Αυξημένο ενδιαφέρον στην καλλιέργεια καρυδιάς διαπιστώνει τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος Νάνος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας τονίζοντας ότι αυτό οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση των επιδοτήσεων που έρχεται από τον ερχόμενο Σεπτέμβρη (Νέα ΚΑΠ). Οπως μας είπε, η επιλογή της συγκεκριμένης καλλιέργειας κάθε άλλο παρά τυχαία είναι καθώς πρόκειται για μία σταθερή καλλιέργεια που μπορεί να αποδώσει έως και 10 φορές περισσότερο από αυτό που προσφέρουν παραδοσιακές καλλιέργειες όπως το βαμβάκι ή το σιτάρι.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των προαναφερθέντων λόγων πολλές εκτάσεις στην Κεντρική Ελλάδα και τη Θεσσαλία διατίθενται στην καλλιέργεια καρυδιάς και φυστικού (τύπου Αιγίνης). Γεγονός που ο ίδιος κρίνει αναμενόμενο καθώς όπως λέει ένας αγρότης (παραδοσιακός ή νέος) δεν θέλει να καλλιεργήσει για παράδειγμα λαχανικά που δεν είναι σίγουρο ότι θα τα διαθέσει, αλλά ούτε και με ροδάκινα επίσης που αν και παραδοσιακή καλλιέργεια αφήνει λίγο εισόδημα. Χαρακτηριστικά ένα στρέμμα με ροδακινιές θα αποδόσει περί τους 2 τόνους εμπόρευμα και εισόδημα στον παραγωγό περί τα 600 ευρώ (με 30 λεπτά τιμή πώλησης που είναι). Αντίστοιχα ένα στρέμμα με καρυδιές θα αποδώσει 200 κιλά καρύδια και εισόδημα 1.000 ευρώ.
Την στροφή ολοένα και περισσότερων αγροτών στην συγκεκριμένη καλλιέργεια καταγράφει και ο Κωνσταντίνος Παπαευθυμίου ιδιοκτήτης του Βοτανικού Κήπου στα Τρικαλα. Οπως μας λέει ένα επιπλέον στοιχείο που ευνοεί την συγκεκριμένη καλλιέργεια είναι ότι δεν χρειάζεται μεγάλη προσωπική εργασία, πολλές γνώσεις και επιπλέον μπορεί να ευδοκιμήσει σε όλα τα κλίματα είτε αυτά είναι πεδινά είτε ορεινά. Παρόλα ταύτα, σε φτωχά εδάφη οι αποδόσεις κυμαίνονται από 150-250 κιλά ανά στρέμμα σε καρπό (μέσος όρος 10 κιλά ανά δένδρο), ενώ σε καλά εδάφη μπορεί να φθάσει και τα 800 κιλά ανά στρέμμα.
Καλό είναι οι ενδιαφερόμενοι να ξέρουν, σύμφωνα με τον Κ. Παπαευθυμίου, ότι η καρυδιά είναι ευαίσθητη τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλές θερμοκρασίες. Οι υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες (38-43°C) προκαλούν εγκαύματα στο περικάρπιο των καρπών και συρρίκνωση στα σπέρματα (ψίχα).
Το χειμώνα, όταν τα δένδρα βρίσκονται σε λήθαργο, μπορεί να ανεχθούν θερμοκρασίες -9 έως -11οC. Το ποσοστό χειμερινού ψύχους που χρειάζεται ένα δένδρο καρυδιάς για να διακόψει τη ληθαργική του περίοδο (εαρινοποίηση), κυμαίνεται από 700 έως 1500 ώρες ψύχους 7°C ή κάτω από 7°C.
Αν δεν ικανοποιηθούν οι ανάγκες σε ψύχος, παρατηρείται καθυστέρηση στην έκπτυξη των οθφαλμών, χαμηλή παραγωγή και ξηράνσεις κλάδων. Οι βροχές αργά την άνοιξη, μετά την έκπτυξη των φύλλων, ευνοούν την εξάπλωση του βακτηρίου Xanthomonas juglandis, που προκαλεί σοβαρές ζημιές στα δένδρα. Ενώ αργότερα το καλοκαίρι, όταν μεγαλώσουν λίγο τα καρύδια, αυξάνουν περισσότερο την προσβολή. Η καρυδιά ευδοκιμεί σε εδάφη όπου το ριζικό της σύστημα αναπτύσσεται ελεύθερα σε βάθος 3-3,5 μέτρων.
Κατάλληλο έδαφος είναι το βαθύ, με αμμοπηλώδη σύσταση, καλά αποστραγγιζόμενο, αρδευόμενο και πλούσιο σε οργανική ουσία. Ανέχεται μεγάλο εύρος pH (5-8). Ευαίσθητη σε υψηλές συγκεντρώσεις Na, Cl, B. Οι ρίζες της καρυδιάς καλύπτουν έκταση 5-6 φορές μεγαλύτερη από την κόμη.
Η πιο γρήγορη ανάπτυξη των καρυδιών, υποστηρίζει ο Γ. Νάνος γίνεται στις πρώτες 5-6 εβδομάδες μετά την καρπόδεση. Η έλλειψη νερού αυτή την περίοδο, θα προκαλέσει μεγάλο ποσοστό μικρών καρπών. Το πότισμα κατά τα μέσα του καλοκαιριού ή αργότερα, δεν αυξάνει το μέγεθος των καρυδιών, μετά τη σκλήρυνση του ενδοκαρπίου. Η παρατεταμένη έλλειψη νερού προκαλεί συρρίκνωση και μαύρισμα της ψίχας. Δεν πρέπει να βρέχεται ο κορμός κατά την άρδευση, γιατί υπάρχει κίνδυνος προσβολής από Φυτόφθορες.
Το κόστος της εγκατάστασης μας λέει ο Κ. Παπαευθυμίου και συγκριτικά με άλλες καλλιέργειες δεν είναι μεγάλο. Για παράδειγμα ένα δέντρο κοστίζει περί τα 7-7,5 ευρώ και άρα στο στρέμμα που δεν τοποθετούνται πάνω από 20 δέντρα, συμπεριλαμβανομένων και των ξύλων για το κράτημά τους αλλά και του αυτόματου ποτίσματος τότε το κόστος δεν ξεπερνά τα 400 ευρώ (το στρέμμα). Οσον αφορά το κόστος της παραγωγής, καλό είναι κανείς να ξέρει ότι η είσοδος σε καρποφορία γίνεται από τον 5ο χρόνο. Το συγκεκριμένο κόστος κυμαίνεται 100,00-150,00 ευρώ ανά στρέμμα και αφορά στην φυτοπροστασία, στην λίπανση και την κοπή των ζιζανίων.
Οι Η.Π.Α. κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 2,2 εκατ. δένδρα, ενώ η παραγωγή σε ψίχα ανέρχεται σε 20.000 τόνους. Μετά το 2000 η παραγωγή μειώθηκε σε 15.000 τόνους.
πηγη:εφημεριδα Αγροτική έκφραση