Η μπυρίτσα της κρίσης

Το κριθάρι, από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος, είναι το τέταρτο σε σημασία σιτηρό, μετά το σιτάρι, τον αραβόσιτο και το ρύζι. Ο καρπός του χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, για την παραγωγή βύνης κατά την παρασκευή αλκοολούχων ποτών (μπύρας, ουίσκι) και το αλεύρι του, που δεν περιέχει γλουτένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρτοσκευάσματα, παξιμάδια, παιδικές τροφές και γενικά προϊόντα που σχετίζονται με την υγιεινή διατροφή.


Σύμφωνα με τη Δρ. Γιώτα Παπαστυλιανού, επίκουρη καθηγήτρια στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν κατά μέσο όρο στην πενταετία 2006-2010 1.097.694 στρ. με παραγωγή 263.892 τόνους. Η εγχώρια κατανάλωση, που ανέρχεται σε 400.000 τόνους, καλύπτεται με εισαγωγές κυρίως από Γερμανία.


Το κριθάρι έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε ποικιλία κλιματικών συνθηκών και μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος και υψόμετρο συγκριτικά με το σιτάρι, τη βρώμη ή τη σίκαλη. Βεβαίως είναι διαφορετικές οι ποικιλίες κριθαριού που ανταποκρίνονται για ανθρώπινη κατανάλωση, από εκείνες που είναι για μπύρα ή για ζωοτροφή.
Η ικανότητα του κριθαριού να αποδίδει ικανοποιητικά σε περιοχές με μειωμένες βροχοπτώσεις οφείλεται κυρίως στην αποφυγή της ξηρασίας λόγω πρωιμότητας, καθιστώντας το πολύτιμο φυτό για τα ξηροθερμικά μεσογειακά κλίματα.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα του κριθαριού, εξηγεί η κ.Παπαστυλιανού,  είναι η ανθεκτικότητα στην αλατότητα και στην αλκαλικότητα του εδάφους.  Στην περίπτωση του κριθαριού στόχος των βελτιωτικών προγραμμάτων αποτελεί η δημιουργία ποικιλιών με καλή βυνοποιητική απόδοση και αποδοτικότητα και η αντοχή σε εχθρούς, ασθένειες και στο πλάγιασμα.
Από το 2008 γίνονται διάφορες προσπάθειες από βιομηχανίες παραγωγής μπύρας για την αξιολόγηση ελληνικών ποικιλιών κριθαριού και τις δυνατότητες αύξησης της απορρόφησής τους μέσω συμβολαιακής γεωργίας.


Η ελληνική βιομηχανία μπύρας έχει υποστεί πλήγματα λόγω της κρίσης αλλά  αντέχει. Το 2012 οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες με βάση τους υπολογισμούς τους, κατέγραψαν μείωση πωλήσεων και λειτουργικών κερδών, για τρίτο συνεχόμενο έτος, λόγω της συρρίκνωσης της εγχώριας ζήτησης, της έντασης του ανταγωνισμού και της ανατίμησης ορισμένων πρώτων υλών, καθώς και του ενεργειακού και χρηματοδοτικού κόστους. Οι μειώσεις ανήλθαν σε ποσοστό περίπου 5%  και κατά 25,35 εκατομμύρια ευρώ σε αξία σε ετήσια βάση.


Παρόλα αυτά το ενδιαφέρον από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία που θεωρείται ο leader συνεχίζεται με στόχο το 2016 να υπάρχει κάλυψη των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων της ει δυνατόν, με 100%  ελληνικές πρώτες ύλες. Παρά την ποιοτική βελτίωση στις  ελληνικές μπύρες, ο ανταγωνισμός στις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ από γερμανικές μπύρες, συχνά είναι ανελέητος.
 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις