«Παρά τις φήμες, τις προβλέψεις, τα σενάρια και την παραφιλολογία, οι επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Βρετανία έχουν επιδείξει ως τώρα αξιοσημείωτη ψυχραιμία» υπογραμμίζει η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη,σε δηλώσεις της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με τις επιπτώσεις του Brexit στις ελληνικές εξαγωγές.
Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί παραδοσιακό εμπορικό εταίρο της Ελλάδας κι ως εκ τούτου η προοπτική του Brexit επηρεάζει και προβληματίζει εκατοντάδες εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις, αναφέρει η κ. Σακελλαρίδη. «Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν μιλάμε για την 7η καλύτερη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα και τον 14ο μεγαλύτερο εξαγωγέα προς την Ελλάδα με ετήσιες εμπορικές συναλλαγές (εισαγωγές/εξαγωγές) που ξεπερνούν τα 2,2 δισ. ευρώ» σημειώνει η ίδια και συμπληρώνει ότι το 2016 έκλεισε με οριακή υποχώρηση της τάξης του 0,6% στις ελληνικές εξαγωγές προς τη Μ. Βρετανία που διαμορφώθηκαν στο 1,06 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στη δεύτερη καλύτερη επίδοση της πενταετίας (πίσω μόνο από το 1,07 δισ. ευρώ του 2015).
Σωρευτικά μεταξύ 2012 και 2016 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη βρετανική αγορά αυξήθηκαν κατά μέσο όρο με ρυθμούς της τάξης του 5,7%, προσεγγίζοντας έτσι σχεδόν την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου.
Κι αυτό, όπως εξηγεί η κυρία Σακελλαρίδη, γιατί οι εισαγωγές βρετανικών προϊόντων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν πέρυσι στο 1,16 δισ. ευρώ, ή 2,5% χαμηλότερα από ότι το 2015.
Αν μάλιστα συνυπολογιστεί το γεγονός ότι μεταξύ των προϊόντων που εμπορεύονται ανάμεσα στις δύο χώρες περιλαμβάνεται το πετρέλαιο (που εισάγεται στην Ελλάδα) και τα προϊόντα πετρελαίου (που εξάγονται από τη χώρα μας προς τη Μ. Βρετανία), τα οποία και δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις κατά την περυσινή χρονιά, μία περαιτέρω ενίσχυση του διμερούς εμπορίου θα ήταν εμφανής.
Πέρα από τα πετρελαιοειδή, η Ελλάδα εξάγει προς την Μ. Βρετανία κυρίως φάρμακα, τυριά, χάλκινους σωλήνες, γιαούρτι, ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, σταφύλια, ελιές, φρούτα και τσιμέντο. Στον αντίποδα η χώρα μας εισάγει αυτοκίνητα, φάρμακα, ουίσκι, πετρελαιοειδή, ελαστικά και βιβλία.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη: «Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου δεν περιορίζονται στα περίπου 2,5 δισ. ετησίως του διμερούς εμπορίου, αλλά επεκτείνονται σε πολλούς τομείς: την ναυτιλία, τον τουρισμό, τα χρηματοοικονομικά, ακόμη και την εκπαίδευση.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η λύση της εξίσωσης για το BREXIT αποκτά ακόμη περισσότερους αγνώστους Χ και μεταβλητές. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί για την μελλοντική ισοτιμία ευρώ-λίρας ή ποιος μπορεί να προβλέψει το ύψος ενδεχόμενων δασμών στις συναλλαγές με κράτη-μέλη (αν θα υπάρξουν) ή ακόμα και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που θα υιοθετήσουν τα βρετανικά Τελωνεία.
Η αλήθεια είναι ότι το BREXIT στέλνει μεικτά μηνύματα προς την ευρωπαϊκή κοινότητα και οικογένεια, αποτελώντας μία ακόμη αφορμή για το άνοιγμα της συζήτησης περί Ευρώπης πολλών ταχυτήτων.
Εξίσου αρνητικές είναι και οι συνέπειες όμως αν με αφορμή το BREXIT αναπτυχθεί στρεβλή επιχειρηματολογία για την χρησιμότητα των εμποδίων στο διεθνές εμπόριο.
Ας ελπίσουμε οι πολιτικές δυνάμεις και οι γραφειοκρατικές δομές να επιδείξουν αντίστοιχη ψυχραιμία και νηφαλιότητα, με αυτή που επιδεικνύουν ως σήμερα οι εκφραστές της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή οι επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην Ελλάδα, όπου η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον κανόνα για πολλά χρόνια, δεν πρέπει να υποτιμούμε πλέον τη σημασία του business as usual, για την επιχειρηματικότητα, αλλά και την ομαλή πορεία της οικονομίας συνολικά».