Κενά στην προώθηση του βιώσιμου διατροφικού προτύπου στην Ελλάδα
H βιώσιμη κατανάλωση τροφίμων αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο». Η μεσογειακή δίαιτα, από την άλλη, συχνά αναφέρεται ως βιώσιμο μοντέλο διατροφής.
Ποια όμως η σχέση μεταξύ τους και κατά πόσον προωθείται στην Ελλάδα η βιώσιμη κατανάλωση τροφίμων μέσω της μεσογειακής δίαιτας; Η Euractiv Ελλάδας μιλώντας με τη διατροφολόγο-διαιτολόγο Μαίρη Λυράκου, ερευνήτρια και μέλος του SDSN (United Nations Sustainable Development Solutions Network), επιχειρεί να φωτίσει τις διατροφικές συνήθειες των νέων σε συνδυασμό με τις πολιτικές που φτάνουν στο πιάτο μας.
Μεσογειακή δίαιτα: ένας βιώσιμος τρόπος κατανάλωσης τροφίμων
Είναι κοινός τόπος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ότι η μεσογειακή δίαιτα είναι ένα βιώσιμο διατροφικό πρότυπο και, μάλιστα, αυτό καταγράφεται σε επίσημα κείμενα της Ένωσης, αλλά και στους στόχους της, όπως η στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», αναβαθμίζοντας την ήδη αναγνωρισμένη αξία της και ως προς το σκέλος της βιωσιμότητας.
Oι ορισμοί της είναι πολλοί, όμως υπάρχουν γενικά χαρακτηριστικά που την διακρίνουν. Η μεσογειακή δίαιτα χαρακτηρίζεται βιώσιμη γιατί έχει χαμηλό περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Αυτό σημαίνει ότι είναι βασισμένη κυρίως σε φυτικά προϊόντα (μειώνοντας έτσι την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με άλλου τύπου διατροφές πλούσιες σε ζωικά προϊόντα) και ταυτόχρονα ενισχύει τη βιοποικιλότητα προωθώντας την κατανάλωση φρέσκων, τοπικών, εποχικών προϊόντων. Περιλαμβάνει επίσης, βιώσιμες και υγιεινές διατροφές που είναι προσβάσιμες, οικονομικά προσιτές, ασφαλείς, δίκαιες και πολιτισμικά αποδεκτές, όπως εξηγεί η διαιτολόγος-διατροφολόγος Μαίρη Λυράκου.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά περιγράφουν έναν βιώσιμο τρόπο κατανάλωσης των τροφίμων, ιδιαίτερα φιλικό προς το περιβάλλον. Ωστόσο, η μεσογειακή δίαιτα είναι περισσότερο προσιτή στις χώρες στην παράδοση των οποίων ήδη έχει καθιερωθεί, δηλαδή αυτές του ευρωπαϊκού νότου.
Σύμφωνα με τον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, για τον οποίο προτάθηκε η συμπερίληψη της μεσογειακής δίαιτας το 2013, αυτές οι χώρες είναι οι εξής: Ιταλία, Γαλλία, Μαρόκο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Κύπρο και Κροατία.
«Η μεσογειακή δίαιτα είναι ένα βιώσιμο πρότυπο διατροφής για τις μεσογειακές χώρες. Τα τρόφιμα που την χαρακτηρίζουν συναντώνται στην Μεσόγειο και δεν χρειάζεται να εισαχθούν [σε σημαντικές ποσότητες] από άλλες περιοχές. Επομένως, εξασφαλίζεται η προσβασιμότητα στην τροφή, μια σημαντική πτυχή του στόχου της βιωσιμότητας», παρατηρεί η κ. Λυράκου.
Έτσι, λοιπόν, από οικονομικής άποψης ενισχύεται και προάγεται, επιπλέον, η διατροφική αυτονομία των ευρωπαϊκών χωρών.
Κενά στην προώθηση του βιώσιμου διατροφικού προτύπου στην Ελλάδα
Παρά τα σημαντικά βήματα της ΕΕ για την προώθηση αλλαγών με στόχο τη διαμόρφωση πιο βιώσιμων προτύπων διατροφής και τη μείωση της σπατάλης τροφίμων με την στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», οι οδηγίες προς τους ειδικούς είναι μάλλον ανεπαρκείς ενώ η προώθηση του στόχου χρειάζεται ακόμα ενίσχυση.
«Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες προς διαιτολόγους-διατροφολόγους, οι οποίοι είναι και αυτοί που αναλαμβάνουν το έργο της διατροφικής εκπαίδευσης του πληθυσμού», τονίζει η εξειδικευμένη επιστήμονας.
«Έχουν δημιουργηθεί κάποια γενικά ενημερωτικά φυλλάδια που σε πρώτο βαθμό μπορούν να δώσουν τη γενική ιδέα σχετικά με τη βιώσιμη διατροφή…», όμως υπάρχει «πολύς δρόμος ακόμα που πρέπει να διανύσουμε», λέει χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι οι ειδικοί ακολουθούν βασικές αρχές σχετικά με τη βιώσιμη διατροφή από άλλους οργανισμούς όπως τον FAO ή τον ΠΟΥ.
Πέραν των περιορισμένων κατευθυντήριων γραμμών προς τους επαγγελματίες του κλάδου, αξιοσημείωτη είναι και η ελλιπής ενημέρωση προς τους πολίτες για την βιώσιμη κατανάλωση των τροφίμων, ιδίως στην Ελλάδα. Οι περισσότερες πρωτοβουλίες για την πληροφόρηση των πολιτών προέρχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη, όμως αυτό φαίνεται να μην είναι αρκετό.
Παρότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πρωταθλήτρια στη βιώσιμη διατροφή λόγω της γαστρονομικής μεσογειακής παράδοσης και της διαθεσιμότητας πληθώρας φρέσκων και τοπικών προϊόντων, η πραγματικότητα απέχει αρκετά από αυτό.
«Ειδικά στις νέες γενιές παρατηρείται η υιοθέτηση ενός δυτικότερου προτύπου διατροφής (π.χ. αυξημένη κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων και κόκκινου κρέατος, μειωμένη κατανάλωση φρέσκων και εποχικών φρούτων και λαχανικών), ενός προτύπου δηλαδή με μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο», παρατηρεί η διατροφολόγος.
Ενδεικτικό είναι ότι η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις αναφορικά με τη σπατάλη τροφίμων στην ΕΕ, σε σχέση με τον πληθυσμό. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της σπατάλης, αρκεί να αναφερθεί ότι το 2020 σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα σπατάλησε 2.048.189 τόνους φρέσκιας μάζας τροφίμων.
«Έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε», τονίζει η κ. Λυράκου, καταδεικνύοντας την έλλειψη διατροφικής διδαχής προς τους νέους σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.
Το μεγάλο αδιέξοδο: Βιώσιμη κατανάλωση ή σπατάλη τροφίμων;
Η βιώσιμη κατανάλωση των τροφίμων είναι στενά συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση και τη μείωση της απώλειας ή σπατάλης τροφίμων. Η προώθηση της πρώτης ως πολιτικός στόχος μπορεί να συμβάλει άμεσα στην αντιμετώπιση της δεύτερης, ενώ ο σημαντικός ρυθμός σπατάλης τροφίμων μπορεί να εμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξη της βιωσιμότητας αν αυτός δεν αμβλυνθεί.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι περίπου το 1/3 των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως χάνεται ή σπαταλάται, σε κάποιο σημείο της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων, ενώ στην ΕΕ, η ποσότητα αυτή ανέρχεται σε περίπου 87,6 εκατομμύρια τόνους τροφίμων κάθε χρόνο. Σύμφωνα με στοιχεία από τη Eurostat, το 53% των απορριμμάτων τροφίμων που παράγονται προέρχονται από νοικοκυριά, 7% από χονδρική και λιανική και 9% από εστιατόρια και υπηρεσίες τροφίμων. Άλλοι τομείς που συμβάλλουν επίσης στη σπατάλη τροφίμων στην ΕΕ είναι η πρωτογενής παραγωγή (11%) και η επεξεργασία και μεταποίηση τροφίμων (20%).
Εξαιτίας των αυξημένων ποσοστών της σπατάλης στα τρόφιμα, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να επιτύχει τον παγκόσμιο στόχο 12.3 της βιώσιμης ανάπτυξης (ΣΒΑ) για τη μείωση κατά το ήμισυ της κατά κεφαλήν σπατάλης τροφίμων σε επίπεδο λιανικής και καταναλωτή έως το 2030 και για τη μείωση των απωλειών τροφίμων κατά μήκος των αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού τροφίμων.
Τι αντίκτυπο όμως έχει η σπατάλη τραφίμων στο περιβάλλον;
«Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της σπατάλης τροφίμων είναι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος», σημειώνει η κ. Λυράκου. Για παράδειγμα, όταν τα σπαταλημένα τρόφιμα καταλήγουν στους χώρους ταφής απορριμμάτων, παράγουν σημαντική ποσότητα αερίων του θερμοκηπίου. Πέραν όμως τούτου, σπαταλώντας τρόφιμα σπαταλώνται και οι πόροι που χρειάστηκαν για την παραγωγή τους (π.χ. γη, νερό, ενέργεια, εργασία) καθώς και τα αέρια του θερμοκηπίου που απελευθερώθηκαν κατά την παραγωγή, μεταφορά, επεξεργασία και διανομή τους, εξηγεί η ίδια.
Κι εδώ έρχεται η ανάγκη να αμβλυνθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της σπατάλης τροφίμων. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Για τον μετριασμό της σπατάλης, είναι σημαντικά τα εξής: η ακολουθηση βιώσιμων διατροφικών πρακτικών σε επίπεδο καταναλωτή (στο πιάτο) και στη συνέχεια η ακολούθηση βιώσιμων πρακτικών παραγωγής (στο αγρόκτημα), τονίζει η κ. Λυράκου.
Η σπατάλη τροφίμων σε επίπεδο καταναλωτή «μπορεί να μειωθεί με την υιοθέτηση ενός βιώσιμου διατροφικού μοντέλου από το άτομο, καθώς αυτό περιλαμβάνει διαιτητικές πρακτικές που προάγουν τη μείωση σπατάλης», σημειώνει, ενώ για την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα, η σπατάλη τροφίμων για να μειωθεί προϋποθέτει την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών «σε πολιτικό επίπεδο», καταλήγει η επιστήμονας.