίση θεωρούνται σοβαρότεροι.
Για την ακρίβεια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θεωρούνται ο δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος τον οποίο αντιμετωπίζει η Ελλάδα για το 2022 και το 2023. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής, τη ζημιά στα οικοσυστήματα, την καταστροφή περιουσίας και την πρόκληση οικονομικής ζημιάς. Τέτοια ακραία φαινόμενα θεωρούνται οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες, οι καύσωνες, οι τυφώνες κτλ.
Αυτή τη στιγμή, μία κρίση χρέους (είτε αυτή αφορά το κράτος και το δημόσιο χρέος είτε ένα κύμα χρεοκοπιών ανάμεσα στις επιχειρήσεις) θεωρείται ο τρίτος μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα.
Στην τέταρτη θέση ανάμεσα στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι αυτός της σύγκρουσης μεταξύ χωρών. Οι συγκρούσεις αυτές, σύμφωνα με το WEF, μπορεί να πάρουν τη μορφή βιολογικών, χημικών ή φυσικών επιθέσεων, κυβερνοεπιθέσεων, στρατιωτικών επεμβάσεων, proxy war (πολέμου δι’ αντιπροσώπων) κτλ.
Την πεντάδα των μεγαλύτερων κινδύνων για την Ελλάδα συμπληρώνουν οι ψηφιακές ανισότητες. Πρόκειται για την αποσπασματική ή άνιση πρόσβαση σε κρίσιμα ψηφιακά δίκτυα και τεχνολογίες, ως αποτέλεσμα των άνισων επενδυτικών δυνατοτήτων, της έλλειψης των αναγκαίων δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό, της ανεπαρκούς αγοραστικής δύναμης, των κρατικών περιορισμών και/ή των πολιτισμικών διαφορών.
Πηγή: Moneyreview