Πόλεμο κατά του αλατιού κήρυξε για το 2010 η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, με οδηγό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καθώς μεγάλες μελέτες αποδεικνύουν ότι η απουσία της αλατιέρας από το τραπέζι μπορεί να σώσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από καρδιαγγειακά επεισόδια.
Το αλάτι μπαίνει _ μετά τα λίπη _ στο στόχαστρο των επιστημόνων της Δημόσιας Υγείας. Το σύνθημα του ΠΟΥ είναι: «Μειώστε το αλάτι στο φαγητό, σώστε τα αγγεία, την καρδιά, τα νεφρά και τη ζωή σας».
Μια επιστημονική ανάλυση, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση New England Journal of Medicine από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και του Κολεγίου Παθολόγων και Χειρουργών του Πανεπιστημίου Κολούμπια, υπολόγισε ότι εάν οι Αμερικανοί μείωναν την πρόληψη αλατιού κατά μισό κουταλάκι του τσαγιού την ημέρα ή κατά 3 γραμμάρια, αυτό θα μείωνε τον ετήσιο αριθμό περιπτώσεων στεφανιαίας νόσου κατά 60.000 - 120.000, καρδιακών εμφραγμάτων κατά 54.000 - 99.000, εγκεφαλικών επεισοδίων κατά 32.000 - 66.000 και των θανάτων από κάθε αιτία κατά 44.000 - 92.000. Ταυτόχρονα, θα γλίτωνε τη Δημόσια Υγεία από κόστος 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Ο επικεφαλής των ερευνητών δρ Κirsten Bibbins-Domingo συμπέρανε ότι ακόμα και πολύ μικρότερη μείωση της πρόσληψης αλατιού _ κατά ένα γραμμάριο την ημέρα, που θα πραγματοποιούνταν έως το 2019 _ «θα ήταν πιο αποτελεσματική στη μείωση της πίεσης από ό,τι τα φάρμακα για τα άτομα με υπέρταση».
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ κάλεσε τους υπεύθυνους των αλυσίδων εστιατορίων και των βιομηχανιών τροφίμων να ελαττώσουν την ποσότητα αλατιού στα προϊόντα τους κατά 25% μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με σκοπό τη μείωση της αρτηριακής υπέρτασης.
Και μια μελέτη από Αυστραλούς ερευνητές, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στην Αμερικανική Επιθεώρηση Κλινικής Διατροφής, βρήκε ότι το 67% των τροφίμων του εμπορίου περιέχουν ποσότητα αλατιού πολύ μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη. Το περισσότερο αλάτι βρέθηκε ότι περιέχουν οι σος και τα αλείμματα, ενώ στη δεύτερη θέση ήρθαν τα επεξεργασμένα κρέατα (αλλαντικά).
Η μέση ημερήσια κατανάλωση αλατιού παγκοσμίως υπολογίζεται ότι είναι 9-12 γρ. κατά άτομο, με τον ΠΟΥ να συνιστά κατανάλωση έως 5-6 γρ., δηλαδή ένα κουταλάκι του γλυκού.
«Η ποσότητα αυτή εξακολουθεί να είναι περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη από την ποσότητα που κατανάλωνε ο άνθρωπος μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξής μας», λέει ο καθηγητής Παθολογίας Χρύσανθος Ζαμπούλης, διευθυντής της Β' προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Ελληνικής Αντιυπερτασικής Εταιρείας.
«Τα τελευταία 200-300 χρόνια αποκτήσαμε τη συνήθεια να καταναλώνουμε υπερβολικές ποσότητες αλατιού. Η μείωσή του στην ποσότητα των 5-6 γρ. θα φέρει μείωση στα αγγειακά επεισόδια κατά 24% και ελάττωση της θνησιμότητας λόγω στεφανιαίας νόσου κατά 18%».
Μελέτες, που έγιναν σε φυλές στη ζούγκλα της Βενεζουέλας, τεκμηριώνουν την άμεση συσχέτιση υπέρτασης και πρόσληψης αλατιού. «Όπως οι πρόγονοί μας τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια, έτσι και αυτοί προσλαμβάνουν 10 με 250 mg την ημέρα, δηλαδή ένα τέταρτο του γραμμαρίου», λέει ο καθηγητής.
«Μάλιστα, βρέθηκε ότι στις φυλές αυτές άτομα ηλικίας 70 ετών είχαν τα ίδια επίπεδα αρτηριακής πίεσης με άτομα 20 ετών!».
Ο κ. Ζαμπούλης τονίζει ότι το μισό από το παραπανίσιο αλάτι που λαμβάνουμε κάθε μέρα προέρχεται από το ψωμί και τα δημητριακά πρωινού. Η Μεγάλη Βρετανία έπεισε τις εταιρείες παρασκευής ψωμιού και δημητριακών να ελαττώσουν στο μισό το αλάτι στα προϊόντα τους, ενώ ανάλογη προσπάθεια επιχειρεί φέτος η Πορτογαλία.
«Η αιτία για την ανάπτυξη υπέρτασης σε 3 στους 10 ενηλίκους οφείλεται στη μεγάλη κατανάλωση αλατιού», τονίζει ο κ. Ζαμπούλης. «Ο χρόνος που χρειάζεται για να συνηθίσει κανείς το λιγότερο αλάτι στο φαγητό και να το βρίσκει αυτό νόστιμο είναι μόνο δύο εβδομάδες».
Πηγή: tanea.gr