Η εξαμηνιαία κυλιόμενη Έρευνα Τάσεων στο Λιανεμπόριο FMCG του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) καταγράφει τις απόψεις των στελεχών επιχειρήσεων του κλάδου για τα κύρια κλαδικά θέματα και προκλήσεις. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 25 Ιουλίου έως 31 Αυγούστου 2023 με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου και δείγμα 150 ανώτερα και ανώτατα Στελέχη Επιχειρήσεων (Λιανεμπόριο-Αλυσίδες σουπερμάρκετ και Προμηθευτές FMCG) από τη Γενική Διεύθυνση και τα τμήματα Marketing, Πωλήσεων. Αγορών, Οικονομικών, Πληροφορική κλπ.
Τα αποτελέσματα καταγράφουν την αξιολόγηση των εξελίξεων από τα στελέχη του κλάδου για το Α’ εξάμηνο 2023 και τις προσδοκίες τους για το Β’ εξάμηνο 2023 οι οποίες συνοψίζονται σε:
• Αύξηση της αξίας των πωλήσεων το Β’ 6μηνο του 2023 (+3,2%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022, αλλά και συνολικά το 2023 (+2,3%).
• Μείωση του όγκου πωλήσεων το Β’ εξάμηνο του 2023 (-1,1%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022.
• Διατήρηση του επίπεδου του οικονομικού κλίματος σε θετικά επίπεδα, αλλά με προβληματισμό για τις πληθωριστικές τάσεις.
• Ιδιαίτερα έντονη επίδραση των ανατιμήσεων στη λειτουργία των επιχειρήσεων και εκτίμηση για μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Σε σχέση με τις προσδοκίες για τις πωλήσεις του κλάδου (βλ. σχήμα 1), καταγράφεται μεγάλο ποσοστό ερωτηθέντων 80% οι οποίοι θεωρούν ότι η αξία των πωλήσεων του κλάδου θα αυξηθεί το επόμενο εξάμηνο, με ένα μικρό ποσοστό 4% οι οποίοι θεωρούν ότι θα παρουσιάσει μείωση. Μεσοσταθμικά τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι θα καταγραφεί αύξηση της τάξης του 3,2% στις πωλήσεις το εξάμηνο Ιούλιος 2023-Δεκέμβριος 2023 σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο του 2022. Αντίθετα, τα στελέχη εκτιμούν μείωση του όγκου πωλήσεων το Β’ εξάμηνο του 2023 (-1,1%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022. Η διαφορά αυτή αποδίδεται στις πληθωριστικές που επηρεάζουν αρνητικά τις καταναλωτικές συνήθειες.
Η αρνητική τάση που καταγράφηκε στην αποτίμηση της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της χώρας το 2022 διατηρείται στην παρούσα μέτρηση. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο 2023 μόλις το 19% θεωρούσε ότι η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε και η πλειοψηφία σε ποσοστό 50% ότι χειροτέρεψε (σχήμα 2), η μέτρηση αυτή είναι χειρότερη σε σχέση με την μέτρηση του Ιανουαρίου 2023, αλλά καλύτερη από τη μέτρηση του Μαρίου 2022.
Το οικονομικό κλίμα (σχήμα 3) παρουσιάζει πιο βελτιωμένη εικόνα, η οποία οφείλεται στο συνδυασμό των εκτιμήσεων των στελεχών (πωλήσεις, τιμές, οικονομικές συνθήκες). Ο δείκτης καταγράφεται στο 0,43, βελτιωμένος σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση και στα σχετικά υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί γι’ αυτή τη μελέτη.
Μεταξύ των θεμάτων που εξετάστηκαν, είναι η εκτίμηση της παρούσας οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων, αλλά και η επίδραση των ανατιμήσεων. Όπως καταγράφεται στο σχήμα 4, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε ποσοστό 56% αναμένει καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα ως προς την κερδοφορία της το 2023, ενώ 18% αναμένει χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του δείγματος, είτε δεν έχουν ακόμα σαφή εικόνα, είτε δεν αναμένουν μεταβολή. Πρακτικά 2 στις 3 επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένουν κάποια μικρή κερδοοφορία το 2023, ενώ λίγο περισσότερες από 1 στις 10 αναμένει ζημιές. Από αυτές τις επιχειρήσεις που αναμένουν κέρδη, οι 2 στις 3 εταιρείες αναμένουν κέρδη άνω του 2%, ενώ 1 στις 3 σχεδόν οριακά κέρδη κάτω από 2%.
Στο σχήμα 5 καταγράφονται οι παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τις τιμές το 2023. Σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου το κόστος ενέργειας, οι τιμές των πρώτων υλών και το κόστος μεταφορών είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες με το 100% των ερωτώμενων να αναγνωρίζουν αυτό το κόστος ότι επηρεάζει τις τιμές. Για το σύνολο των ερωτώμενων σχεδόν (97%) ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδρά αυξητικά στις τιμές των προϊόντων. Οι υπόλοιπο παράγοντες που καταγράφονται στη μελέτη επιδρούν και αυτοί αυξητικά στις τιμές σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, αλλά με μικρότερη ένταση από τους προαναφερθέντες παράγοντες. Αυτοί κατά σειρά σημαντικότητας είναι η κερδοσκοπία, οι εκλογές, οι νομοθετικές ρυθμίσεις της πολιτείας, το κόστος δανεισμού και το εργασιακό κόστος.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την μεγάλη ένταση των πληθωριστικών πιέσεων και την πολυπλοκότητα αντιμετώπισης του φαινομένου, λόγω των πολλαπλών παραγόντων που επιδρούν στις τιμές. Παρόλα αυτά η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων και της βιομηχανίας τροφίμων έχει απορροφήσει μέρος των ανατιμήσεων. Συγκεκριμένα όπως καταγράφεται στο σχήμα 6, το 98% των επιχειρήσεων έχουν απορροφήσει έστω ένα μέρος από τις ανατιμήσεις που έχουν λάβει από τους προμηθευτές τους και δεν τις έχουν μεταφέρει στους πελάτες τους. Το ποσοστό της αύξησης που έχει απορροφηθεί μεσοσταθμικά είναι 23%, δηλαδή το ¼ της αύξησης. Το 32% έχει απορροφήσει έως 10%, το 33% έχει απορροφήσει 10-25%, το 25% έχει απορροφήσει 25-50% και το 9% πάνω από 50%. Βέβαια το κατά πόσο αυτό μπορεί να συνεχιστεί αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα με βάση τα στοιχεία του σχήματος 4 για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθώς όσο δεν εμφανίζεται αποκλιμάκωση των τιμών, η απορρόφηση των ανατιμήσεων θα αποτελεί μη βιώσιμη λύση για τις εταιρείες.
Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των απόψεων των στελεχών απεικονίζουν ένα δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων (βιομηχανία και λιανεμπόριο) και μία κατάσταση η οποία είναι δύσκολο να αναστραφεί άμεσα.