Στο πλαίσιο πρωτοβουλιών που αναδεικνύουν την παρουσία προϊόντων της Ελλάδος στο Εξωτερικό, η Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώμη, μέσω του Γραφείου ΟΕΥ αυτής, διοργάνωσε, στις 3 Ιουνίου 2014, στην πρεσβευτική κατοικία, εκδήλωση οινογνωσίας με τίτλο «Στιγμές Οινικής Παράδοσης».
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, στην οποία μετείχε εξειδικευμένο με τον τομέα ιταλικό κοινό, παρουσιάσθηκαν 25 ετικέτες ελληνικών κρασιών (αφρώδη, λευκά, ροζέ, κόκκινα, επιδόρπια).
Η ανταπόκριση των Ιταλών ειδικών στο χώρο του οίνου (sommeliers, ιδιοκτήτες καταστημάτων πώλησης οίνων, εξειδικευμένοι με το αντικείμενο δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι αγορών μεγάλων ξενοδοχείων και εστιατορίων) υπήρξε ιδιαίτερα θετική. Συνολικά προσήλθαν περί τα 90 άτομα.
Επισημάνθηκε, επίσης, το γεγονός ότι οι επιλεγείσες ποικιλίες καλλιεργούνται μόνο στη χώρα μας, με αποτέλεσμα οι γεύσεις των κρασιών που προσφέρθηκαν να είναι σαφώς διακριτές σε σχέση με ιταλικούς οίνους. Στη διάρκεια της εκδήλωσης τονίστηκε η αλματώδης ανάπτυξη του κλάδου της οινοποιίας και της παραγωγής οίνων υψηλής ποιότητας στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια.
Συνεργείο του τηλεοπτικού δικτύου Rai 2 κάλυψε εκτεταμένα την εκδήλωση, η οποία θα προβληθεί στην τηλεοπτική εκπομπή «Eat Parade».
Οι οίνοι προσφέρθηκαν από την εταιρεία Ellenikà Srl, η οποία ανήκει στον κ. Κ. Λινάρδο, ομογενή της κοινότητας Ρώμης.
Η πορεία του κλάδου της οινοποιίας στην Ιταλία κινείται με ρυθμούς που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως και εντυπωσιακοί, δεδομένης μάλιστα της κρίσης στην οποία βρίσκεται η ιταλική οικονομία.
Συγκεκριμένα, στο χρονικό διάστημα 2008 - έτος έναρξης της οικονομικής κρίσης - μέχρι και το 2013, ο κύκλος εργασιών των εταιρειών του εν λόγω κλάδου αυξήθηκε σωρευτικά κατά 24,9%. Ως εικός, οι συνεχείς αυξήσεις του κύκλου εργασιών αποτελούν στοιχείο εγγύησης της εργασιακής σταθερότητας και της ενδυνάμωσης του κλάδου.
Ο αυξημένος κύκλος εργασιών οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στις εξαγωγές, οι οποίες καταγράφουν μια μέση αύξηση, για το διάστημα 2008-2013, της τάξεως του 6,78%. Συγκεκριμένα, για το 2013, εκτιμάται ότι η αύξηση του κύκλου εργασιών (+4,75%), προήλθε κατά 1,8% από την εγχώρια αγορά και κατά 7,7% από τις διεθνείς πωλήσεις, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης στο σύνολο του κλάδου των τροφίμων και ποτών ήταν +0,3%. Αξίζει να συγκρατηθεί, ότι τη μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών, για το 2013, κατέγραψε ο τομέας των αφρωδών οίνων, με ρυθμούς μεγαλύτερους του 10%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου (OIV), η παραγωγή της Ιταλίας, για το 2013, ανήλθε σε περίπου 44,9 εκ. εκατόλιτρα κρασιού έναντι των 43,8 εκ. εκατόλιτρων του 2012 (στην Ελλάδα η παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 3.700 εκατόλιτρα ετησίως), κατατάσσοντας την Ιταλία την πρώτη παραγωγό δύναμη παγκοσμίως. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το ήμισυ της ιταλικής παραγωγής κατευθύνεται στο εξωτερικό και δη στις αγορές της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιταλικής Στατιστικής Υπηρεσίας (Istat), το 2012, η μέση μηνιαία οικογενειακή δαπάνη για αγορά οίνου ανήλθε στα 12 ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 2,5% του συνόλου της μηνιαίας οικογενειακής δαπάνης για τρόφιμα και ποτά και με μέση ετήσια κατανάλωση της τάξεως των 37 λίτρων.
Παρά ορισμένες σοβαρές κατά καιρούς προσπάθειες, οι ελληνικοί οίνοι παραμένουν εν πολλοίς άγνωστοι στην Ιταλία, τη στιγμή που η άνοδος της ποιότητάς τους τα τελευταία χρόνια, η θετική, γενική εικόνα της χώρας μας στο ιταλικό κοινό, ο μεγάλος αριθμός ιταλών τουριστών, που έχουν εξοικειωθεί με τον ελληνικό οίνο, θα μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητικό υπόβαθρο για ένα ποιοτικό άλμα στις εξαγωγές ελληνικών κρασιών στην Ιταλία.
Αν και η ιταλική αγορά είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, υπάρχουν, παρόλα αυτά, περιθώρια διείσδυσης για το ελληνικό κρασί, καθώς το μερίδιο των ελληνικών οίνων σε σχέση με τις συνολικές εισαγωγές της Ιταλίας είναι αρκετά χαμηλό (περίπου 0,46%), ενώ ενδεικτικό είναι ότι χώρες, οι οποίες δε θεωρούνται εφάμιλλες της Ελλάδας στο συγκεκριμένο προϊόν, όπως η Γερμανία, εξάγουν διπλάσιες ποσότητες στην Ιταλία.
Δεδομένης, βεβαίως, της μικρής, κατά κανόνα, παραγωγής των ελλήνων οινοποιών, αρχική τουλάχιστον στόχευση ελληνικών οίνων θα μπορούσε να αφορά ένα λιγότερο μαζικό και περισσότερο εκλεκτικό κοινό, μέσω της διάθεσής τους σε προσεκτικά επιλεγμένες κάβες, εστιατόρια και καταστήματα delicatessen. Η επιτυχής πρώτη γνωριμία με το ιταλικό κοινό, κάτι που άλλωστε ήταν μεταξύ των στόχων και της συγκεκριμένης εκδήλωσης, θα θέσει τα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας πιο σταθερής σχέσης με την ιταλική αγορά και, γιατί όχι, μιας πιο εκτεταμένης διείσδυσης, στο μέλλον.