Πολλές μελέτες και κλινικές δοκιμές έχουν δείξει ότι η μεσογειακή διατροφή σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, διαβήτη, γνωστικής εξασθένισης, κατάθλιψης και κάποιων τύπων καρκίνου.
Η μεσογειακή διατροφή αποτελείται από φυτικές τροφές (φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, σπόρους, ξηρούς καρπούς και ελιές), ψάρια & θαλασσινά, ελαιόλαδο, μέτριες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων (γιαούρτι και τυρί) και αυγά.
Σύμφωνα με νέα ανασκόπηση μελετών, η μεσογειακή διατροφή μπορεί να βελτιώσει την καρδιαγγειακή υγεία, ενώ η διαλειμματική νηστεία, δηλαδή η περιοδική αποχή από το φαγητό για κάποιες ώρες, μπορεί να βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην επίτευξη του στόχου.
«Οι διατροφές που είναι πλούσιες σε φυτικά τρόφιμα μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η χορτοφαγία δεν είναι πάντα εύκολη και μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά. Από την άλλη, πολλοί άνθρωποι στον δυτικό κόσμο υπερκαταναλώνουν κρέας και μάλιστα υπερβολικά επεξεργασμένο. Για το λόγο αυτό προτείνουμε τη μεσογειακή διατροφή ως λύση στο πρόβλημα», αναφέρει ο James H. O’Keefe, διευθυντής προληπτικής καρδιολογίας στο Καρδιολογικό Ινστιτούτο Saint Luke και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Μελέτες έχουν δείξει ήδη ότι η κατανάλωση ψαριών δύο φορές την εβδομάδα σε αντικατάσταση τροφών όπως το κόκκινο κρέας και τα αυγά, μπορεί να μειώσει έως και κατά 34% τον κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο.
Η μεσογειακή διατροφή προβλέπει επίσης την κατανάλωση έξτρα παρθένου ελαιολάδου αντί για βούτυρο ή άλλα λιπαρά. Το ελαιόλαδο μειώνει την κακή LDL χοληστερόλη και αυξάνει την καλή HDL.
«Επειδή δεν υπάρχει σαφής συμφωνία μεταξύ των ειδικών σχετικά με τον ρόλο των γαλακτοκομικών προϊόντων και των αυγών στον καρδιακό κίνδυνο, εμείς υποστηρίζουμε πως το γιαούρτι και το τυρί χαμηλών λιπαρών πρέπει να προτιμώνται, αντίθετα με το βούτυρο και τα σκληρά τυριά που έχουν υψηλή συγκέντρωση κορεσμένων λιπαρών και αλατιού. Τα αυγά περιέχουν ωφέλιμα θρεπτικά συστατικά και μπορούν να αποτελέσουν ένα υγιεινό υποκατάστατο του κόκκινου κρέατος, αλλά η κατανάλωσή τους δεν πρέπει να ξεπερνά τους πέντε κρόκους την εβδομάδα», προσθέτει ο Δρ. O’Keefe.
Τέλος, η διαλειμματική νηστεία, δηλαδή ο περιορισμός της καθημερινής πρόσληψης θερμίδων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως μεταξύ 8 και 12 ωρών) ημερησίως έχει αποδειχθεί πως μειώνει τη φλεγμονή και βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, πιέζοντας το σώμα να αλλάξει από την καύση γλυκόζης σε λιπαρά οξέα.
Η πιο συνηθισμένη μορφή διαλειμματικής νηστείας είναι η χρονικά περιορισμένη κατανάλωση φαγητού, αποτελούμενη από δύο και όχι τρία γεύματα την ημέρα και η μείωση της κατανάλωσης θερμίδων. Τα στοιχεία σχετικά με την χρονικά περιορισμένη κατανάλωση φαγητού είναι προκαταρκτικά και απαιτούν περισσότερες έρευνες.
Τα συμπεράσματα της ανασκόπησης δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας.