Ρεκόρ για τις εξαγωγές ελληνικών τροφίμων στη Γερμανία
Ρεκόρ για τις εξαγωγές ελληνικών τροφίμων στη Γερμανία

Στα επίπεδα ρεκόρ των 845,62 εκατ. ευρώ ανήλθαν πέρυσι οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων στη Γερμανία, οι οποίες την τελευταία δεκαετία εμφανίζουν ανοδική τάση. Ειδικότερα πέρυσι, λόγω και της πανδημίας, οι εξαγωγές μας ευνοήθηκαν και κατάφεραν να αυξηθούν σε ποσοστό 9,6% συγκριτικά με το 2019. Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα, οι τρεις βασικές κατηγορίες που εξήχθησαν στη Γερμανία ήταν γαλακτοκομικά, παρασκευάσματα φρούτων & λαχανικών και φρούτα.

Ποια προϊόντα ενισχύθηκαν και ποια υποχώρησαν 

Πιο αναλυτικά, το 2020 η μεγαλύτερη αύξηση στις εξαγωγές από την Ελλάδα προς τη Γερμανία κταγράφηκε στα φρούτα, έλαια, γαλακτοκομικά, λαχανικά και στα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών. Αντίθετα, μείωση ποσοστού 7,6% σημειώθηκε στα αλκοολούχα (69,942 εκατ. από 75,767 εκατ. το 2019), γεγονός που οφείλεται στη μη λειτουργία των εστιατορίων το μεγαλύτερο μέρος του έτους εξαιτίας της πανδημίας. Τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψαν οι εξαγωγές οίνου (19,567 εκατ. από 27,467 εκατ. το 2019), ενώ αύξηση σημειώθηκε στα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά (38,514 εκατ. από 35,78 εκατ. το 2019). 

Αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς  

Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό, ότι, εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης παρατηρήθηκε ήδη από την περασμένη άνοιξη μια αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των Γερμανών. Συγκεκριμένα, στράφηκαν σε υγιεινότερες επιλογές και κυρίως σε φρούτα, ενώ άνοδο άρχισε να σημειώνει και η ζήτηση βιολογικών προϊόντων, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί και στο μέλλον.

Σοβαρές προσπάθειες 

Σύμφωνα με σχετικό report του γραφείο ΟΕΥ (γραφείο οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων) της ελληνικής πρεσβείας στο Ντύσσελντορφ, τα τελευταία 20-30 χρόνια έγιναν σοβαρές προσπάθειες από πολλούς Ελληνες παραγωγούς τροφίμων και οινοπαραγωγούς προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων γαστρονομίας. Οι Ελληνες παραγωγοί επένδυσαν στον εκσυγχρονισμό των μονάδων τους, έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα του προϊόντος τους αλλά και στη συσκευασία, με αποτέλεσμα τα ελληνικά προϊόντα να μπορούν να ανταγωνιστούν τα προϊόντα των χωρών, που είναι εδώ και χρόνια brand name ως χώρες στον συγκεκριμένο τομέα.

Αγορές με έντονο το ελληνικό στοιχείο 

Οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται σε χώρες με έντονο το ελληνικό στοιχείο (Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία). Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εισαγωγείς είναι ομογενείς χονδρέμποροι και ο μεγαλύτερος όγκος του προϊόντος αγοράζεται από τους ομογενείς των χωρών αυτών, καθώς και από τα εκεί ελληνικά εστιατόρια. 

Τα προβλήματα 

Ενδεικτικά, κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά προϊόντα στη γερμανική αγορά είναι τα ακόλουθα: 

  • Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, το επίπεδο των ελληνικών εστιατορίων παραμένει πολύ χαμηλό σε σύγκριση με την ανταγωνίστρια Ιταλία, τόσο ως προς το μενού, όσο και προς άλλους παράγοντες (όπως είναι π.χ. το στήσιμο, η διακόσμηση και η ατμόσφαιρα) και δεν βοηθάει στην προώθηση των ποιοτικών ελληνικών τροφίμων και ποτών. 
  • Στα περισσότερα τουριστικά μέρη της Ελλάδας δεν έχει γίνει εκτενώς πιστοποίηση εστιατορίων, κάτι που θα οδηγούσε και στην εκ των πραγμάτων αναβάθμιση του μενού και της κάβας τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η επαφή του μέσου Γερμανού τουρίστα με την ελληνική κουζίνα και τον ελληνικό οίνο να μην αφήνει τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις. 
  • Για να μπορέσει να διατεθεί ένα προϊόν σε υψηλότερη τιμή, θα πρέπει αυτή να δικαιολογείται πλήρως από την ποιότητά του, δεδομένου και του πολύ μεγάλου ανταγωνισμού που έχουν οι ελληνικοί οίνοι σε μια τόσο ανοιχτή αγορά όσο η γερμανική, όπου στα εισαγόμενα κρασιά κυριαρχούν χώρες με πολύ ισχυρό brand name (Ιταλία και Γαλλία). 
  • Eλλειψη εξαγωγικής στρατηγικής και marketing αποτελούν χρόνια προβλήματα των ελληνικών εξαγωγών. Σε αγορές με πολύ μεγάλο αριθμό προϊόντων και έντονο ανταγωνισμό, όπως η γερμανική, είναι απαραίτητη η ύπαρξη στρατηγικής εκ μέρους του εξαγωγέα. Οι εταιρείες που διαθέτουν ειδικευμένους διευθυντές εξαγωγών έχουν πολύ καλύτερες εξαγωγικές επιδόσεις από όσες δεν έχουν. Επίσης, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού χρειάζεται σαφής στρατηγική marketing, ώστε να πειστούν οι Γερμανοί εισαγωγείς για την πιθανότητα επιτυχίας του προϊόντος σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά. 
  • Οι παραγόμενες ποσότητες είναι μικρές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλυφθεί η ζήτηση από μεγάλες αλυσίδες γερμανικών super markets.

