Σε μία εποχή όπου η οικονομική λογική θα έπρεπε να υπαγορεύει σύνεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βάλει δασμούς με το βλέμμα τους αυτή τη φορά στα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και το ύψος των δασμών και τα ακριβή προϊόντα που θα επηρεαστούν παραμένουν ασαφή, οι αριθμοί είναι ήδη εφιαλτικοί για τη διακίνηση ευρωπαϊκού κρασιού, μπύρας και αποσταγμάτων στις ΗΠΑ.
Το 2024, η τελωνειακή αξία των εισαγωγών από την Ε.Ε. έφτασε τα 10 δισ. δολάρια. Ολόκληρη η αλυσίδα διανομής – από τον εισαγωγέα μέχρι τον μπάρμαν – αποκόμισε περιθώρια κέρδους της τάξης των 23,8 δισ. δολαρίων, με την τελική καταναλωτική δαπάνη να εκτινάσσεται στα 36,3 δισ.
Ωστόσο, σε περίπτωση επιβολής δασμού 25%, οι επιπτώσεις θα είναι ακαριαίες και βαρύτατες. Το κόστος για ένα μπουκάλι ευρωπαϊκό ουίσκι θα αυξηθεί από 26,75 δολάρια σε 31,89, ενώ το αντίστοιχο για το κρασί θα εκτοξευθεί από 14,41 σε 17,50 δολάρια. Και αν κάτι γνωρίζει καλά η αγορά, είναι πως ακόμη και μία αύξηση της τάξης του 1 δολαρίου μπορεί να ανατρέψει ισορροπίες. Πολλώ δε μάλλον αυξήσεις των 3 και 5 δολαρίων.
Το σενάριο της μείωσης των όγκων πωλήσεων κατά 50% φαντάζει πλέον όχι δραματικό, αλλά ρεαλιστικό. Οι δασμοί των 2,5 δισ. δολαρίων θα μπορούσαν να «εξαερώσουν» 9,5 δισ. σε εμπορικά περιθώρια, προκαλώντας ντόμινο απολύσεων, ακυρώσεων παραγγελιών, εξαφάνισης ετικετών από τα ράφια και ανεπανόρθωτης ζημιάς σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού.
Βεβαίως, από την άλλη πλευρά του ωκεανού, η Ουάσινγκτον προβάλλει ένα διαφορετικό επιχείρημα. Η επιβολή δασμών δεν αποτελεί απλώς μοχλό πίεσης, αλλά και εργαλείο επαναδιαπραγμάτευσης εμπορικών όρων που επί δεκαετίες θεωρήθηκαν άνισοι. Στο επιτελείο του Υπουργείου Εμπορίου, οι φωνές που στηρίζουν τη στρατηγική αυτή μιλούν για την ανάγκη προστασίας της εγχώριας παραγωγής, η οποία συχνά καλείται να ανταγωνιστεί εισαγόμενα προϊόντα με σαφώς ευνοϊκότερους όρους κόστους και ρυθμιστικού πλαισίου.
«Δεν πρόκειται για τιμωρητική πολιτική, αλλά για εξισορρόπηση του πεδίου», δηλώνουν κύκλοι της αμερικανικής διοίκησης. Άλλωστε, οι δασμοί αυτοί θα μπορούσαν να δώσουν ανάσα στην τοπική παραγωγή οινοπνευματωδών, ενισχύοντας μικρά αποστακτήρια, ανερχόμενους οινοποιούς και ζυθοποιίες που αγωνίζονται για μερίδιο στην ίδια τους την αγορά.
Η λογική αυτή δεν είναι αβάσιμη. Οι ΗΠΑ, παρά την εικόνα υπερκαταναλωτικής υπερδύναμης, αναζητούν πλέον τρόπους να ενισχύσουν την αυτάρκεια τους σε κρίσιμους τομείς — και η παραγωγή τροφίμων και ποτών δεν εξαιρείται.
Μια εύθραυστη ισορροπία
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η αγορά ποτών δεν λειτουργεί με όρους απλής προσφοράς και ζήτησης. Δεν μπορείς να «αντικαταστήσεις» το κονιάκ από το Cognac με ένα αμερικανικό brandy, ούτε το γαλλικό Chablis με ένα Chardonnay από την Καλιφόρνια. Η γαστρονομία και το κρασί δεν υπακούν στα διαγράμματα των τιμολογίων.
Η ζημιά που μπορεί να προκληθεί — όχι μόνο σε νούμερα αλλά και σε σχέσεις, συμφωνίες και επενδύσεις — δεν είναι αναστρέψιμη. Όπως λένε οι έμπειροι της αγοράς, «οι θέσεις στα ράφια χάνονται σε μια μέρα, αλλά κερδίζονται σε δεκαετίες».
Η αμερικανική στρατηγική μπορεί να έχει λογική σε επίπεδο γεωπολιτικού παιγνίου. Όμως, στο ράφι του σούπερ μάρκετ, στο τραπέζι του εστιατορίου ή στο ποτήρι ενός μπαρ, οι καταναλωτές σπάνια βλέπουν πίσω από τις ετικέτες. Και όταν ένα αγαπημένο μπουκάλι κοστίζει 5 δολάρια περισσότερο, απλώς δεν το αγοράζουν.