Η πανδημία και η συνεπαγόμενη κατακόρυφη μείωση των εισπράξεων από τον τουρισμό μας υπενθυμίζει πως οι οικονομίες που βασίστηκαν σε «μονοκαλλιέργειες» είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε οικονομικές κρίσεις.
Η πανδημία και η συνεπαγόμενη κατακόρυφη μείωση των εισπράξεων από τον τουρισμό μας υπενθυμίζει πως οι οικονομίες που βασίστηκαν σε «μονοκαλλιέργειες» είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε οικονομικές κρίσεις.
Η ελληνική οικονομία, λόγω της σημασίας του τουρισμού και των μεταφορών, παρουσιάζει, σε σχέση με παρόμοιες οικονομίες, πολύ μεγαλύτερες εξαγωγές υπηρεσιών ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Παραδοσιακά, το πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο υπηρεσιών αντιστάθμιζε το σημαντικό μας έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών. Σήμερα λόγω της επίδρασης της πανδημικής κρίσης στον τουρισμό, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών της χώρας μας έχει μειωθεί δραματικά.
Παρά όμως την αρνητική αυτή συγκυρία υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας.
Η πανδημία έρχεται μία δεκαετία μετά την έναρξη της κρίσης χρέους της χώρας, στη διάρκεια της οποίας δόθηκε βάρος στην τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας. Παρόλο που η προσπάθεια αυτή δεν έφερε ίσως το επιθυμητό αποτέλεσμα, το χάσμα ανάμεσα στις εξαγωγές υπηρεσιών και στις εξαγωγές αγαθών είναι σήμερα αισθητά μικρότερο όπως φαίνεται από τον λόγο εξαγωγών αγαθών ως προς τις εξαγωγές υπηρεσιών, ο οποίος έχει ανέβει από 0,8 το 2009 στο 1,2 το 2019. Αυτό σημαίνει πως, αν η πανδημία είχε έρθει 10 χρόνια νωρίτερα, η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν σε πραγματικούς όρους κατά 2,4%, εξισορροπώντας σε κάποιο βαθμό την αρνητική επίδραση του τουρισμού στο εξωτερικό έλλειμμα.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με αύξηση των εξαγωγών προϊόντων, η ζήτηση των οποίων δεν εξαρτάται σημαντικά από μια μεταβολή του εισοδήματος, όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα. Τα «καλά νέα» λοιπόν είναι πως ένα σημαντικό μέρος των αγαθών που εξάγει η χώρα μας έχει χαρακτηριστικά που λειτουργούν σαν ασπίδα σε μια παγκόσμια πτώση του ΑΕΠ, όπως στην πανδημική κρίση.
Παράλληλα, όμως, τα «κακά» νέα είναι πως όταν το ΑΕΠ ανεβαίνει σε περιόδους οικονομικής άνθησης, η ζήτηση για αυτά τα αγαθά δεν ευνοείται. Κατά συνέπεια, για να αυξηθούν περαιτέρω και σε βάθος χρόνου οι ελληνικές εξαγωγές απαιτείται η διείσδυση σε νέες αγορές του εξωτερικού.
Πράγματι, η άνοδος στην εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας μας την τελευταία δεκαετία συνδέεται με σημαντική αύξηση του αριθμού των εξαγωγικών προορισμών. Ομως, η διείσδυση σε μια νέα εξαγωγική αγορά συνεπάγεται ένα «κόστος εισόδου» που πρέπει να καταβληθεί προκαταβολικά από τις επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως οι μεγάλες (κορυφαίες 100) ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που μπορούν να καλύψουν αυτό το κόστος εξάγουν κατά μέσον όρο σε 27 προορισμούς, ενώ οι υπόλοιπες που αποτελούν το 99,5% των εξαγωγικών επιχειρήσεων εξάγουν κατά μέσον όρο σε 3 προορισμούς.
Η εικόνα αυτή αναδεικνύει τη σημασία μιας διττής κρατικής παρέμβασης.
Πρώτον, είναι απαραίτητη η στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων μέσα από την πληροφόρηση για νέες αγορές και τις δραστηριότητες προώθησης των ελληνικών προϊόντων σε αυτές. Δεύτερον, είναι σημαντική η δημιουργία οικονομιών κλίμακας στην εξαγωγική διαδικασία είτε μέσα από τη δημιουργία διεπιχειρηματικών δικτύων (clustering), είτε μέσω μιας εξαγωγικής αλυσίδας στην οποία θα έχουν στρατηγικό ρόλο οι μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις σε στενή παραγωγική συνεργασία με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.