Προτάσεις για την περαιτέρω άνοδο των εξαγωγών 

Η πρεσβεία κατέθεσε ορισμένες προτάσεις για την περαιτέρω άνοδο των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων και ποτών στη Γερμανία, μεταξύ των οποίων είναι οι εξής: 

  • Πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ, λόγω της στροφής του μέσου Γερμανού καταναλωτή σε ποιοτικότερα προϊόντα, στροφή η οποία επιταχύνθηκε τους τελευταίους μήνες λόγω της τρέχουσας κρίσης. Η αναγραφή στη συσκευασία των σημάτων πιστοποίησης έχει αποδειχθεί ότι ελκύει το ενδιαφέρον των καταναλωτών, καθώς λειτουργεί ως απόδειξη ποιότητας. 
  • Το ίδιο ισχύει για τα βιολογικά προϊόντα, η ζήτηση των οποίων γνωρίζει άνοδο, τάση που προβλέπεται να συνεχιστεί. Επίσης, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ενδιαφέρον για γηγενή προϊόντα (π.χ. παλιές ποικιλίες ντομάτας, άγρια κεράσια κλπ), που είναι ακόμα μικρό, αλλά θα αυξηθεί μελλοντικά. Ίσως θα άξιζε να δοθεί κάποια προσοχή και σε αυτά 
  • Είναι απαραίτητη η πιστοποίηση των ελληνικών εστιατορίων της Γερμανίας, αλλά και του συνόλου των εστιατορίων στους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς, όπως έχει ήδη κάνει η πρωτοπόρος στον εν λόγω τομέα Ιταλία. 
  • Τα ελληνικά τρόφιμα και οι οίνοι θα πρέπει να έχουν σταθερή ποιότητα, προκειμένου να μη χαθεί το στοιχείο της σταθερότητας και εμπιστοσύνης, το οποίο στην περίπτωση των Γερμανών καταναλωτών είναι μεγίστης σημασίας. 
  • Πρέπει να υπάρχει ευελιξία των εταιρειών ως προς τη συσκευασία και το μέγεθος του προϊόντος τους. Πολλοί εισαγωγείς για δικούς τους λόγους marketing προτιμούν διαφορετικές συσκευασίες από αυτές που επιλέγει ο παραγωγός. Επίσης, καθώς η καταναλωτική συμπεριφορά των Γερμανών είναι διαφορετική από την ελληνική, θα πρέπει και οι Ελληνες παραγωγοί να είναι ευέλικτοι στο συγκεκριμένο θέμα. Π.χ. υπάρχουν προϊόντα που στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν σε μεγάλες συσκευασίες, λόγω συγκεκριμένων καταναλωτικών συνηθειών στην Ελλάδα, που όμως δεν είναι δυνατό να πωληθούν ως έχουν στη Γερμανία εξαιτίας της διαφοράς των καταναλωτικών συνηθειών στη χώρα. Θα πρέπει οι Έλληνες παραγωγοί να προσαρμόζονται εύκολα σε παρόμοια αιτήματα των εισαγωγέων δείχνοντας την απαραίτητη ευελιξία. 
  • Οι εταιρείες, που δε διαθέτουν μεγάλες ποσότητες, θα ήταν προτιμότερο να μην επιμένουν να απευθύνονται σε αλυσίδες Supermarkets, καθώς δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Καλύτερο θα ήταν να προτιμήσουν τα όλο και περισσότερα delicatessen, στα οποία, λόγω και της στροφής των Γερμανών καταναλωτών σε ποιοτικότερα και υγιεινότερα προϊόντα, θα έχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες προβολής. 
  • Οίνος: Θα ήταν προτιμότερο οι Ελληνες εξαγωγείς, που διαθέτουν ποιοτικό προϊόν, να κατευθυνθούν προς προμηθευτές/χονδρεμπόρους στη Γερμανία, οι οποίοι προμηθεύουν ήδη κάβες, όπου είναι σύνηθες να διακινείται ακριβότερος και ποιοτικότερος οίνος από αυτόν που πωλείται στα supermarkets. Οπως είναι γνωστό, οι πελάτες μιας κάβας είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ακριβότερη τιμή, αρκεί η ποιότητα να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. 

Η διεύρυνση της πώλησης ελληνικών τροφίμων και ποτών μέσω ίντερνετ (e-commerce), που ήδη γίνεται από αρκετούς εισαγωγείς, θα συμβάλει επίσης στην ευκολότερη πρόσβαση του μέσου καταναλωτή στο ελληνικό προϊόν.  

 

 

ΠΗΓΗ

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις