Το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) πραγματοποιεί μελέτες καταγράφοντας τις αλλαγές τις οποίες διέρχονται οι καταναλωτικές τάσεις των Ελλήνων σε είδη παντοπωλείου. Στο πλαίσιο αυτών των ερευνών αναλύθηκαν οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί που παρέχονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. με αφορμή και την ημέρα διατροφής 2024 (16 Οκτωβρίου)
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης η δαπάνη κατά κεφαλήν σε είδη παντοπωλείου διαμορφώθηκε το 2023 στα 2,144 ευρώ αυξημένη κατά 3,37% σε σχέση με το 2022 κάτι που αποδίδεται στον συνδυασμό των ανατιμήσεων και της μείωσης στον όγκο αγορών των νοικοκυριών, και κατά 10,69% σε σχέση με το 2009 τη χρονιά πριν την έναρξη της πρώτης δημοσιονομικής κρίσης. Με βάση τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη των Ελλήνων για είδη παντοπωλείου το 2023 ανέρχεται σε 21,6 δις ευρώ (έναντι 22,1 δις ευρώ το 2009). Το ποσό αυτό περιλαμβάνει μόνο τη δαπάνη των Ελλήνων (π.χ. όχι τη δαπάνη μέσω Ho.Re.Ca., τουρισμού, εστίασης κλπ) και αφορά μόνο τα είδη παντοπωλείου (π.χ. δεν περιλαμβάνονται λοιπά είδη που βρίσκονται σε καταστήματα σουπερμάρκετ όπως γραφική ύλη, είδη για κατοικίδια, βρεφικό γάλα, είδη bazaar, καπνός κλπ). Συγκεκριμένα (σχήμα 1) η δαπάνη για τρόφιμα διαμορφώθηκε σε 1,670 ευρώ ανά έτος κατά κεφαλήν και ποσοστό 19,58% των συνολικών δαπανών, η δαπάνη για άλλα είδη παντοπωλείου σε 474 ευρώ και 5,56% και η εστίαση σε 866 ευρώ και 10,15%.
Όπως φαίνεται στο σχήμα 2, συνολικά οι βασικές δαπάνες της διατροφής, του παντοπωλείου, της εστίασης, του ηλεκτρισμού και των υγρών καυσίμων αντιπροσωπεύουν το 44,61% των συνολικών δαπανών το 2023, έναντι 37,90% το 2009.
Όπως φαίνεται από μία σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυση, η δαπάνη ανά κατηγορία αγαθών έχει διαφοροποιηθεί αρκετά στις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων κάτι το οποίο αποδίδεται στις αλλαγές σε καταναλωτικές και διατροφικές συνήθειες. Στον πίνακα 2 καταγράφονται οι αλλαγές στην χρηματική δαπάνη κατά κεφαλήν ανά κατηγορία την περίοδο 2009-2023 ενώ στο πίνακα 3 οι αλλαγές στις ποσότητες που αγοράζονται και καταναλώνονται.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της χρηματικής δαπάνης δείχνουν:
- αύξηση στη δαπάνη των αγορών σε βασικές πηγές υδατανθράκων, ενδεικτικά αύξηση της δαπάνης για ψωμί κατά 10% το 2023 σε σχέση με το 2022 και κατά 23% σε σχέση με το 2009. Ανάλογη αύξηση και για τα ζυμαρικά κατά 10% και 23% αντίστοιχα.
- Αλλαγές στην αναλογία της δαπάνης για πηγές πρωτεϊνης, ενδεικτικά το μοσχαρίσιο κρέας και το κρέας από αιγοπρόβατα αν και διαχρονικά παρουσιάζει μείωση κατά 13% και 2% αντίστοιχα, το 2023 παρουσίασε αύξηση κατά 6% και 64%. Αντίθετα το χοιρινό και το κοτόπουλο παρουσιάζουν διαχρονικά αύξηση.
- Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα γαλακτοκομικά, με το πλήρες γάλα να παρουσιάζει μείωση σε αντίθεση με το γάλα με χαμηλά λιπαρά, τα αυγά και τα τυροκομικά
- Αύξηση της δαπάνης για ελαιόλαδο κατά 28% το 2023 έναντι του 2022, αλλά μόλις κατά 7% σε σχέση με το 2009.
- Αύξηση της δαπάνης για φρούτα 14%, για λαχανικά 15% σε σχέση με το 2009, αλλά με σταθεροποίηση για τα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς.
- Αύξηση της δαπάνης για καφέ κατά 6% και για τα αλκοολούχα ποτά από 9% έως 21%.
- Αύξηση της δαπάνης για τα προϊόντα μη τροφίμων, την οικιακή και προσωπική φροντίδα κατά 16%, αλλά παραμένει μειωμένη σε σχέση με το 2009.
- Η αγορά της εστίασης παρουσιάζει αύξηση κατά σχεδόν 40% το 2023 σε σχέση με το 2022, αλλά ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση παρουσιάζει το φαγητό σε πακέτα. Η σημαντική αύξηση της δαπάνης για φαγητό εκτός σπιτιού στην Ελλάδα συνάδει με παγκόσμιες τάσεις, όπου παρατηρείται αύξηση στη ζήτηση έτοιμων γευμάτων και φαγητού σε πακέτο. Διεθνώς η τάση αυτή ενισχύθηκε από την πανδημία και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής, με τους καταναλωτές να επιλέγουν την ευκολία-άνεση και γρήγορες λύσεις για γεύματα.
- Τέλος, όσον αφορά τις υπόλοιπες αγορές, τα ενοίκια κατέγραψαν την μεγαλύτερη αύξηση το 2023 κατά 16%, αλλά ο ηλεκτρισμός έχει την μεγαλύτερη αύξηση διαχρονικά κατά 74% σε σχέση με το 2009. Σημειώνεται όμως ότι αυτές οι αυξήσεις δεν ακολούθησαν την πορεία της κατανάλωσης και έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την αξία των αγορών αυτών.
Ακόμα πιο ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της κατανάλωσης σε ποσότητες τα οποία καταγράφουν μεγάλες μεταβολές πλέον σε επίπεδο διατροφής και τα οποία δείχνουν:
- Σταθερή τάση στις κύριες πηγές υδατανθράκων με τη μηνιαία κατανάλωση κατά κεφαλήν σε ψωμί και είδη αρτοποιίας να παρουσιάζει μείωση κατά 6% σε περίπου 4 κιλά μηνιαίως. Η μείωση της κατανάλωσης ψωμιού και αρτοσκευασμάτων στην Ελλάδα είναι σύμφωνη με μια γενικότερη παγκόσμια τάση που παρατηρείται σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, καθώς αυξάνεται η ευαισθητοποίηση σχετικά με την υγεία και τις επιπτώσεις της υπερβολικής κατανάλωσης επεξεργασμένων υδατανθράκων.
- Μείωση στην κατανάλωση των βασικών ζωικών πρωτεϊνών κατά περίπου 16%, με περίπου 6 κιλό λιγότερο κρέας ανά έτος με εξαίρεση τα πουλερικά τα οποία παρουσιάζουν αύξηση (είναι άλλωστε πιο οικονομική λύση). Αύξηση παρουσιάζουν οι φυτικές πρωτεΐνες και ειδικά τα όσπρια. Η μείωση στην κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών κατά 16% συνάδει με τις παγκόσμιες τάσεις για περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος λόγω περιβαλλοντικών, οικονομικών και υγείας παραμέτρων.
- Μείωση στα γαλακτοκομικά και ιδιαίτερα στο φρέσκο γάλα κατά 42% με εξαίρεση το γάλα με χαμηλά λιπαρά και τα αυγά. Η μείωση στην κατανάλωση γαλακτοκομικών, ιδιαίτερα στο πλήρες γάλα, δείχνει πιθανή ευαισθητοποίηση σχετικά με την περιεκτικότητα σε λιπαρά και την υγεία, με στροφή προς πιο ελαφριές εκδοχές όπως το γάλα χαμηλών λιπαρών. Η μείωση μπορεί επίσης να οφείλεται σε αυξημένες τιμές και υποκατάστατα φυτικής προέλευσης.
- Μείωση στην κατανάλωση ελαιόλαδου κατά περίπου 35% και κατά 7% μόνο το 2023. Περίπου 5 λίτρα λιγότερο ελαιόλαδο ανά έτος κατά κεφαλήν. Αυτό ενδεχομένως να σχετίζεται με τις αυξημένες τιμές του ελαιολάδου λόγω των δυσμενών συνθηκών παραγωγής, όπως η κλιματική αλλαγή.
- Μείωση στα φρέσκα φρούτα κατά 11% περίπου με μείωση κατά 10 κιλό λιγότερα ανά έτος φρούτα, αρκετά μικρότερη μείωση σε λαχανικά, κάτι που όμως εν μέρει αποδίδεται στην σπατάλη τροφίμων της δεκαετίας του 2000 και στην αντικατάσταση ειδών από άλλα προϊόντα, π.χ. μπανάνα, καθώς τα περισσότερα δημοφιλή είδη παρουσιάζουν μείωση όπως η πατάτα και η ντομάτα κατά 25% και 28% αντίστοιχα. Η μείωση στην κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα αξιολογείται ανησυχητική, δεδομένης της Μεσογειακής διατροφής, που παραδοσιακά είναι πλούσια σε αυτά. Στην Ισπανία και την Ιταλία, για παράδειγμα, τα φρούτα και λαχανικά παραμένουν σταθερά βασικά τρόφιμα. Η μείωση αυτή στην Ελλάδα μπορεί να οφείλεται στις αυξήσεις των τιμών, τη σπατάλη τροφίμων στο παρελθόν ή στις αλλαγές στις διατροφικές προτιμήσεις.
- Μείωση για τον καφέ κατά 15%, κάτι που ενδεχομένως να εξηγείται από την στροφή στην εστίαση.
- Αύξηση για τα αλκοολούχα ποτά, κάτι που σχετίζεται όμως με μεγαλύτερη κατανάλωση κατ’ οίκον έναντι της κατανάλωσης σε χώρους εστίασης. Η τάση αυτή παρατηρείται και σε άλλες χώρες, ειδικά κατά και μετά την πανδημία. Οι καταναλωτές επίσης στράφηκαν σε πιο οικονομικές λύσεις λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, καταναλώνοντας στο σπίτι αντί για χώρους εστίασης.
- Παράλληλα καταγράφεται μείωση στην κατανάλωση καυσίμων κατά 67% παρά την αύξηση σε αξία και μικρή αύξηση στην κατανάλωση ρεύματος παρά τη μεγάλη αύξηση στην αξία.
Οι διατροφικές αυτές εξελίξεις μπορούν να παρέχουν πλεονεκτήματα, αλλά και σημαντικά μειονεκτήματα για την ποιότητα της διατροφής του κοινού. Ενδεικτικά:
Πλεονεκτήματα:
- Μείωση Κατανάλωσης Κρέατος: Αυτή η αλλαγή μπορεί να συμβάλει στη μείωση της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών και υψηλών επιπέδων συντηρητικών. Μειώνει επίσης την επιβάρυνση του περιβάλλοντος που συνδέεται με την κτηνοτροφία.
- Αύξηση Πουλερικών: Τα πουλερικά παρέχουν υψηλή ποιότητα πρωτεϊνών με χαμηλότερα επίπεδα κορεσμένων λιπαρών σε σύγκριση με το κόκκινο κρέας.
- Αύξηση Φυτικών Πρωτεϊνών (Ειδικά Όσπρια): Τα όσπρια είναι πηγή υψηλής ποιότητας πρωτεϊνών, πλούσια σε φυτικές ίνες, βιταμίνες και μέταλλα.
Μειονεκτήματα:
- Μείωση Κατανάλωσης Φρούτων και Λαχανικών: Η μείωση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερη πρόσληψη βιταμινών, μετάλλων και φυτικών ινών που είναι σημαντικά για την υγεία και την ανοσία.
- Μείωση Κατανάλωσης Ελαιόλαδου: Η μείωση αυτή μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη των απαραίτητων λιπαρών, αν και μπορεί να ρυθμιστεί με την προσθήκη άλλων πηγών λιπαρών στη διατροφή.
- Αύξηση Αλκοολούχων Ποτών: Η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να συνδέεται με υγειονομικά προβλήματα, καθώς και με άλλους κινδύνους.
- Αύξηση φαγητού σε πακέτο: Η αυξημένη κατανάλωση φαγητού σε πακέτο συχνά συνδέεται με χαμηλότερης ποιότητας διατροφή με υψηλή πρόσληψη υδατανθράκων, λιπαρών και αλατιού.
Η Ελλάδα σε γενικές γραμμές ακολουθεί πολλές από τις παγκόσμιες τάσεις όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες, όπως η στροφή προς πιο οικονομικές και υγιεινές επιλογές, η μείωση της κατανάλωσης κρέατος και επεξεργασμένων υδατανθράκων, και η αύξηση της κατανάλωσης φυτικών πρωτεϊνών. Αυτό που ξεχωρίζει στην Ελλάδα είναι η αυξανόμενη δαπάνη για το έτοιμο φαγητό και η μείωση στην κατανάλωση βασικών, υγιεινών τροφίμων, όπως το ελαιόλαδο και τα φρούτα, κάτι που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη γενικότερη ποιότητα της διατροφής, εάν συνεχιστεί.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις