Ειδικότερα, η πράσινη ενέργεια από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, μαζί με τη δύναμη των υδροηλεκτρικών, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας με ποσοστό 49,13%.
Κάποιες μικρές ενδείξεις υπήρχαν ήδη από το προηγούμενο έτος, όταν στις 8 Ιουνίου 2020 δεν καταναλώθηκε ούτε μία κιλοβατώρα που παρήχθη από καύση λιγνίτη, μετά από 70 χρόνια κυριαρχίας του «κάρβουνου» στην ελληνική παραγωγή ρεύματος της Ελλάδος. Είχε προηγηθεί μια μέρα δίχως λιγνίτη στη μεγαλύτερη ενεργειακή Περιφέρεια της χώρας, τη Δυτική Μακεδονία στις 20 Μαΐου του 2020. Λίγους μήνες αργότερα, στις 14 Σεπτεμβρίου 2020 οι Α.Π.Ε. (αιολικά και φωτοβολταϊκά) κάλυψαν το 51 % της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, και μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά το 57% της ημερήσιας ζήτησης ρεύματος.
Η εντυπωσιακή αλλαγή στο σκηνικό της ηλεκτροπαραγωγής διαφαίνεται καθαρά από τις διαφορές του πρώτου τριμήνου του 2021, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων του ΑΔΜΗΕ που έκανε η περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψη «The GreenTank», η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη εμφανίζεται μειωμένη κατά 22%, από φυσικό αέριο κατά 4%, ενώ μείωση καταγράφεται και στις καθαρές εισαγωγές κατά 71%. Αντιστοίχως, η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ ήταν τους πρώτους τρεις μήνες του 2021 αυξημένη κατά 22% και από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά κατά 249%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020.
«Τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ δείχνουν καθαρά ότι οι ΑΠΕ καλύπτουν με επιτυχία τη ραγδαία πτώση του λιγνίτη χωρίς να απαιτείται αύξηση της συνεισφοράς του ορυκτού αερίου και μάλιστα με παράλληλη δραστική μείωση των καθαρών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας» σημειώνει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο αναλυτής πολιτικής και συνιδρυτής του GreenTank κ. Νίκος Μάντζαρης. Και προσθέτει: «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έχει έρθει η ώρα να αναθεωρηθεί το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα – ΕΣΕΚ – και να επανεξεταστούν τα σχέδια για επτά νέες μονάδες ορυκτού αερίου, υπό το πρίσμα και του νέου πανευρωπαϊκού κλιματικού στόχου για το 2030».
Όπως δείχνουν τα δεδομένα, η πράσινη ενέργεια θα μπορούσε να στηρίξει το ενεργειακό σύστημα της χώρας, με παράλληλη ενίσχυση υποδομών αποθήκευσης ενέργειας ως αντίβαρο στη μεταβλητότητα των Α.Π.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, από το 2019 έχει δεχθεί συνολικά 98 αιτήσεις για τεχνολογίες αποθήκευσης (μπαταρίες, αντλησιοταμίευση και υβριδικά), συνολικής ισχύος 8.213 MW (μεγαβάτ), που μαζί με το έργο της αντλησιοταμιευτικής μονάδας στην Αμφιλοχία της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ανέρχονται σε 8.893 MW, όπως ανέφερε σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) ο πρόεδρος της Αρχής κ. Αθανάσιος Δαγούμας. Μάλιστα, η εταιρεία έλαβε την Τελική Επενδυτική Απόφαση και η κατασκευή του έργου σχεδιάζεται να ξεκινήσει τον ερχόμενο Οκτώβριο ώστε να λειτουργήσει το 2025.
Η ΡΑΕ, έως σήμερα, έχει εγκρίνει για έργα αποθήκευσης συνολικά 65 άδειες, συνολικής ισχύος 4,4 GW (γιγαβάτ), ενώ εκκρεμούν προς έγκριση 34 άδειες 4,5 GW. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή θα πρέπει να προχωρήσει σε ξεσκαρτάρισμα των έργων, όπως συμβαίνει και με την υπερπληθώρα αιτήσεων για νέα έργα ΑΠΕ καθώς το ενεργειακό σύστημα δεν τους χωράει όλους.
Μηδενικές καθαρές εισαγωγές ενέργειας
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα 19 Απριλίου – 25 Απριλίου, οπότε καταγράφηκε ένα σπάνιο «φαινόμενο» με μηδενικές καθαρές εισαγωγές ενέργειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ενεργειακή ανάλυση του ΙΕΝΕ, οι υψηλές τιμές στις ξένες αγορές ηλεκτρισμού που συνεχίστηκαν, ακολουθώντας την αύξηση των διεθνών τιμών, τόσο του φυσικού αερίου όσο και των ρύπων, πίεσαν το ελληνικό σύστημα καθώς αυξήθηκαν οι εξαγωγικές ροές.
Ωστόσο, η πίεση μετριάστηκε αφενός λόγω της μικρής υποχώρησης της ζήτησης και αφετέρου εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής των υδροηλεκτρικών και των μονάδων Α.Π.Ε., έτσι περιορίστηκαν οι εισαγωγές. Ειδικότερα, οι συνολικές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα την προηγούμενη εβδομάδα ανήλθαν σε 119,555 MWh. Αντιστοίχως, οι συνολικές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας την προηγούμενη εβδομάδα ανήλθαν σε 122,865 MWh.
Όσο για το μείγμα καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή, οι μονάδες Α.Π.Ε. «είδαν» τη συνεισφορά τους στο 34% και οι υδροηλεκτρικές μονάδες στο 6%. Όσο για τις μονάδες φυσικού αερίου κάλυψαν το 51% της ζήτησης, η λιγνιτική παραγωγή το 9% ενώ οι καθαρές εισαγωγές ήταν μηδενικές.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος (ot.gr)
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις