Η δημοσιονομική κρίση και οι πολιτικές που επιστρατεύτηκαν για την αντιμετώπισή της επέφεραν μια δραματική κρίση αποεπένδυσης στην ελληνική οικονομία. Οι προσπάθειες του Υπουργείου Οικονομίας επικεντρώνονται σε μια στρατηγική για την προσέλκυση νέων επενδυτικών πόρων και προπάντων για τη συντονισμένη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, ώστε να παραχθούν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία και να τεθούν οι βάσεις για ένα βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο. Σε αυτό το πλαίσιο, διαπραγματευόμαστε με διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τη δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων που να δίνουν ευκαιρίες σε μια δυναμική, εξωστρεφή και κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα.
Μέχρι το τέλος του 2016, θα έχουν ενεργοποιηθεί τρία κρίσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία που απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας: (1) το Ταμείο Συμμετοχών, (2) το νέο Ταμείο Επιχειρηματικότητας, (3) το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον». Μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2017 θα ενεργοποιηθούν άλλα δύο εργαλεία: (1) το νέο Ταμείο Υποδομών, καθώς και (2) το νέο Ταμείο Μικροπιστώσεων.
Προχωρούμε λοιπόν άμεσα στη δημιουργία ενός αναπτυξιακού Ταμείου Συμμετοχών (FundofFunds), τη διαχείριση του οποίου θα αναλάβει το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF). Η επενδυτική πλατφόρμα του Ταμείου Συμμετοχών θα ξεκινήσει τη λειτουργία της με κεφάλαια 200 εκατ. € από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, 60 εκατ. € από το EIF, καθώς και επιπλέον κεφάλαια από διεθνή πιστωτικά ιδρύματα και ιδιώτες επενδυτές. Από τα επιμέρους υποταμεία, που θα συσταθούν, θα μπορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αντλούν χρηματοδότηση με τη μορφή σύγχρονων εργαλείων και συγκεκριμένα με τη μορφή της συμμετοχής στη μετοχική τους σύνθεση (equitycapital, venturecapital).Θα παρέχονται ακόμη συμβουλευτικές υπηρεσίες για επιχειρήσεις που βρίσκονται σε οποιοδήποτε επίπεδο ανάπτυξης: είτε στο αρχικό στάδιο είτε σε φάση μεγέθυνσης ή ανάπτυξης. Το Ταμείο θα απευθύνεται καταρχήν σε κάθε είδους επιχειρήσεις, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στους στρατηγικούς τομείς προτεραιότητας της ελληνικής οικονομίας και προπάντων στον τομέα των νέων τεχνολογιών και της έρευνας.
Ουσιαστική εμπλοκή στην επενδυτική πλατφόρμα θα έχει ο νέος δημόσιος αναπτυξιακός φορέας, που θα προκύψει από τη συνένωση και αναβάθμιση των ΕΤΕΑΝ και ΤΑΝΕΟ. Κατά το πρότυπο των αντίστοιχων φορέων στις χώρες της ΕΕ, ο εθνικός φορέας θα αναλάβει σταδιακά τη συνολική διαχείριση των πρωτοβουλιών του Δημοσίου για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το νέο Ταμείο Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) θα αφορά δανειακά προϊόντα και προϊόντα εγγυοδοσίας. Θα διατεθούν πόροι 400 εκατ. € από το ΕΣΠΑ, που με τη συμμετοχή των τραπεζών θα ανέλθουν στο 1 δισ. €. Μέσα από το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» θα διατεθούν – με τη μορφή επιχορηγήσεων, καθώς και με τη μορφή της συγχρηματοδότησης – κοντά στα 300 εκατ. € από το ΕΣΠΑ και θα κινητοποιηθούν συνολικά, με τη μόχλευση που θα επιτευχθεί, κοντά στα 500 εκατ. € για την πραγματική οικονομία.
Σημαντική ώθηση στην οικονομία αναμένεται να δώσουν και τα δύο εργαλεία που θα ενεργοποιηθούν τους πρώτους μήνες του 2017. Το νέο Ταμείο Υποδομών, διάδοχο σχήμα του ταμείου JESSICA, θα στοχεύει – προκειμένου να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος – σε συγκεκριμένες κατηγορίες υποδομών, όπως η ενεργειακή εξοικονόμηση σε δημόσια κτίρια και η ανάπτυξη τουριστικών υποδομών. Το δε Ταμείο Μικροπιστώσεων θα δώσει βάρος στη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φυσικών προσώπων, καθώς και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, η οποία μπορεί να αποτελέσει έναν δυναμικό κλάδο της οικονομίας, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παράλληλα με την προώθηση χρηματοδοτικών εργαλείων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, έχουμε ξεκινήσει την αξιοποίηση του Σχεδίου Γιούνκερ, που αφορά μεγαλύτερες επενδύσεις. Για την εκκίνηση του Σχεδίου ήταν καταρχήν απαραίτητη η ριζική και προσεκτική επανεξέταση του καταλόγου έργων, που είχε καταρτίσει η προηγούμενη κυβέρνηση, καθώς αυτός ήταν ιδιαίτερα προβληματικός τόσο ως προς την ωριμότητα όσο και ως προς την επιλεξιμότητα των προτεινόμενων έργων βάσει του σχετικού κανονισμού. Η αξιοποίηση του πακέτου προχωρεί πλέον κανονικά με την Ελλάδα να είναι έκτη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, και πρώτη μετά τις πέντε μεγάλες οικονομίες της Ένωσης, σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των πόρων. Έχουν ήδη υπογραφεί συμφωνίες ύψους 645 εκατ. €. Μοχλεύονται με αυτό τον τρόπο 1,4 δισ. ευρώ ιδιωτικών πόρων στην πραγματική οικονομία. Στο αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται η ολοκλήρωση ακόμη περισσότερων συμφωνιών.
Η καλή συνεργασία μας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) εκτείνεται όμως πέρα από το Σχέδιο Γιούνκερ. Μέσω απευθείας δανεισμού από την ΕΤΕπ έχουν διασφαλιστεί 1,4 δισ. €, τα οποία, σε συνδυασμό με πόρους του ΕΣΠΑ, θα χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση τριών σημαντικών έργων. Τα έργα αυτά είναι (α) η νέα γραμμή 4 του Μετρό της Αθήνας, (β) η ενεργειακή διασύνδεση Κρήτης-Πελοποννήσου μέσω υποβρύχιου καλωδίου, (γ) η επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου σε περιοχές της Βόρειας και της Στερεάς Ελλάδας.
Στη χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ (180 εκατ. €), καθώς και σε εθνικούς πόρους που διασφαλίσαμε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (60 εκατ. €), θα στηριχθεί και το υπό σύσταση Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Η ενίσχυση της έρευνας είναι κρίσιμη για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου που επιδιώκουμε: για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία έντασης γνώσης, που να επενδύει στην τεχνολογική καινοτομία και στο επιστημονικό δυναμικό της χώρας.
Παράλληλα με τις παραπάνω πρωτοβουλίες, θα πρέπει να υπογραμμιστούν τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις που παρέχει ο νέος αναπτυξιακός νόμος (ο οποίος για πρώτη φορά συνδυάζει ενισχύσεις με φορολογικά κίνητρα) καθώς και η άμεση προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Σε προχωρημένο στάδιο βρίσκονται 11 τέτοιες επενδύσεις (συνολικού ύψους 1,1 δισ. €), σε τομείς στρατηγικής σημασίας, οι οποίες καταδεικνύουν την εμπιστοσύνη που αρχίζουν πλέον να δείχνουν όχι μόνο οι διεθνείς οργανισμοί, αλλά και ιδιώτες επενδυτές στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα στο υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό της.
Όλες οι παραπάνω προσπάθειες συγκλίνουν στο στόχο να αξιοποιηθεί το θετικό momentumπου διαμορφώνεται για την ελληνική οικονομία. Ώστε η επιστροφή στην ανάκαμψη να μη σημαίνει μια αναιμική ανάπτυξη στις ίδιες σαθρές βάσεις, αλλά μια ανάπτυξη διατηρήσιμη, βασισμένη στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας – προπάντων τις συσσωρευμένες γνώσεις και δεξιότητες των ανθρώπων – και προσανατολισμένη σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.